Αλλαγή μείγματος πολιτικής

Στέλιος Πέτσας
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Αλλαγή μείγματος πολιτικής

Η οικονομία μας μπήκε στην κρίση λόγω των δίδυμων ελλειμμάτων (δημοσιονομικό και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών). Το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν ο καθρέφτης της στενής φορολογικής βάσης και της μεγάλης φοροδιαφυγής στο σκέλος των εσόδων και της σπατάλης και του σχετικά διογκωμένου και αναποτελεσματικού Δημοσίου στο σκέλος των δαπανών. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν ο καθρέφτης της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, της εσωστρέφειας και της έμφασης σε διεθνώς μη-εμπορεύσιμα αγαθά (non tradables), δηλαδή συνθηκών που ευνοούσαν τη διατήρηση μιας κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας και της "προσοδοθηρίας" (rent-seeking) ώστε να εξασφαλίζεται ένα σταθερό περιθώριο κέρδους με τις ευλογίες του Κράτους.

Τα δίδυμα ελλείμματα εξαφανίστηκαν μέχρι το 2014. Δημοσιονομική προσαρμογή και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, "δάγκωσαν", αλλά απέδωσαν.

Το Φθινόπωρο του 2014 όλοι οι διεθνείς και εγχώριοι οργανισμοί προέβλεπαν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 2015 μέχρι το 2018. Μόνο για τη διετία που πέρασε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε ανάπτυξη 2,9% και 3,7% για 2015 και 2016 αντίστοιχα. Και το μέλλον προοιωνιζόταν καλύτερο.

Όλα αυτά χάθηκαν.

Χάθηκαν γιατί επήλθε η ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά από τις δυνάμεις του εθνικολαϊκισμού. Οι οποίες εξαέρωσαν την εμπιστοσύνη, κακοποίησαν την έννοια της διαπραγμάτευσης, λεηλάτησαν τον πλούτο της χώρας, έφεραν ένα 3ο, αχρείαστο, Μνημόνιο και τελικά αντί για ανάπτυξη, μας έριξαν σε διετή ύφεση.

Η ανάγκη νέας δημοσιονομικής προσαρμογής μετά το 2015 και μάλιστα τέτοιας θηριώδους έκτασης προέκυψε αποκλειστικά εξαιτίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Μέτρα 14,2 δις ευρώ δεν χρειάζονταν, σε μια οικονομία που πρακτικά παρέμεινε στάσιμη, κολλημένη στο βυθό, από το 2014.

Και τώρα τι; Αν η σημερινή κυβερνητική πολιτική ευθύνεται για αυτό το δραματικό πισωγύρισμα, μια άλλη κυβέρνηση μπορεί να μας πάει πραγματικά μπροστά;

Η απάντηση είναι ένα μεγάλο, αναμφισβήτητο, ναι!

Αρκεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Πράγμα που δεν θα συμβεί με αυτή την κυβέρνηση. Η διατήρηση της διγλωσσίας από πλευράς της, επιτρέπει μεν τις βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις κερδοσκοπικών κεφαλαίων (κυρίως σε κινητές αξίες όπως ομόλογα, μετοχές), αλλά δεν αίρει την αβεβαιότητα που θα επέτρεπε τις τοποθετήσεις μακροπρόθεσμων επενδυτών. Η αρχική ευφορία που μπορεί να προκληθεί μέχρι το τέλος Φθινοπώρου, εάν επέλθει οριστική συμφωνία για τη β’ αξιολόγηση, με συμμετοχή και του ΔΝΤ στο Ελληνικό Πρόγραμμα και με ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ, θα υποχωρήσει λόγω των μέτρων λιτότητας που θα εφαρμόζονται διαδοχικά για να επιτευχθεί ο εξοντωτικός στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια. Τα μέτρα αυτά θα λειτουργούν ως φρένο στην οικονομία.

