Wall Street: Το 2023 ήταν χρονιά που έστειλε «κουβά» όσους πίστευαν ότι έρχονται «αρκούδες» στις μετοχές

Newsroom
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Wall Street: Το 2023 ήταν χρονιά που έστειλε «κουβά» όσους πίστευαν ότι έρχονται «αρκούδες» στις μετοχές
Πώς ήρθαν τα πάνω - κάτω, από μια ύφεση που σχεδόν όλοι την ανέμεναν, αλλά δεν ήρθε ποτέ.

Σε όλη τη Wall Street, στα γραφεία των traders μετοχών και ομολόγων, σε μεγάλες εταιρείες... παντού, η διάθεση ήταν ζοφερή. Ήταν το τέλος του 2022 και όλοι, φαινόταν ότι σχεδίαζαν το παιχνίδι για την ύφεση που ήταν πεπεισμένοι ότι ερχόταν.

Στη Morgan Stanley, ο Μάικ Γουίλσον, ο σχεδιαστής στρατηγικής για «bearish» τοπίο στις μετοχές, που θα γινόταν γρήγορα ο αγαπημένος της αγοράς, προέβλεψε ότι ο δείκτης S&P 500 επρόκειτο να πέσει. Λίγα τετράγωνα πιο πέρα στην Bank of America, η Μέγκαν Σουίμπερ και οι συνάδελφοί της, έλεγαν στους πελάτες να προετοιμαστούν για μια βουτιά στις αποδόσεις των ομολόγων του Δημοσίου. Και στην Goldman Sachs, οι αναλυτές, συμπεριλαμβανομένου του Kamakshya Trivedi, μιλούσαν για τα κινεζικά περιουσιακά στοιχεία, καθώς η οικονομία εκεί τελικά επανέκαμψε από τα lockdown για τον Covid.

Συνδυασμένες, αυτές οι τρεις προσεγγίσεις – πώληση αμερικανικών μετοχών, αγορά ομολόγων, αγορά κινεζικών μετοχών – σχημάτισαν την κυρίαρχη άποψη στη Wall Street, στην οποία συναίνεσε η πλειοψηφία των επενδυτών.

Όμως για άλλη μια φορά, η συναίνεση αποδείχθηκε λανθασμένη. Ό,τι επρόκειτο να ανέβει, κατέβηκε και ό,τι έπρεπε να κατέβει, ανέβηκε. Ο S&P 500 σκαρφάλωσε περισσότερο από 20% και ο Nasdaq 100 εκτινάχθηκε πάνω από 50%, το μεγαλύτερο ετήσιο κέρδος από την εποχή της έκρηξης των εταιρειών dot-com.

Η ανατροπή που έλαβε τόπο, είναι σε μεγάλο βαθμό μια απόδειξη του τρόπου με τον οποίο οι οικονομικές δυνάμεις που απελευθερώθηκαν στην πανδημία -πρωτίστως η αυξανόμενη καταναλωτική ζήτηση, που τροφοδότησε τόσο την ανάπτυξη όσο και τον πληθωρισμό- εξακολουθούν να μπερδεύουν τους καλύτερους και λαμπρότερους στα οικονομικά και κατ' επέκταση τους κύκλους χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον και στο εξωτερικό.

Όμως αυτή η εξέλιξη φέρνει την πλευρά των πωλήσεων - δηλαδή τους αναλυτές υψηλού προφίλ στη Wall Street - σε μια πολύ άβολη θέση, έναντι των επενδυτών απ' όλον τον κόσμο που πληρώνουν για τις απόψεις και τις συμβουλές τους.

«Ποτέ δεν είδα τη συναίνεση τόσο λανθασμένη όσο ήταν το 2023», δήλωσε ο Άντριου Πις, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής στη Russell Investments, η οποία εποπτεύει περίπου 290 δισ. δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία. «Όταν κοιτάζω την πλευρά των πωλητών, βλέπω ότι κάηκαν όλοι».

Το ράλι του S&P 500 μετά τις πτωτικές προβλέψεις

Οι διαχειριστές κεφαλαίων σε εταιρείες όπως η Russell Investments είχαν καλές επιδόσεις φέτος, δημιουργώντας αποδόσεις σε μετοχές και ομόλογα που είναι ελαφρώς υψηλότερες- κατά μέσο όρο- από τα κέρδη στους δείκτες αναφοράς. Αλλά ο Πις, επί του πρακτέου, δεν τα πήγε πολύ καλά με τις προβλέψεις του από την πλευρά των πωλήσεων. Η ρίζα του λάθους του ήταν η ίδια με τους υπόλοιπους: Μια ενοχλητική αίσθηση ότι οι ΗΠΑ - και μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου - επρόκειτο να βυθιστούν σε ύφεση.

