Στις 20 Ιουλίου το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ συνεδρίασε για το πρόγραμμα της Ελλάδος και αμέσως μετά τη συνεδρίαση αυτή η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ έκανε μια δήλωση με την οποία μεταξύ άλλων κάλεσε τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές να κάνουν επιπλέον ενέργειες, περιλαμβανομένων επικαιροποιημένων ασκήσεων διαχείρισης ενεργητικού (asset quality review) και τεστ αντοχής (stress test), ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι ελληνικές τράπεζες θα είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες πριν από το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Η συγκεκριμένη δήλωση τροφοδότησε ανησυχίες για το ενδεχόμενο νέας ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, οδηγώντας μερίδα των επενδυτών σε αποεπένδυση από τις τραπεζικές μετοχές. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και δηλώσεις Ευρωπαίων και Ελλήνων αξιωματούχων με τις οποίες έχουν κατηγορηματικά αποκλείσει την πιθανότητα νέων ασκήσεων διαχείρισης ενεργητικού στις ελληνικές τράπεζες και έχουν απορρίψει σε υψηλούς τόνους ως λανθασμένους τους υπολογισμούς του ΔΝΤ για την ανάγκη διατήρησης «μαξιλαριού» 10 δισ. ευρώ για μελλοντικές ανάγκες κεφαλαιοποίησης, δεν στάθηκαν ικανές να καθησυχάσουν τους επενδυτές.
Αποτέλεσμα ήταν ο τραπεζικός δείκτης στο Χρηματιστήριο Αθηνών να κλείσει χθες στις 974,89 μονάδες, ήτοι 147,72 μονάδες χαμηλότερα, από τα επίπεδα των 1.122,610 μονάδων που ήταν στις 20 Ιουλίου 2017. Είναι ενδεικτικό πως ο τίτλος της Τράπεζας Πειραιώς ήταν στα 5,24 ευρώ στις 20 Ιουλίου τιμή μετά το split) και βρέθηκε στα 4,290 ευρώ στο χθεσινό κλείσιμο. Η μετοχή της Eurobank είχε βρεθεί στο 1 ευρώ στις 20 Ιουλίου και χθες έκλεισε στο 0,845 ευρώ. Η Εθνική Τράπεζα από 0,364 ευρώ στις 20 Ιουλίου βρέθηκε στο 0,322 στο χθεσινό κλείσιμο. Η Alpha Bank από τα 2,270 ευρώ ανά μετοχή στις 20 Ιουλίου έκλεισε στα 2,040 στη χθεσινή συνεδρίαση.
Να τονισθεί πως η υποχώρηση των τραπεζικών τίτλων συνεχίζεται παρά τα οικονομικά αποτελέσματα εξαμήνου που κατέδειξαν πως οι κεφαλαιακές θέσεις των τραπεζών παραμένουν ισχυρές και κυρίως πως οι στόχοι για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια επιτυγχάνονται.
Η στάση του ΔΝΤ ευθέως δείχνει πως δεν εμπιστεύεται την εποπτεία της ΕΚΤ και ειδικά τη δυνατότητα της να διαχειριστεί τη μείωση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών, ενώ δείχνει και να αναγνωρίζει στην ΕΚΤ ευθύνες για την ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων, ήτοι για το ότι το 60% των κεφαλαίων των τραπεζών αποτελείται από αναβαλλόμενη φορολογία.
Σε κάθε περίπτωση το ΔΝΤ φαίνεται πως δεν θα υποχωρήσει στο ζήτημα της κεφαλαιακής ενίσχυσης των ελληνικών τραπεζών κάτι που θα αποτελεί μόνιμη πηγή αποσταθεροποίησης έως ότου βρεθεί τρόπος να ρυθμιστεί.