Η εξέλιξη του μείγματος καταθέσεων και το beta καταθέσεων ήταν (και παραμένει) κομβικής σημασίας για τις τράπεζες, συγκρατώντας τις πιέσεις στα καθαρά έσοδα από τόκους και διατηρώντας τα σε υψηλά επίπεδα, όπως και στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο.
Ο κύριος όγκος της καταθετικής βάσης των τραπεζών είναι χαμηλού κόστους, καθώς το 75% περίπου του συνόλου, είναι τρεχούμενες, όψεως και ταμιευτηρίου, των οποίων το κόστος διαμορφώθηκε στο 0,03% για νοικοκυριά και 0,14% προς επιχειρήσεις.
Την ίδια στιγμή, τo μεσοσταθμικό επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων για τα νοικοκυριά διαμορφώθηκε σε 1,5% κατά μέσο όρο στο πρώτο τετράμηνο του 2025, έναντι 1,8% στο πρώτο τετράμηνο του 2024 και το αντίστοιχο επιτόκιο για τις επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε 2,2% έναντι 3,2% στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2024.
Μάλιστα, σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, τα επιτόκια των προθεσμιακών στην Ελλάδα, από τα μέσα του 2022 διαμορφώνονται σε χαμηλότερο επίπεδο. Στη σημαντικότερη σε όρους όγκου κατηγορία, τις καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια έως ένα έτος, το επιτόκιο στην Ελλάδα κατά το πρώτο τετράμηνο του 2025 ήταν κατά 53 μονάδες βάσης χαμηλότερο έναντι του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,3%), με το χάσμα να περιορίζεται, καθώς στο πρώτο τετράμηνο του 2024 διαμορφώνονταν στις 98 μονάδες βάσης.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά το πρώτο τετράμηνο του τρέχοντος έτους, καταγράφηκε υποχώρηση της τάξεως των 4,9 δισ. ευρώ στο συνολικό όγκο καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών, εντονότερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2023 (υποχώρηση 4,2 δισ. ευρώ), φτάνοντας στα 198,4 δισ. ευρώ τον Απρίλιο.
Περίπου 2,8 δισ. ευρώ αφορούσαν καταθέσεις διάρκειας μιας ημέρας (αντανακλώντας κυρίως την εποχικότητα των επιχειρηματικών καταθέσεων) και 2,1 δισ. προθεσμιακές. Σε ετήσια βάση ωστόσο, ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής των τρεχούμενων, όψεως και ταμιευτηρίου, που από τα μέσα του 2024 λαμβάνει θετικές τιμές, επιταχύνθηκε το πρώτο τετράμηνο του 2025 (τον Απρίλιο του 2025 στο 6,2%, έναντι 5,8% τον Δεκέμβριο του 2024), ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός των προθεσμιακών υποχώρησε, με αποτέλεσμα το Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2025 να γίνει αρνητικός (τον Απρίλιο του 2025 στο -1,5%, έναντι 0,7 τον Δεκέμβριο του 2024).
Η σταδιακή αποκλιμάκωση τόσο του μεγέθους όσο και του κόστους προθεσμιακών και η μετακίνηση προς επενδυτικά προϊόντα, κυρίως, χαμηλού ρίσκου, προκαθορισμένης απόδοσης - χρονικού ορίζοντα και αφορολόγητων κουπονιών, όπως τα «target maturity» συνέβαλε στην αντιστάθμιση των πιέσεων στα καθαρά έσοδα από τόκους και στην ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες για τις τράπεζες.
Όπως έχει αναδείξει το insider.gr, από την 1η Σεπτεμβρίου του 2022, όταν διατέθηκε το πρώτο ομολογιακό Α/Κ της συγκεκριμένης κατηγορίας, «target maturity» ως τα τέλη Μαΐου 2025, οι εισροές (καθαρές πωλήσεις) διαμορφώθηκαν περί τα 8,9 δισ. ευρώ. Στο ίδιο διάστημα οι καθαρές εισροές στο σύνολο των εγχώριων ομολογιακών αμοιβαίων διαμορφώθηκαν σε μόλις 895 εκατ. ευρώ, ενώ στα διεθνή ξεπέρασαν τα 9 δισ. ευρώ. Οι πρώτες εκδόσεις διατέθηκαν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2022- Ιουνίου 2023, με υψηλά ετήσια κουπόνια της τάξεως των 3% - 3,5% περίπου και δυνατότητα να τοποθετούνται στην αγορά ομολόγων και σε τιμές χαμηλότερες της ονομαστικής αξίας. Από τις συγκεκριμένες σειρές προέκυψε η μεγαλύτερη υπεραξία, «υποχρεώνοντας» κάποιους από όσους τοποθετήθηκαν, αγοράζοντας μερίδια να τα εξαγοράσουν καθώς η καθαρή απόδοση, μετά τα πέναλτι της πρόωρης εξαγοράς, ξεπερνούσε την εναπομείνασα πρόσοδο από κουπόνια.