Στη σύνταξη προσχέδιου συμφωνίας για το ελληνικό χρέος προχώρησε χθες το EuroWorking Group μετά από πολύωρη συνεδρίαση στις Βρυξέλλες. Στο EWG διαπιστώθηκε συναινετικό κλίμα για το κλείσιμο της αξιολόγησης και την εκταμίευση 11 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, εκ των οποίων τα 4 δισ. ευρώ περίπου θα καταβληθούν σταδιακά για την αποπληρωμή ληξιπροθέσμων διαφορών.
Ωστόσο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για ακόμη μια φορά δεν συντάχθηκε με το προσχέδιο συμφωνίας που συνέταξαν οι οικονομικοί εμπειρογνώμονες της ζώνης του ευρώ εμμένοντας στις θέσεις που εξέφρασε χθες μέσω της προκαταρκτικής έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που έδωσε στη δημοσιότητα.
Έτσι, στη συνεδρίαση του Eurogroup που ξεκινά στις 4 το απόγευμα ώρα Ελλάδος θα επιδιωχθεί να γεφυρωθούν οι διαφορές Ευρωζώνης - ΔΝΤ, κυρίως στο ζήτημα που εγείρει το Ταμείο για μείωση επιτοκίων και περιορισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018.
Από την άλλη και κυβερνητικά στελέχη τόνιζαν στο insider ότι ποτέ δεν είπαν ότι η σημερινή ημέρα θα είναι καθοριστηκή για την λήψη αποφάσεων για το χρέος.
Η θέση του Ταμείου για άμεση και σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, χωρίς νέους όρους και πριν το 2018 δεν βρίσκει σύμφωνες πολλές χώρες της ευρωζώνης. Πληθαίνουν δε οι φωνές εκείνων που υποστηρίζουν πως το Ταμείο θα πρέπει να μην μετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα και να αποκτήσει πλέον ρόλο παρατηρητή.
Η διαφορά έγκειται στο ότι το ΔΝΤ ζητά σταθερά επιτόκια που δεν θα υπερβαίνουν το 1,5% έως το 2040, επιμήκυνση όλων των ευρωπαϊκών δανείων για έως 30 χρόνια και επέκταση της περιόδου χάριτος πριν αρχίσουν οι αποπληρωμές για έως 20 χρόνια.
Μια ακόμη διαφορά είναι πως το Ταμείο ζητά αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας, εμμένοντας σε μείωση του στόχου για μακροπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα από το 3,5% του ΑΕΠ στο 1,5%, ποσοστό το οποίο χαρακτηρίζει πιο ρεαλιστικό.
Αν και η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι πολιτικά απαραίτητη για χώρες όπως η Γερμανία, ωστόσο κάποιοι υποστηρίζουν πως το Ταμείο θα μπορούσε να παραμείνει με άλλο ρόλο στην Ελλάδα.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω ενός Post Program Monitoring προγράμματος ή ενός προγράμματος Staff Monitored Program, τα οποία προβλέπονται ήδη από το καταστατικό του Ταμείου.