Το τέλος του «φθηνού χρήματος» θέτει εν αμφιβόλω ευρωπαϊκά deals 25 δισ. δολαρίων

Κώστας Αποστολόπουλος
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Το τέλος του «φθηνού χρήματος» θέτει εν αμφιβόλω ευρωπαϊκά deals 25 δισ. δολαρίων
Μετά από περισσότερο από μια δεκαετία «ελεύθερης» χρηματοδότησης, η «σύσφιξη» της οικονομίας κάνει τις τράπεζες λιγότερο πρόθυμες να δανείσουν για μεγάλες συγχωνεύσεις και εξαγορές. 

Το «τέλος του φθηνού χρήματος», που μπαίνει επίσημα με την αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, θέτει εν αμφιβόλω τα μεγάλα deals στην ευρωπαϊκή ήπειρο, καθώς βλέπουν τις τράπεζες να περιορίζουν αισθητά τον πακτωλό των χρημάτων που διοχετεύουν στην αγορά.

Μετά από περισσότερο από μια δεκαετία «ελεύθερης» χρηματοδότησης, η «σύσφιξη» της οικονομίας κάνει τις τράπεζες λιγότερο πρόθυμες να δανείσουν για μεγάλες συγχωνεύσεις και εξαγορές.

Το γεγονός αυτό, «ρίχνει την σκιά του» σε ευρωπαϊκές συναλλαγές αξίας τουλάχιστον 25 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων σημαντικών συμφωνιών στην Βρετανία, σύμφωνα με ανάλυση του Bloomberg.

«Οι τράπεζες σήμερα δέχονται μεγάλη πίεση και η στρόφιγγα του δανεισμού συσφίγγεται σε καταστάσεις υψηλής μόχλευσης», δήλωσε η Alison Harding-Jones της Citigroup, επικεφαλής του τμήματος M&A στην Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική.

«Ξαφνικά, φαίνεται σαν να βρισκόμαστε σε ένα νέο παράδειγμα και δεν περιμένω να δω αυτό να αλλάζει βραχυπρόθεσμα».

Ο συνδυασμός των προκλήσεων που έχει συνταράξει τις αγορές, από τον πληθωρισμό και την αύξηση των επιτοκίων μέχρι τον πόλεμο και την επικείμενη απειλή της ύφεσης, έχει οδηγήσει ακόμη και τις μεγαλύτερες τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της JPMorgan, να μειώνουν την έκθεσή τους σε δάνεια με μόχλευση, φοβούμενες να επιβαρυνθούν με «κακά» χρέη που δεν θα μπορέσουν να πουλήσουν σε επενδυτές.

Φέτος, οι τράπεζες αντιμετώπισαν πρόβλημα να ξεφορτωθούν χρέος ύψους 8,1 δισ. δολαρίων που συνδέονται με την ιδιωτικοποίηση της Clayton Dubilier & Rice, της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Wm Morrison, στην Βρετανία.

Το ζητούμενο είναι τώρα στον τρόπο με τον οποίο θα συγκεντρωθεί η χρηματοδότηση για συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής εξαγοράς της βρετανικής αλυσίδας φαρμακείων Boots ύψους και της πώλησης, αξίας πάλι 5 δισ. λιρών, της βρετανικής εταιρείας πρατηρίων καυσίμων Motor Fuel Group.

Την ίδια στιγμή, η Reckitt Benckiser προσπαθεί να προσελκύσει αγοραστές για τη μονάδα βρεφικής διατροφής αξίας 7 δισ. δολαρίων.

«Είναι ξεκάθαρα ένα διαφορετικό περιβάλλον από πέρυσι, όταν η φθηνή χρηματοδότηση και η χαμηλότερη αστάθεια διευκόλυναν πολλές από τις συναλλαγές», δήλωσε ο Guillermo Baygual, της JPMorgan. «Σαφώς δεν πηδάμε στην πισίνα χωρίς να βεβαιωθούμε ότι υπάρχει νερό σε αυτήν».

«Φρένο» στις εξαγορές

Η εποχή του φθηνού χρήματος που επικράτησε τα χρόνια μετά την οικονομική κρίση του 2008 είχε ιδιαίτερο όφελος για τις εταιρείες εξαγοράς, οι οποίες αυξάνουν τη μόχλευση για να ενισχύσουν τις αποδόσεις. Οδήγησε σε μια έκρηξη στη διαπραγμάτευση ιδιωτικών μετοχικών κεφαλαίων που άφησε πολλούς σε αυτόν τον κλάδο χωρίς καμία εμπειρία να δραστηριοποιούνται σε μια ύφεση.

«Διαθέτουμε χρόνο για να εκπαιδεύσουμε το σύμπαν των αγοραστών και να προσαρμόσουμε τις διαδικασίες ανάλογα», δήλωσε ο Baygual. «Υπάρχουν ισχυρά επίπεδα δραστηριότητας από funds υποδομής που έχουν χαμηλότερο κόστος κεφαλαίου και συνήθως μακροπρόθεσμες περιόδους διακράτησης, γεγονός που οδηγεί σε χαμηλότερες προσδοκίες απόδοσης».

Ενώ η αξία των εξαγορών ιδιωτικών κεφαλαίων στην Ευρώπη αυξάνεται κατά 9% σε ετήσια βάση σε περίπου 170 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις επιβράδυνσης των πραγμάτων, με τις αξίες να μειώνονται κατά 69% τον Ιούνιο και μια μεγάλη σειρά από συναλλαγές που αναμένονταν να οδηγούνται σε αμφισβήτηση.

Μια πιθανή πώληση πολλών δισ. δολαρίων της επιχείρησης χημικών του ισπανικού διυλιστηρίου Cepsa και η διάθεση 2 δισ. δολαρίων της τουριστικής εταιρείας της Βρετανίας Parkdean Resorts από την καναδική Onex, αμφότερες ματαιώθηκαν εν μέρει λόγω χρηματοδοτικών ζητημάτων.

Η αστάθεια της αγοράς οδήγησε επίσης τα σχέδια της Ardian SAS για πώληση, στα περίπου 3,2 δισ. δολάρια, της ιταλικής εταιρείας παροχής λογισμικού υγειονομικής περίθαλψης Dedalus να αναβληθούν για μετά το καλοκαίρι.

«Όταν οι χορηγοί και άλλοι αγοραστές δεν μπορούν να λάβουν επαρκή ποσότητα μόχλευσης σε λογικές τιμές, βλάπτει την ικανότητά τους να πληρώνουν σε τιμές που θα ήταν δυνατές όταν οι αγορές ήταν πιο ευνοϊκές», δήλωσε ο Harding-Jones της Citigroup. «Αυτό δημιουργεί ένα τεράστιο κενό μεταξύ των προσδοκιών του αγοραστή και του πωλητή και βλέπουμε τις συμφωνίες να καθυστερούν ή να καταρρέουν εξαιτίας αυτού».

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

«Μπορούν τα επιτόκια να ρίξουν τον πληθωρισμό;»

Επιτόκια Fed: Ο Waller θα στηριξει και νέα αύξηση κατά 75 μ.β. τον Ιούλιο

Το τέλος του φθηνού χρήματος

gazzetta
gazzetta reader insider insider