Οι παλινωδίες στη δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ, η αποδυνάμωση του δολαρίου και το διαφορετικό επιτοκιακό και δημοσιονομικό περιβάλλον είναι μερικοί από τους παράγοντες που αναμένεται να επηρεάσουν, με πολύ διαφορετικό τρόπο, τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή της η Allianz, το χάσμα των εταιρικών κερδών μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης είναι μικρότερο απ’ όσο φαίνεται. Από τη μία πλευρά, τα εταιρικά κέρδη για το α' τρίμηνο του 2025 επιβεβαίωσαν, ξανά τη διατλαντική απόκλιση. Στις ΗΠΑ τα συνολικά κέρδη ανά μετοχή (EPS) αυξήθηκαν κατά +14,6% σε ετήσια βάση, ενώ οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις σημείωσαν πιο συγκρατημένη άνοδο +5,5%. Από την άλλη, ωστόσο, αυτή η διαφορά οφείλεται κυρίως σε έναν περιορισμένο αριθμό κλάδων και εταιρειών. Σε 14 από τους 20 κλάδους, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παρουσίασαν υψηλότερη αύξηση κερδών από τους ανταγωνιστές τους στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Allianz, ο ευρωπαϊκός τομέας της αεροδιαστημικής και άμυνας ηγήθηκε της ανόδου, με εκτίναξη των EPS σχεδόν κατά 72% και αύξηση εσόδων 19% περίπου, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη αύξηση των αμυντικών δαπανών στην περιοχή εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων. Θετικά κινήθηκαν και οι μεταφορές (+78% στα κέρδη) και οι τηλεπικοινωνίες (+31%). Αυτά τα κέρδη όμως αντισταθμίζονται από τις έντονες μειώσεις σε βασικούς βιομηχανικούς κλάδους: οι αυτοκινητοβιομηχανίες κατέρρευσαν (-28%), η ενέργεια υποχώρησε (-25%) και τα μέταλλα επίσης κατέρρευσαν (-56%). Αυτές οι απώλειες αντικατοπτρίζουν την εύθραυστη ζήτηση και τη μείωση των τιμών σε πρώτες ύλες και βιομηχανικά προϊόντα.

Η εικόνα στις ΗΠΑ είναι πιο συνεκτική, αλλά παραμένει κατακερματισμένη. Οι μεταφορές (+63%) και το λιανικό εμπόριο διαρκών αγαθών (+38%) κινήθηκαν δυναμικά, στηριζόμενα στην ανθεκτικότητα των καταναλωτικών δαπανών. Οι ημιαγωγοί σημείωσαν αύξηση κερδών κατά 29%. Ωστόσο, τα κυκλικά βιομηχανικά είδη εκπέμπουν προειδοποιητικά σήματα: ο μηχανολογικός εξοπλισμός (-14%), τα δομικά υλικά (-7%) και τα χημικά (-9%) παρουσίασαν πτώση κερδών.
Παράλληλα, οι επενδύσεις παραμένουν υποτονικές. Παρότι οι συνθήκες χρηματοδότησης έχουν βελτιωθεί, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη μείωση επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 200 μονάδες βάσης, η πιστωτική επέκταση στην Ευρώπη παραμένει χλιαρή. Στις ΗΠΑ, παρότι οι επιχειρήσεις διαθέτουν καλύτερη κεφαλαιακή βάση, προτιμούν τη διανομή μετρητών μέσω μερισμάτων και επαναγορών μετοχών αντί για επενδύσεις. Φέτος αναμένεται να πραγματοποιηθούν επαναγορές μετοχών άνω του 1 τρισ. δολαρίων, με επαναγορές 234 δισ. δολαρίων να έχουν ήδη ανακοινωθεί στο πρώτο τρίμηνο του 2025.
Αυτό αντικατοπτρίζει όχι μόνο την πολιτική αβεβαιότητα και τις γεωπολιτικές ανησυχίες, αλλά και έναν συνειδητό υπολογισμό από τις επιχειρήσεις. Με άλλα λόγια, προτιμούν να επιστρέψουν τα μετρητά στους μετόχους παρά να τα επενδύσουν σε ένα αβέβαιο μέλλον.
