Το α' τρίμηνο της Ford ήταν καλύτερο από τις προβλέψεις των αναλυτών αλλά πιο αδύναμο από το περσινό, με την αυτοκινητοβιομηχανία του Ντιτρόιτ παράλληλα να αποσύρει το guidance το 2025, εκτιμώντας πως το πλήγμα από τους δασμούς Τραμπ θα διαμορφωθεί στα 2,5 δισ. δολάρια.
Οι λόγοι για την απόσυρση του guidance οφείλονται στους «βραχυπρόθεσμους κινδύνους, από την πιθανότητα διαταραχής της εφοδιαστικής αλυσίδας σε ολόκληρη τη βιομηχανία που θα επηρεάσει την παραγωγή» και τα σενάρια για νέα αύξηση δασμών, όπως οι αντίποινα από εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ στις επιθετικές αμερικανικές πολιτικές.
Ο αντίκτυπος των δασμών είναι σημαντικά μικρότερος από τα 4 έως 5 δισ. δολάρια που αναμένει να υποστεί η GM, καθώς η Ford εισάγει λιγότερα οχήματα από χώρες του εξωτερικού. Χωρίς τους δασμούς, η Ford δήλωσε ότι «εναρμονιζόταν» με το αρχικό της guidance με EBIT, από 7 έως 8,5 δισ. δολάρια, ελεύθερη ταμειακή ροή από 3,5 έως 4,5 δισ. δολάρια και κεφαλαιουχικές δαπάνες μεταξύ 8 και 9 δισ. δολαρίων.
«Τα αποτελέσματά μας στο πρώτο τρίμηνο δείχνουν ότι το σχέδιο ανάκαμψης "Ford+" λειτουργεί», δήλωσε η οικονομική διευθύντρια Σέρι Χάουζ, κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης. «Μετατρέπουμε αυτήν την εταιρεία σε μια επιχείρηση με υψηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερο περιθώριο κέρδους, πιο αποδοτική κεφαλαιακής επάρκεια και πιο ανθεκτική» πρόσθεσε.
Στο α' τρίμηνο, η Ford ανέφερε μείωση 5% στα συνολικά έσοδα στα 40,7 δισ. δολάρια όμως πάνω από την πρόβλεψη των αναλυτών για 36,21 δισ. δολάρια. Τα προσαρμοσμένα EBIT άγγιξαν τα 1,02 δισ. δολάρια και τα καθαρά της κέρδη έφτασαν τα 471 εκατ. δολάρια. Τα κέρδη της για το α' τρίμηνο διαμορφώθηκαν στα 14 σεντς ανά μετοχή ξεπερνώντας με ευκολία τις εκτιμήσεις των αναλυτών για 2 σεντς/μτχ όταν το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024 ήταν στα 49 σεντς ανά μετοχή.