Κανένα περιθώριο συζήτησης επί των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους δεν δίνει η Ευρωζώνη στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη διαχείριση του κλεισίματος της δεύτερης αξιολόγησης, δεδομένου ότι η Ελλάδα καλείται μόνον να δώσει και όχι να πάρει κάτι ουσιαστικό και πολιτικά αξιοποιήσιμο.
Μπορεί πηγές των Βρυξελλών να ανέφεραν χθες πως η -μη δημοσιοποιημένη- επιστολή του Ευκλείδη Τσακαλώτου αποτελεί καλό σημείο εκκίνησης για μια συμφωνία μεταξύ των τεσσάρων θεσμών, ωστόσο αυτό μέλλει να αποδειχθεί στην πράξη.
Δεδομένου ότι η ελληνική πλευρά συναινεί στην προκαταβολική νομοθέτηση της επέκτασης του δημοσιονομικού κόφτη πέραν του 2018 και στην περιγραφή παρεμβάσεων αύξησης εσόδων και μείωσης δαπανών (ανάλογα με το βαθμό της δημοσιονομικής απόκλισης), την ίδια στιγμή διεκδικεί μια «υπόσχεση» για τον προκαταβολικό καθορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε η Ελλάδα να μπορεί να αιτηθεί τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αλλά και να διασφαλίσει τη χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Αλλά αυτή την υπόσχεση η Ευρωζώνη αρνείται να την παράσχει κάτι που καταδείχθηκε χθες ξεκάθαρα και σε ενημερωτικό σημείωμα που εξέδωσε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) με αφορμή την ενεργοποίηση των μέτρων για την βραχυπρόθεσμη ανακούφιση του ελληνικού χρέους. Από το σημείωμα αυτό αναφύεται όλη η επιχειρηματολογία γιατί η ζώνη του ευρώ δεν εισέρχεται καν στη συζήτηση για μια αόριστη «υπόσχεση» απομείωσης του χρέους σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Αν και αρχικά υπογραμμίζεται πως το Eurogroup στην ανακοίνωση της 25ης Μαΐου 2016 αναφέρθηκε σε μια πιθανή δεύτερη δέσμη μέτρων ελάφρυνσης του χρέους μεσοπρόθεσμα, ξεκαθαρίζεται όμως πως αυτή θα δοθεί εφόσον κριθεί απαραίτητο και υπό την προϋπόθεση της επιτυχούς εφαρμογής του προγράμματος του ESM από την Ελλάδα. Εν συνεχεία στο σημείωμα του ESM αποσαφηνίζεται πως εάν τελικά μετά τον Αύγουστο του 2018 (τη λήξη του προγράμματος) κριθεί απαραίτητη μια νέα παρέμβαση για το χρέος αυτή θα διέπεται από αυστηρές κατευθυντήριες αρχές. Συγκεκριμένα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ξεκαθαρίζει ότι:
-Τα όποια περαιτέρω μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους αποφασιστούν μελλοντικά δεν θα μπορούν να σχετίζονται με ονομαστικό κούρεμα και θα αποσκοπούν στο να διευκολύνουν την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές προκειμένου να αντικαταστήσει το χρηματοδοτούμενο από τις κυβερνήσεις χρέος με χρέος που θα χρηματοδοτείται από τον ιδιωτικό τομέα.
-Στόχος μια νέας μεσοπρόθεσμης παρέμβασης στο χρέος θα είναι η ομαλοποίηση του προφίλ των αποπληρωμών του χρέους προκειμένου να διευκολυνθεί η αβέβαιη οικονομική ανάπτυξη και το ύψος των μελλοντικών επιτοκίων.
-Μια νέα απομείωση του χρέους θα χρησιμοποιηθεί ως κίνητρο για να δείξει συνέπεια η Ελλάδα στη διαδικασία προσαρμογής, μετά το κλείσιμο του προγράμματος του ESM.
Κατά τον ESM στόχος των παρεμβάσεων για το χρέος είναι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας (το συνολικό ποσό των χρημάτων που χρειάζεται να ξοδεύει ετησίως σε πληρωμές τόκων και αποπληρωμές χρέους) να παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ την περίοδο μετά το 2018 και μεσοπρόθεσμα και κάτω από το 20% του ΑΕΠ στη συνέχεια.
Αυτό αφενός σε σημαντικό βαθμό επιτυγχάνεται ήδη με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους τα οποία θα ωριμάσουν μέσα στους επόμενους 18 μήνες, αφετέρου διασφαλίζεται μερικώς στη βάση των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ που ζητά η ευρωζώνη από την Ελλάδα (καθώς η χώρα θα αποσύρει χρέος και δεν θα προσθέτει).
Από τα παραπάνω λοιπόν προκύπτει ότι η ευρωζώνη και ειδικά η Γερμανία δεν έχουν διάθεση προεκλογικά να προχωρήσουν σε νέες παραχωρήσεις στο θέμα του χρέους και πως το μέτωπο αυτό θα είναι το «αγκάθι» στα επόμενα Eurogroup και το κομβικό θέμα για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.