Βέβαια, αυτές οι προβλέψεις είχαν μια λογική: Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) βρισκόταν στη μέση της πιο επιθετικής καμπάνιας αύξησης των επιτοκίων των τελευταίων δεκαετιών και οι δαπάνες των καταναλωτών και των εταιρειών φαινόταν βέβαιο ότι θα μειωνόντουσαν.

Ωστόσο, μέχρι στιγμής υπάρχουν ελάχιστα σημάδια ότι δείχνουν ότι μπορεί να συμβεί αυτό. Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη επιταχύνθηκε φέτος καθώς ο πληθωρισμός υποχώρησε. Αν μάλιστα ρίξουμε στο «μείγμα» μερικές καινοτομίες απ' τον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης - το καυτό νέο πράγμα στον κόσμο της τεχνολογίας - τότε έχουμε το τέλειο «κοκτέιλ» για μια ανοδική αγορά μετοχών.

Η χρονιά ξεκίνησε με μια «έκρηξη». Ο S&P 500 σημείωσε άλμα 6% μόνο τον Ιανουάριο. Στα μέσα του έτους, ανέβηκε κατά 16% και στη συνέχεια, όταν η επιβράδυνση του πληθωρισμού πυροδότησε τις αχαλίνωτες εικασίες ότι η Fed θα άρχιζε σύντομα να αντιστρέφει τις αυξήσεις των επιτοκίων της, το ράλι επιταχύνθηκε εκ νέου τον Νοέμβριο, ωθώντας τον S&P 500 σε απόσταση αναπνοής από ένα υψηλό ρεκόρ.

Παρ' όλα αυτά, ο Γουίλσον, ο επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής μετοχών της Morgan Stanley, δεν συγκινήθηκε. Είχε προβλέψει σωστά την καταστροφή στο χρηματιστήριο του 2022, κάτι που λίγοι άλλοι είδαν να έρχεται – μια πρόβλεψη που τον βοήθησε να γίνει ο κορυφαίος στρατηγικός αναλυτής χαρτοφυλακίου για δύο συνεχόμενα χρόνια στις έρευνες θεσμικών επενδυτών – και συνέχισε να εμμένει σε αυτή την απαισιόδοξη άποψη. Στις αρχές του 2023, ανέφερε, οι μετοχές θα έπεφταν τόσο απότομα που, ακόμη και με μια ανάκαμψη στο δεύτερο ημίχρονο, θα κατέληγαν ουσιαστικά αμετάβλητες.

Ξαφνικά αρκετοί συμμερίστηκαν τις απόψεις του. Το ξεπούλημα του περασμένου έτους, που πυροδοτήθηκε από τις αυξήσεις των επιτοκίων, τρόμαξε τους αναλυτές. Στις αρχές του ίδιου Δεκεμβρίου, προέβλεπαν ότι οι τιμές των μετοχών θα έπεφταν ξανά το επόμενο έτος, σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση των ερωτηθέντων από το Bloomberg. Αυτό το είδος συναίνεσης για πτώση των τιμών δεν είχε παρατηρηθεί εδώ και τουλάχιστον 23 χρόνια. Ακόμη και ο Μάρκο Κολάνοβιτς, ο αναλυτής της JPMorgan Chase, που είχε επιμείνει κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2022 ότι οι μετοχές βρίσκονταν στο κατώφλι της ανάκαμψης, είχε συνθηκολογήσει. Αυτό το... θλιβερό συναίσθημα επεκτάθηκε και στο επόμενο έτος, με τη μέση πρόβλεψη για τον S&P 500 να ήθελε σχεδόν μηδενικά κέρδη.

Ήταν ωστόσο ο Γουίλσον, που έγινε το «πρόσωπο» μιας αγοράς «αρκούδων», πεπεισμένος ότι μια κατάρρευση των εταιρικών κερδών τύπου 2008 ήταν στον ορίζοντα. Και ενώ οι παράγοντες της αγοράς στοιχημάτιζαν ότι η μείωση του πληθωρισμού θα λειτουργούσε θετικά για τις μετοχές, ο Γουίλσον προειδοποίησε για το αντίθετο - Θεώρησε ότι ότι θα διαβρώσει τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών, καθώς η οικονομία επιβραδύνθηκε.