Αποδυνάμωση δολαρίου
Το δολάριο έχει αποδυναμωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, με μικτές επιπτώσεις στα εταιρικά έσοδα ανά περιοχή. Για τις πολυεθνικές εταιρείες που εδρεύουν στις ΗΠΑ, το ασθενέστερο δολάριο λειτουργεί γενικά υποστηρικτικά για τα κέρδη, καθώς τα έσοδα από το εξωτερικό μετατρέπονται σε υψηλότερα ποσά σε δολάρια κατά την ενοποίηση, ενώ οι εξαγωγές γίνονται πιο ανταγωνιστικές σε επίπεδο τιμών διεθνώς.
Αντιθέτως, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ιδίως εκείνες με σημαντική έκθεση στην αγορά των ΗΠΑ, αντιμετωπίζουν αρνητικές επιπτώσεις από τη συναλλαγματική ισοτιμία. Τα έσοδά τους σε δολάρια μετατρέπονται πλέον σε λιγότερα ευρώ, επηρεάζοντας αρνητικά τα ανακοινωμένα κέρδη τους. Επιπλέον, ένα ισχυρότερο ευρώ μπορεί να διαβρώσει την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα των ευρωπαίων εξαγωγέων. Εφόσον το δολάριο παραμείνει υπό πίεση, αυτή η απόκλιση αναμένεται να συνεχιστεί, δημιουργώντας σχετικό πλεονέκτημα για τις αμερικανικές επιχειρήσεις, ενώ οι ευρωπαϊκές θα συνεχίσουν να πιέζονται σε επίπεδο περιθωρίων κέρδους.
- Διαβάστε επίσης - Bank of America: Τι να προσέξουν οι επενδυτές στα αποτελέσματα β’ τριμήνου των ΗΠΑ
Δασμοί και αποθέματα
Τα δεδομένα για τα αποθέματα δείχνουν επίσης δύο διαφορετικές ιστορίες. Μετά τις αρχικές ανακοινώσεις των ΗΠΑ για τους δασμούς, το «προληπτικό στοκάρισμα» και η δημιουργία αποθεμάτων προβλήθηκαν ως εργαλεία ανθεκτικότητας απέναντι σε ένα ρευστό περιβάλλον. Όμως η ανάλυση των δεδομένων αποκαλύπτει μια σαφή απόκλιση στρατηγικής μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης.
Στις ΗΠΑ, οι επιχειρήσεις μείωσαν επιθετικά τα αποθέματά τους. Σε τομείς όπως η ένδυση και τα φαρμακευτικά προϊόντα, οι εταιρείες έσπευσαν να προβούν σε προαγορές ενόψει των απειλών για επιβολή δασμών, ωστόσο τα επίπεδα αποθεμάτων παρέμειναν σταθερά. Αντί να αποθηκεύσουν τα προϊόντα, οι αμερικανικές εταιρείες τα προώθησαν άμεσα σε καταναλωτές και διανομείς. Οι φαρμακευτικές εισαγωγές μόνο τον Μάρτιο 2025 εκτοξεύτηκαν στα 50 δισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 44% του συνόλου των εισαγωγών του 2024, με τα περισσότερα από αυτά να καταλήγουν σε νοσοκομεία και φαρμακεία, και όχι σε αποθήκες εταιρειών. Το αφήγημα γύρω από τα αποθέματα στις ΗΠΑ είναι επομένως ένα αφήγημα ευελιξίας, όχι συσσώρευσης, και αυτή η πειθαρχία έχει απελευθερώσει κεφάλαια, επιτρέποντας στις εταιρείες να επιδείξουν ισχυρή κερδοφορία.
Η εικόνα στην Ευρώπη είναι διαφορετική. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ουσιαστικά «αποθηκεύουν τον κίνδυνο» καθώς η υποτονική ζήτηση και οι αδύναμες παραγγελίες αφήνουν γεμάτες τις αποθήκες. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι στρατηγικές προαγοράς αποθεμάτων λόγω των φόβων για τους δασμούς ενδέχεται να μετατραπούν σε μεγάλο βάρος, σε περίπτωση που η ζήτηση εξασθενήσει.