Έτσι, όπως προβλέπεται και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021, ο ρυθμός ανάπτυξης μέχρι το 2021 θα κινείται κοντά στο 2% κατά μέσο όρο. Προφανώς, με τόσο αναιμικό ρυθμό ανάπτυξης, παρά την πολύ χαμηλή βάση εκκίνησης εξαιτίας της μεγαλύτερης μεταπολεμικής οικονομικής κρίσης, δεν μπορούμε να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της μιζέριας.

Πρέπει να ξεκλειδώσουμε τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας μας.

Για να γίνει αυτό, απαιτείται ένα “διπλό σοκ”: αποκατάσταση εμπιστοσύνης και μείωση φόρων.

Για το πρώτο, είναι απαραίτητο ένα Εθνικό Σχέδιο Εξόδου από την Κρίση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει παρουσιάσει τον στρατηγικό στόχο που πρέπει να έχει η Πατρίδα μας για να σπάσει τον φαύλο κύκλο της στασιμοχρεωκοπίας: «2+4%». Δηλαδή, 2% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα και 4% ανάπτυξη για την επόμενη πενταετία. Η χώρα χρειάζεται «δημοσιονομικό χώρο» για να αναπνεύσει και ορθό μείγμα πολιτικής για να αναπτυχθεί. Ο στόχος που συμφώνησε ο κ. Τσίπρας με τους εταίρους και δανειστές, για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια δεν είναι ούτε ρεαλιστικός, ούτε επιθυμητός. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτείνει έναν στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2% του ΑΕΠ. Για δύο λόγους: πρώτον, για αξιοπιστία, καθώς είναι προτιμότερος ένας εφικτός στόχος που θα τηρείται ευλαβικά, παρά ένας «δρακόντειος» στόχος που θα παραβιάζεται συστηματικά. Δεύτερον, για ανάπτυξη, καθώς η δημοσιονομική ανάσα του 1,5% του ΑΕΠ θα δώσει την αναγκαία ώθηση στη χώρα να αναπτυχθεί. Με βάση ένα συνεκτικό, μεταρρυθμιστικό Εθνικό Σχέδιο, ώστε η ιδιοκτησία του να ανήκει στους Έλληνες, όχι να τους επιβάλλεται έξωθεν. Αυτή είναι η βάση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Όσο μάλιστα θα έρχεται εγγύτερα ο χρόνος των εκλογών θα εμφανιστεί το εξής «παράδοξο»: ενώ η νυν κυβέρνηση δεν μπορεί να εμφυσήσει εμπιστοσύνη, αυτή θα ενισχύεται από την προσδοκία ότι η επόμενη κυβέρνηση θα είναι πολύ καλύτερη! Και επειδή το ενδεχόμενο εκλογών δεν θα είναι πρόβλημα, όπως το 2014-2015, αλλά μέρος της λύσης, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα κερδοσκοπικά κεφάλαια αλλά και μακροπρόθεσμοι επενδυτές θα αρχίσουν να τοποθετούνται, όσο ακόμη είναι φθηνά τα Ελληνικά περιουσιακά στοιχεία. Η συμπεριφορά αυτή θα οδηγήσει σε αναλαμπή της εμπιστοσύνης, η οποία μπορεί να γίνει μόνιμο φως, με την ανάδειξη μιας Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Για το δεύτερο, μια επιθετική πολιτική μείωσης φόρων είναι αναγκαία για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η δημοσιονομική πολιτική και δη η φορολογική είναι το μόνο όπλο που έχει πλέον στα χέρια της μια ελληνική κυβέρνηση. Για να είναι αυτό «μπαζούκας» και όχι νεροπίστολο, επιβάλλονται τα εξής:

1ον. Άμεση υλοποίηση των πέντε δεσμεύσεων μείωσης φόρων. Στη «Συμφωνία Αλήθειας» και στον Oδικό Χάρτη Εξόδου από την Κρίση που παρουσίασε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τον περασμένο Σεπτέμβριο, προβλέπεται αλλαγή του μείγματος πολιτικής στο τρίπτυχο «λιγότεροι φόροι, λιγότερες δαπάνες, αποτελεσματικότερο Κράτος». Με επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων. Με πίστη στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Με άμεσες μειώσεις φόρων ύψους 1,9 δις ευρώ συνολικά και συγκεκριμένα τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30%, του φόρου στις επιχειρήσεις στο 20%, από 29%, του φόρου μερισμάτων στο 5%, από 15%, και της μείωσης του κόστους παραγωγής στον πρωτογενή τομέα με κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο κρασί και την επαναφορά του ΦΠΑ στα αγροτικά εφόδια στο 13%, από 24% (το τελευταίο ψηφίστηκε ήδη με το ν. 4472/2017). Αυτές οι πρώτες άμεσες μειώσεις φόρων θα «χρηματοδοτηθούν» από περιστολή δαπανών 2 δις ευρώ συνολικά, όπως αναλυτικά παρουσιάσαμε.

2ον. Μείωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ασφαλιστικών εισφορών και ΦΠΑ. Στη Συμφωνία Αλήθειας είχε τεθεί ως μεσοπρόθεσμος στόχος και η μείωση των φορολογικών συντελεστών στα φυσικά πρόσωπα, του ΦΠΑ και των ασφαλιστικών εισφορών σε συνδυασμό με προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Για τις ασφαλιστικές εισφορές οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί, καθώς ο ΕΦΚΑ φέτος διάγει την πρώτη χρονιά λειτουργίας του. Στις μειώσεις φόρων όμως, επιβάλλεται η κατάργηση έκτακτων επιβαρύνσεων που επιβλήθηκαν στα χρόνια της κρίσης (τέλος επιτηδεύματος, ειδική εισφορά αλληλεγγύης) και ο ανασχεδιασμός της φορολογικής κλίμακας φυσικών προσώπων από «λευκό χαρτί». Με τον εισαγωγικό φορολογικό συντελεστή να τίθεται στο 9%, από 22% σήμερα. Και αυτό γιατί, η κυβέρνηση Τσίπρα με το 4ο Μνημόνιο (άρθρο 10, ν. 4472/2017) μείωσε δραματικά το αφορολόγητο όριο κατά τουλάχιστον 3.000 ευρώ περίπου. Παράλληλα, ο ΦΠΑ μπορεί να μειωθεί ώστε, τουλάχιστον, η «βαριά μας βιομηχανία» (τουρισμός), τα εφόδια στην πρωτογενή παραγωγή και τα βασικά τιμολόγια των ΔΕΚΟ (ρεύμα, νερό) να υπαχθούν στον μειωμένο συντελεστή 11% και τα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες στον κανονικό συντελεστή ΦΠΑ 22% (αντί για 13% και 24% αντίστοιχα). Αυτές οι μειώσεις φόρων μπορεί να χρηματοδοτηθούν από το δημοσιονομικό περιθώριο των 2,1 δις ευρώ που δημιουργείται από τη μείωση του αφορολογήτου ορίου (Πίνακας ΙΑ-Παρεμβάσεις ΜΠΔΣ 2018-2021, Ν.4472/2017, σελ. 1086). Έτσι, αυτό το ποσό που «άρπαξε» από τους φορολογούμενους ο κ. Τσίπρας, με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών σε φόρο εισοδήματος και ΦΠΑ, θα ξαναγυρίσει, οριζόντια, στην κοινωνία παρέχοντας ελάφρυνση στα φτωχότερα νοικοκυριά, μειώνοντας τα κίνητρα για φοροδιαφυγή, αυξάνοντας τη φορολογική συμμόρφωση.

Η αλλαγή του μείγματος πολιτικής, με την ως άνω δραστική μείωση των φόρων ύψους 4 δις ευρώ ή 2,2% του ΑΕΠ, θα θέσει τέρμα στην υπερφορολόγηση, θα δώσει οξυγόνο στην οικονομία για να αναπτυχθεί και θα αποδείξει ότι υπάρχει άλλος δρόμος για να βγούμε από την κρίση.

Επιμέλεια: Στέλλα Κεμανετζή

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider