Μάρκες πολυτελείας και μεταπώληση ενώνουν δυνάμεις για την Κυκλική Οικονομία

Πένη Χαλάτση
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Μάρκες πολυτελείας και μεταπώληση ενώνουν δυνάμεις για την Κυκλική Οικονομία
Το C2C, οι νέες ψηφιακές πλατφόρμες μεταπώλησης και οι μάρκες πολυτελείας ενώνουν δυνάμεις για να αναποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση για βιώσιμα προϊόντα.

Οι οίκοι Cartier, Valentino και Gucci πωλούν προϊόντα από δεύτερο χέρι και vintage κομμάτια και απευθύνονται σε ένα κοινό το οποίο δεν αναζητά απαραίτητα χαμηλότερες τιμές αλλά εκτιμά την αξία του «παλιού» και έχει συνηθίσει να αγοράζει online. Δίπλα στα προϊόντα πολυτελείας, μια άλλη αγορά μεταχειρισμένων, πιο mainstream και πιο οικονομικών προϊόντων, τα οποία απευθύνονται στο ευρύ κοινό και στις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες αναπτύσσεται για να εξυπηρετήσει ένα διαφορετικό κοινό.

Κοινή συνισταμένη των διαφορετικών αυτών αγορών είναι ότι μέρος των κοινών-στόχων τους παρουσιάζει αυξημένα επίπεδα περιβαλλοντικής συνείδησης και υποστηρίζει την αρχή ότι η ζωής ενός προϊόντος πρέπει να παρατείνεται όσο το δυνατόν περισσότερο.

Στον κλάδο της ένδυσης για παράδειγμα, καθώς οι καταναλωτές ανησυχούν όλο και περισσότερο για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής, της μεταφοράς και των απορριμμάτων των ρούχων (εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, κατανάλωση νερού, χωματερές), πολλοί αυξάνουν την κατανάλωση προϊόντων από δεύτερο χέρι, κάτι που επιβεβαιώνεται και από σχετική μελέτη της BCG στην οποία το 70% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι στράφηκε στα μεταχειρισμένα επειδή πιστεύει ότι είναι μια πιο βιώσιμη επιλογή.

Πρόκειται για το σημείο συνάντησης της Κυκλικής Οικονομίας, του ESG και της ατομικής ευθύνης, στοιχεία τα οποία έχουν ανοίξει νέους δρόμους στο εμπόριο και επιχειρηματικές ευκαιρίες μέσω καινοτόμων πλατφόρμων όπου μεταξύ άλλων ανθεί και το C2C (Consumer to Consumer).

H συνεργατική κατανάλωση κερδίζει έδαφος παγκοσμίως και ένας αυξανόμενος αριθμός καταναλωτών αναθεωρεί την έννοια της ιδιοκτησίας: αντί να κατέχουν, οι καταναλωτές είναι πρόθυμοι να νοικιάσουν, να δανείσουν, να ανταλλάξουν και να μοιραστούν προϊόντα. Η συγκεκριμένη αγορά βρίσκεται στα «σπάργανα» αλλά αναπτύσσεται με πολύ ταχείς ρυθμούς. Το 2020, στις ΗΠΑ, 33 εκατομμύρια άνθρωποι αγόρασαν μεταχειρισμένα ρούχα για πρώτη φορά και η παγκόσμια αγορά μεταχειρισμένων εκτιμάται ότι θα αυξάνεται κατά 15-20% ετησίως τα επόμενα πέντε χρόνια.

Οι καταναλωτές δίνουν προτεραιότητα στη βιωσιμότητα, οι λιανοπωλητές αρχίζουν να αγκαλιάζουν τη μεταπώληση και πλέον βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια ενός ριζικού μετασχηματισμού στο λιανικό εμπόριο.

Η έκρηξη των αγορών μεταπώλησης

Η άνθηση της αγοράς μεταχειρισμένων βασίζεται πρωτίστως στις πλατφόρμες μεταπώλησης. Αυτές οι αγορές ψηφιακής μεταπώλησης, όπως η Depop, η Vinted, η Vestiaire Collective, η ThredUP ή η RealReal, συνδέουν τους καταναλωτές χωρίς μεσάζοντα, και ως εκ τούτου αναφέρονται στο «μοντέλο C2C (καταναλωτής σε καταναλωτή). Στις ΗΠΑ, η αγορά αυτή αναμένεται να «σκαρφαλώσει» από τα 15 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021 στα 47 δισεκατομμύρια δολάρια το 2025, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ThredUP.

Πρόσφορο έδαφος για καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα

Καθώς η τάση των μεταχειρισμένων γίνεται πιο mainstream, τα παραδοσιακά εμπορικά σήματα προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες. Είτε πρόκειται για δωρεές ρούχων, καταστήματα λιανικής ή ψηφιακές πλατφόρμες μεταπώλησης, τα νέα επιχειρηματικά μοντέλα αναδύονται για να ανταποκριθούν στη ζήτηση για πιο βιώσιμα προϊόντα.

Όλο και περισσότερες επωνυμίες δημιουργούν νέες ιδέες για να συμπεριλάβουν εναλλακτικές προσφορές από δεύτερο χέρι πέρα από την παραδοσιακή πώληση. Όπως αναφέρει η έρευνα της ThredUP, το 60% των λιανοπωλητών μόδας έχουν προσφέρει ή είναι ανοιχτά να προσφέρουν μεταχειρισμένα στους πελάτες τους. Η Levi's ανέπτυξε τη δική της ιστοσελίδα μεταχειρισμένων "Seconhand Levi", η Aigle ανέπτυξε την ιστοσελίδα μεταπώλησής της "Second Souffle", η Decathlon την "Seconde Vie" ενώ και η Nike δημιούργησε μια νέα υπηρεσία αφιερωμένη στα μεταχειρισμένα.

Πρόκειται για μία ραγδαία αναπτυσσόμενη και επικερδή αγορά. Οι επιχειρήσεις του κλάδου της μεταπώλησης έχουν συγκεντρώσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε μόλις μια δεκαετία: η Vestiaire Collective συγκέντρωσε 240 εκατομμύρια, η RealReal 357 εκατομμύρια, η Vinted 260 εκατομμύρια, η Depop 105 εκατομμύρια και η ThredUP 305 εκατομμύρια.

Σε ρυθμούς κυκλικής οικονομίας και τα είδη πολυτελείας

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ομίλου IMARC «Ευρωπαϊκή αγορά μεταχειρισμένων ειδών πολυτελείας: Τάσεις βιομηχανίας, μερίδιο, μέγεθος, ανάπτυξη, ευκαιρίες και προβλέψεις για το 2021-2026», η ευρωπαϊκή αγορά μεταχειρισμένων ειδών πολυτελείας αυξήθηκε κατά περίπου 6% (σύνθετος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης CARG) κατά την περίοδο 2015-2020 ενώ αναμένεται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με μέτριο ρυθμό κατά τα επόμενα πέντε χρόνια.

Στην Ευρώπη, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των καταναλωτών προσφέρει πρόσβαση σε προϊόντα ειδών πολυτελείας (ειδικά όσον αφορά στη μόδα) τα οποία παλαιότερα θεωρούνταν απρόσιτα. Η εμφάνιση μεταχειρισμένων προϊόντων πολυτελείας σε διαδικτυακές πλατφόρμες, μαζί με το μειωμένο αποτύπωμα της χρήσης μεταχειρισμένων ειδών πολυτελείας, έχουν αυξήσει περαιτέρω την ανάπτυξη της αγοράς σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αρκετοί διαδικτυακοί ιστότοποι μεταπώλησης συνάπτουν στρατηγικές συμμαχίες με διάφορες μάρκες πολυτελείας για την εμπορία μεταχειρισμένων προϊόντων πολυτελείας.

Για το 2021, η αγορά μεταχειρισμένων πολυτελών προϊόντων, η οποία περιλαμβάνει πράγματα όπως τσάντες, ρούχα, κοσμήματα και ρολόγια, είχε εκτιμηθεί ότι θα προσέγγιζε τα 33 δισεκατομμύρια ευρώ (37,2 δισεκατομμύρια δολάρια), σύμφωνα με υπολογισμούς της συμβουλευτικής εταιρείας Bain & Company. Πρόκειται για αύξηση 65% από το 2017. Την ίδια περίοδο, η αγορά πολυτελών ειδών «από πρώτο χέρι αυξήθηκε μόνο κατά 12%».

Το ζήτημα της αυθεντικότητας

Όπως συμβαίνει και με τις αγορές «από πρώτο χέρι», όταν πρόκειται για είδη πολυτελείας, η αυθεντικότητα αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό ζήτημα που απασχολεί το online κοινό που αγοράζει «από δεύτερο χέρι». Για να διευκολύνουν το κοινό τους, οι νόμιμες επιχειρήσεις μεταχειρισμένων προσφέρουν εγγυήσεις γνησιότητας, ενώ κάποιες όπως η RealReal προωθούν την έννοια των πιστοποιημένων προϊόντων.

Η RealReal ιδρύθηκε το 2011, και πουλά ρούχα υψηλής ποιότητας, κοσμήματα, έργα τέχνης και διακόσμησης, πιστοποιημένα από μια εσωτερική ομάδα της επιχείρησης. Στα μέσα του 2019 η εταιρεία εισήλθε στο χρηματιστήριο και συγκέντρωσε 300 εκατομμύρια δολάρια (265 εκατομμύρια ευρώ), κάτι που καταδεικνύει το ενδιαφέρον των επενδυτών για τον κλάδο. Σήμερα, η εταιρεία αυτοαποκαλείται: «Η μεγαλύτερη διαδικτυακή αγορά στον κόσμο για ελεγμένα, μεταπωλούμενα πολυτελή είδη», με 24 εκατομμύρια χρήστες.

Ενδεικτικό του μετασχηματισμού που συντελείται στην αγορά είναι ότι ο κλάδος μεταπώλησης αναμένεται να αναπτυχθεί 11 φορές ταχύτερα από τον ευρύτερο κλάδο λιανικής ένδυσης κατά την περίοδο έως το 2025, σύμφωνα με την GlobalData, λόγω της αυξανόμενης συνειδητοποίησης της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης που προκαλεί η βιομηχανία της μόδας.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Salty Bag: Η πρωτοπορία του Sustainable Fashion στην Ελλάδα - Όταν οι ιστορίες της θάλασσας χωρούν μέσα σε μία... τσάντα

Η βιομηχανία της μόδας και των καλλυντικών αναζητούν «χαραμάδες βιωσιμότητας»

Mελέτη Alpha Bank: Πού βρίσκεται σήμερα η κυκλική οικονομία στην Ελλάδα και οι εφαρμογές της

gazzetta
gazzetta reader insider insider