Τον Ιανουάριο, είχε αναφέρει ότι ακόμη και η πεσιμιστική συναίνεση της Wall Street ήταν πολύ αισιόδοξη και προέβλεψε ότι ο S&P θα μπορούσε να υποχωρήσει περισσότερο από 20% προτού επιτέλους επανακάμψει. Ένα μήνα αργότερα, προειδοποίησε τους πελάτες του ότι η δυναμική κινδύνου-ανταμοιβής της αγοράς «είναι τόσο φτωχή, όσο ήταν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια αυτής της bear market». Και τον Μάιο, με τον S&P να αυξάνεται σχεδόν κατά 10% σε ετήσια βάση, προέτρεψε τους επενδυτές να μην εξαπατηθούν: «Αυτό κάνουν οι bear markets: Έχουν σχεδιαστεί για να σας κοροϊδεύουν, να σας μπερδεύουν, να σας κάνουν να κάνετε πράγματα που δεν θέλετε να κάνετε».

Το Bloomberg προσέγγισε τον Γουίλσον, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε να μιλήσει.

Τα ομόλογα

Παρόμοια αποφασιστικότητα είχε επικρατήσει μεταξύ των ειδικών περί των ομολόγων. Οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν το 2022, καθώς η Fed έβαλε τέλος στην πολιτική σχεδόν μηδενικών επιτοκίων, αυξάνοντας το κόστος των καταναλωτικών και επιχειρηματικών δανείων. Όλα συνέβαιναν τόσο γρήγορα και οι σκέψεις εστίασαν στο ότι κάτι έμελλε να συμβεί στην οικονομία, οδηγώντας την σε ύφεση. Και όταν θα συνέβαινε, τα ομόλογα θα ανέβαιναν καθώς οι επενδυτές θα επέσπευδαν σε ασφαλή περιουσιακά στοιχεία και η Fed θα διενεργούσε τη «διάσωση», ανοίγοντας ξανά το νομισματικό κύκλωμα.

Έτσι, η Σουίμπερ και οι συνάδελφοί της στην ομάδα στρατηγικής της BofA - όπως η συντριπτική πλειοψηφία των προγνωστικών - προέβλεψε σταθερά κέρδη για τους επενδυτές ομολόγων, που μόλις είχαν υποστεί τη χειρότερη ετήσια ζημία τους εδώ και δεκαετίες. Μάλιστα, η τράπεζα ήταν μεταξύ μιας μικρής ομάδας εταιρειών που ζητούσαν να πέσει η απόδοση του 10ετούς ομολόγου αναφοράς στο 3,25% μέχρι το τέλος του 2023.

Για μια στιγμή μάλιστα, φαινόταν ότι αυτό επρόκειτο να συμβεί. Κάτι πράγματι «έσπασε»: Η Silicon Valley Bank και μερικά άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατέρρευσαν τον Μάρτιο, αφού υπέστησαν τεράστιες απώλειες σε επενδύσεις σταθερού εισοδήματος - συνέπεια των αυξήσεων των επιτοκίων της Fed - και οι επενδυτές προετοιμάζονται για μια κλιμακούμενη κρίση που θα προκαλούσε τεράστιους κλυδωνισμούς στην οικονομία. Οι μετοχές υποχώρησαν και τα ομόλογα σημείωσαν άνοδο, οδηγώντας την απόδοση του 10ετούς στον στόχο της BofA. «Η σκέψη ήταν ότι αυτός θα ήταν ένας ούριος άνεμος», ανέφερε η Σουίμπερ.

Όμως ο πανικός δεν κράτησε πολύ. Η Fed κατάφερε να συγκρατήσει γρήγορα την κρίση και οι αποδόσεις συνέχισαν τη σταθερή τους άνοδο το καλοκαίρι και τις αρχές του φθινοπώρου, καθώς η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνθηκε εκ νέου. Η ανάκαμψη των ομολόγων στα τέλη του έτους ώθησε την απόδοση του 10ετούς ομολόγου στο 3,8%, ακριβώς στο ίδιο επίπεδο που ήταν πριν από ένα χρόνο.

Η Σουίμπερ χαρακτήρισε τη χρονιά «ταπεινή», όχι μόνο για εκείνη αλλά και «για τους συναδέρφους της σε όλο τον κόσμο».

Ταυτόχρονα, η Wall Street λάμβανε και άλλα μηνύματα από τις αγορές του εξωτερικού.

Οι κινεζικές μετοχές κατέγραψαν κέρδη τους δύο τελευταίους μήνες του 2022, καθώς η κυβέρνηση τερμάτισε τους αυστηρούς ελέγχους της πανδημίας του Covid. Με την απελευθέρωση της οικονομίας της, οι στρατηγικοί αναλυτές της Goldman, της JPMorgan και αλλού προέβλεπαν ότι η Κίνα θα βοηθούσε στην προώθηση της ανάκαμψης, σε μετοχές αναδυόμενων αγορών.

Ο Trivedi της Goldman, ο επικεφαλής της στρατηγικής για τις αναδυόμενες αγορές στο Λονδίνο, παραδέχεται ότι τα πράγματα δεν πήγαν όπως αναμενόταν. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου έχει χάσει τον βηματισμό της, καθώς η κρίση των ακινήτων βαθαίνει και οι φόβοι για αποπληθωρισμό αυξάνονται. Και αντί να συσσωρεύονται, οι επενδυτές αποχώρησαν, με αποτέλεσμα οι κινεζικές μετοχές να πέφτουν και να παρασύρουν τις αποδόσεις των δεικτών των αναδυόμενων αγορών.

«Η ώθηση από την «επαναλειτουργία» της Κίνας έσβησε πολύ γρήγορα», ανέφερε ο Trivedi. «Το καθαρό θετικό αποτέλεσμα από την επαναλειτουργία ήταν μικρότερο απ' το αναμενόμενο και δεν είδαμε την ίδια ανάκαμψη της ανάπτυξης, που είχαμε σε άλλα μέρη του κόσμου».

Την ίδια ώρα, η αμερικανική αγορά μετοχών συνέχισε να αψηφά τους αρνητές.

Μέχρι τον Ιούλιο, ο Γουίλσον της Morgan Stanley αναγνώρισε ότι είχε παραμείνει απαισιόδοξος για πάρα πολύ καιρό, λέγοντας ότι «κάναμε λάθος» που δεν καταλάβαμε ότι οι αποτιμήσεις των μετοχών θα ανέβαιναν, καθώς ο πληθωρισμός υποχωρούσε και οι εταιρείες μείωσαν το κόστος. Ακόμα κι έτσι, παρέμενε απαισιόδοξος για τα εταιρικά κέρδη και αργότερα δήλωσε ότι ένα ράλι μετοχών το τέταρτο τρίμηνο ήταν απίθανο.

Όμως, όταν η Fed διατήρησε τα επιτόκια σταθερά για δεύτερη συνεχόμενη συνεδρίαση την 1η Νοεμβρίου, προκάλεσε ένα έξαλλο ράλι, τόσο στις μετοχές, όσο και στα ομόλογα. Ήταν μια εξέλιξη που ώθησε τους παράγοντες της αγοράς να θεωρήσουν ότι η πολιτική σύσφιξης είχε λήξει, με πολλούς να αναμένουν μειώσεις των επιτοκίων από το νέο έτος.

Βέβαια, οι αγορές έκαναν επανειλημμένα λάθος προβλέψεις, αναμένοντας μια τέτοια απότομη αλλαγή τα τελευταία δύο χρόνια, και θα μπορούσαν να το κάνουν ξανά.

Για κάποιους από την πλευρά των πωλήσεων της Wall Street, υπάρχουν αμφιβολίες. Στην TD Securities, ο Gennadiy Goldberg, τώρα επικεφαλής στρατηγικής για τα επιτόκια των ΗΠΑ, ανέφερε ότι αυτός και οι συνάδελφοί του «έκαναν μια ενδοσκόπηση» καθώς η χρονιά έκλεισε. Η TD ήταν μεταξύ των εταιρειών που προέβλεπαν σταθερά κέρδη ομολόγων το 2023. «Είναι σημαντικό να μαθαίνεις από αυτό που έκανες λάθος», δήλωσε.

Και τι έμαθε; Ότι η οικονομία είναι πολύ ισχυρότερη και σε πολύ καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσει τα υψηλότερα επιτόκια, από ό,τι πίστευε.

Παρ' όλα αυτά, παραμένει πεπεισμένος ότι πλησιάζει μια ύφεση. Θα χτυπήσει το 2024, σύμφωνα με τις προβλέψεις του, και όταν συμβεί, τα ομόλογα θα αυξηθούν.

.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Σταθερός ο πληθωρισμός στην Ισπανία - Μια πρώτη «γεύση» από Ευρωζώνη για τον μήνα Δεκέμβριο

Google: Εξωδικαστικός συμβιβασμός για αγωγή 5 δισ. δολαρίων περί παραβίασης ιδιωτικότητας

DW: Το λάδι λιγοστεύει και ακριβαίνει - Οι φόβοι για τους «πειρατές του υγρού χρυσού»

gazzetta
gazzetta reader insider insider