Ανώτερα κινήθηκαν οι ευρωπαϊκές μετοχές την Πέμπτη, καθώς οι επενδυτές αξιολόγησαν την τελευταία απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τα επιτόκια και την επισήμανση πως ο πληθωρισμός βρίσκεται σε καλό σημείο, ενώ η οικονομία να παραμένει ισχυρή παρά τις εξωτερικές πιέσεις.
Συγκεκριμένα, αμετάβλητα διατήρησε για δεύτερη συναπτή φορά τα επιτόκια η ΕΚΤ, όπως αναμενόταν ευρέως, επισημαίνοντας πως ο πληθωρισμός βρίσκεται σε καλό σημείο και η οικονομία παραμένει ισχυρή παρά τις εξωτερικές πιέσεις. Συνεπώς, τα επιτόκια της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης παραμένουν αμετάβλητα σε 2,00%, 2,15% και 2,40%.
Όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός παραμένει σε μεγάλο βαθμό κοντά στον στόχο του 2% και οι εκτιμήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τον πληθωρισμό παραμένουν σχετικά αμετάβλητες.
Συγκεκριμένα, ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 σημείωσε άνοδο 0,55% στις 555,33 μονάδες. Ο Eurostoxx 50 πρόσθεσε 0,49% στις 5.387 μονάδες.
Στη Γερμανία, ο DAX ενισχύθηκε 0,26% στις 23.693 μονάδες, ενώ ο γαλλικός CAC 40 σημείωσε άνοδο 0,8% στις 7.823 μονάδες. Στη Βρετανία, ο FTSE 100 κατέγραψε κέρδη 0,78% στις 9.297 μονάδες. Ο ιταλικός FTSE MIB κινήθηκε στο +0,89% και τις 42.432 μονάδες, ενώ ο ισπανικός IBEX 35 ισχυροποιήθηκε 0,59% στις 15.308 μονάδες.
Το ευρώ αυξήθηκε κατά 0,3% έναντι του δολαρίου, μετά την ανακοίνωση της ΕKT, μια απόφαση που αναμενόταν ευρέως από τους επενδυτές.
Στο ταμπλό, οι μετοχές των αυτοκινήτων αντέστρεψαν τις προηγούμενες απώλειες, κλείνοντας με 1,27% υψηλότερα, με επικεφαλής την Stellantis, η οποία ολοκλήρωσε τη συνεδρίαση με άνοδο 9,18%. Ο διευθύνων σύμβουλος Antonio Filosa δήλωσε στο Reuters ότι η εταιρεία θα επαναφέρει μοντέλα όπως το Jeep Cherokee και τα 8κύλινδρα φορτηγά RAM σε μία προσπάθεια να αναγεννήσει τις προβληματικές πωλήσεις.
Ως σοβαρή πηγή αβεβαιότητας για την ευρωπαϊκή οικονομία χαρακτήρισε τις γεωπολιτικές εντάσεις η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου μετά την ανακοίνωση των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής.
«Οι γεωπολιτικές εντάσεις, όπως ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας και η τραγική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή παραμένουν σοβαρές πηγές αβεβαιότητας», είπε η Λαγκάρντ προσθέτοντας στις απειλές για την ανάπτυξη τις εναπομείνασες εμπορικές εντάσεις. «Παρά το γεγονός ότι οι πρόσφατες εμπορικές συμφωνίες έχουν περιορίσει την αβεβαιότητα, μια ανανέωση της επιδείνωσης των εμπορικών σχέσεων θα μπορούσε να πλήξει τις εξαγωγές και να παρασύρει πτωτικά τις επενδύσεις και την κατανάλωση», είπε, επισημαίνοντας πως ο πλήρης αντίκτυπος των δασμών που επέβαλε η αμερικανική κυβέρνηση θα γίνει αισθητός με τον καιρό.
Η Λαγκάρντ υπενθύμισε ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε 0,7% στο α' εξάμηνο του έτους, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην ανθεκτικότητα της εσωτερικής ζήτησης. Το α' τρίμηνο ήταν πιο ισχυρό, ενώ το β' τρίμηνο ασθενέστερο, καθώς, ενόψει της επιβολής δασμών, το διεθνές εμπόριο ήταν εμπροσθοβαρές.
Η οικονομία αναμένεται, σύμφωνα με τις προβλέψεις, να αναπτυχθεί με ρυθμό 1,2% το 2025, ο οποίος έχει αναθεωρηθεί προς τα πάνω σε σχέση με το 0,9% που αναμενόταν τον Ιούνιο. Η προβολή για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2026 διαμορφώνεται τώρα σε ελαφρώς χαμηλότερο επίπεδο, σε 1,0%, ενώ η προβολή για το 2027 παραμένει αμετάβλητη σε 1,3%.
Στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) αυξήθηκε 0,4% τον Αύγουστο, μετά από αύξηση 0,2% τον Ιούλιο, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε την Πέμπτη το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, καθώς η δασμολογική πολιτική του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εντάθηκε. Σε ετήσια βάση, ο ΔΤΚ αυξήθηκε κατά 2,9%, η μεγαλύτερη αύξηση από τον Ιανουάριο, μετά από άνοδο 2,7% τον Ιούλιο. Οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε έρευνα του Dow Jones ανέμεναν αντίστοιχες μετρήσεις 0,3% και 2,9%.
Τα στοιχήματα της αγοράς για μείωση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα τον Σεπτέμβριο παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητα μετά την δημοσίευση, με το εργαλείο FedWatch της CME να υποδηλώνει πιθανότητα περίπου 90% για μείωση κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας και 10% για μεγαλύτερη μείωση κατά μισή μονάδα.