Οι αξιωματούχοι της Τράπεζας της Αγγλίας αύξησαν σήμερα τα επιτόκια για πρώτη φορά σε μια δεκαετία, εκφράζοντας, ωστόσο, την ανησυχία τους για την οικονομία της χώρας μετά το Brexit καθώς άφησαν να εννοηθεί ότι δεν θα ακολουθήσει σύντομα κι άλλη αύξησή τους.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής υπό τον διοικητή Μαρκ Κάρνεϋ τάχθηκε με ψήφους 7 προς 2 υπέρ της αύξησης του βασικού επιτοκίου στο 0,5% από το 0,25%. Τα πρακτικά της συνεδρίασης αποτυπώνουν τις ανησυχίες των αξιωματούχων ότι η οικονομία είναι εύθραυστη καθώς πλησιάζει το διαζύγιο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2019.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αξιωματούχοι παρέλειψαν κάποιες αναφορές που έκαναν σε προηγούμενες ανακοινώσεις τους όπου δήλωναν ότι ίσως χρειαστούν περαιτέρω αυξήσεις σε σχέση με ό,τι αναμένουν οι αγορές.
Η στερλίνα υποχώρησε σχεδόν 1% έναντι του αμερικανικού νομίσματος έως το 1,3096 δολάριο μετά την ανακοίνωση της αύξησης.
Παράλληλα, η τράπεζα διατήρησε αμετάβλητες τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό και αναμένει οι τιμές να αυξηθούν κατά 2,2% σε τρία χρόνια, οριακά υψηλότερα από το στόχο του 2%. Οι εκτιμήσεις βασίζονται στις προβλέψεις της αγοράς ότι το βασικό επιτόκιο θα φθάσει το 1% την περίοδο αυτή.
Η Τράπεζα της Αγγλίας διατήρησε, επίσης, αμετάβλητα τα προγράμματα ομολόγων και επανέλαβε ότι οι όποιες μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων θα είναι περιορισμένες και σταδιακές.
Κάρνεϊ: Θα επαναξιολήγησουμε τις οικονομικές προβλέψεις
Η Τράπεζα της Αγγλίας θα επαναξιολογήσει τις οικονομικές της προβλέψεις όταν θα καταστεί περισσότερο σαφές το είδος και η μετάβαση προς τη νέα σχέση της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το Brexit, δήλωσε σήμερα ο διοικητής της Μαρκ Κάρνεϊ.
Τα σχόλια του Κάρνεϊ έγιναν αφού η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια για πρώτη φορά εδώ και περισσότερο από 10 χρόνια, αλλά είπε ότι αναμένει μόνο «πολύ σταδιακές» μελλοντικές αυξήσεις τα επόμενα τρία χρόνια.
«Ο αντίκτυπος του Brexit στις προβλέψεις θα εξελιχθεί όσο προχωρούν οι διαπραγματεύσεις», δήλωσε ο Κάρνεϊ. «Ειδικότερα, η όποια διευθέτηση της αβεβαιότητας για τη φύση και τη μετάβαση προς τη μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ, στο βαθμό που επηρεάζει τη συμπεριφορά των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των παραγόντων της χρηματοπιστωτικής αγοράς, θα οδηγήσει σε επανεκτίμηση της οικονομικής προοπτικής».