Deutsche Bank: Οι παράγοντες που διατηρούν υψηλά στις μετρήσεις το «story» των ελληνικών τραπεζών - Αυξάνει τις τιμές στόχους

Ανδρέας Βελισσάριος
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Deutsche Bank: Οι παράγοντες που διατηρούν υψηλά στις μετρήσεις το «story» των ελληνικών τραπεζών - Αυξάνει τις τιμές στόχους
Στην ενότητα των «growth» μετοχών από αυτήν του «value» (δηλαδή μετοχών αξίας) αρχίζουν να μεταπηδούν σταδιακά οι ελληνικές τράπεζες όπως αναφέρει η Deutsche Bank, με τον αναλυτή του οίκου να προβαίνει σε μια νέα - συντηρητική σε σύγκριση με άλλους οίκους και χρηματιστηριακές - αύξηση των τιμών στόχων.

Στην ενότητα των «growth» μετοχών από αυτήν του «value» (δηλαδή των μετοχών αξίας) αρχίζουν να περνάνε σταδιακά οι ελληνικές τράπεζες όπως αναφέρει η Deutsche Bank, με τον αναλυτή του οίκου να προβαίνει σε μια νέα - πιο συντηρητική σε σύγκριση με άλλους οίκους και χρηματιστηριακές για Πειραιώς και Εθνική - αύξηση των τιμών στόχων, διατηρώντας τη σύσταση «buy» για τις τρεις εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και τη σύσταση «hold» για την Τράπεζα Πειραιώς.

Νέα κορυφαία επιλογή για τον οίκο αποτελεί η Eurobank, υπό το πρίσμα της διαρθρωτικής της δυναμικής και του συνδυασμού μιας υψηλότερης ποιότητας ισολογισμού, δεικτών αποτίμησης και κυρίως των σημαντικών περιθωρίων για θετικές εκπλήξεις.

Αναλυτικά, ο γερμανικός οίκος αυξάνει την τιμή στόχο για την Alpha Bank στα 2,20 ευρώ, από 2,15 ευρώ προηγουμένως, για την Τράπεζα Πειραιώς στα 4,20 ευρώ από 3,95 ευρώ προηγουμένως, για τη Eurobank στα 2,55 ευρώ από 2,40 ευρώ και για την Εθνική Τράπεζα στα 8,95 ευρώ από 8,30 ευρώ προηγουμένως.

Η Deutsche Bank εξακολουθεί να δείχνει μια προτίμηση και προς την Εθνική, λόγω της εντυπωσιακής εκτέλεσης των στόχων που είχε θέσει, του ευρύτερου business plan και του πιθανού «καταλύτη» από μια άμεση επαναγορά ενός ποσοστού του ΤΧΣ, κίνηση που τη χαρακτηρίζει ως τον καλύτερο τρόπο αξιοποίησης της πλεονάζουσας ρευστότητας. Από την άλλη, προβαίνει σε ήπιες αυξήσεις στις τιμές στόχους για τις Alpha Bank και Πειραιώς, ενώ ως προς την τελευταία επισημαίνει πως διατηρεί τη σύσταση «hold» μετά τις εξαιρετικές αποδόσεις που έχει καταγράψει, με πολύ χαμηλότερα, ωστόσο, περιθώρια για εκπλήξεις.

Όπως αναφέρει ο Alfredo Alonso, αναλυτής της Deutsche Bank, υπεύθυνος για τις ελληνικές τράπεζες, οι τέσσερις συστημικές φαίνεται να επωφελούνται από πολλαπλούς θετικούς παράγοντες, αποτελώντας το βασικό τμήμα προσέλκυσης και πρόσδεσης πολλών επενδυτών με την αγορά, μετά από τα ισχυρά σετ αποτελεσμάτων που ανακοίνωσαν (διαψεύδοντας θετικά τους αναλυτές) και τις λαμπρές προοπτικές που ανοίγονται, στη βάση της βελτιωμένης κερδοφορίας και της ανθεκτικότητας, καθώς και της βελτιωμένης συναλλακτικής δραστηριότητας, μετά την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (πλήρης αποεπένδυση στις τρεις εκ των τεσσάρων).

Αυτό φαίνεται να αντικατοπτρίζεται στις αποδόσεις που έχουν καταγράψει οι μετοχές των τεσσάρων μεγαλύτερο του ενός έτους, με αποτέλεσμα οι δείκτες αποτίμησης να ευθυγραμμίζονται, σε γενικές γραμμές, με αυτές των ομοτίμων τραπεζών της Νότιας Ευρώπης, με τους εκτιμώμενους δείκτες P/Es για το 2025 να διαμορφώνονται πλέον πέριξ του 6x, με δείκτες P/TBV στο εύρος του 0,6x - 0,8x για ROTEs 10% - 15%. «Έτσι, αν και πιστεύουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι πλέον φθηνές, βρίσκουμε λόγους που μας κάνουν να παραμείνουμε θετικοί», αναφέρει η Deutsche Bank.

Οι παράγοντες που διατηρούν υψηλά στις μετρήσεις το «story» των ελληνικών τραπεζών, με γνώμονα την υψηλή ανάπτυξη και τη στήριξη της ανθεκτικής κερδοφορίας, είναι: (1) η πιθανή ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης τα επόμενα χρόνια, σε επίπεδα που αναμένεται να ξεπεράσουν ένα μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό για τα επόμενα τρία χρόνια, κάνοντας μια μεγάλη διαφορά σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη (2) αυτό συμβάλλει στη βελτίωση των προοπτικών για το 2024 - 2026, με μια έντονη κινητικότητα, ελεγχόμενο κόστος και φθίνουσες προβλέψεις που αντισταθμίζουν τον αντίκτυπο της ομαλοποίησης των καθαρών εσόδων από τόκους, κάτι που θα μπορούσε να συνεπάγεται περαιτέρω αναβαθμίσεις από το consensus. (3) Η υψηλότερη εμπορευσιμότητα έχει ανοίξει την πόρτα σε μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια που είναι περισσότερο από πρόθυμοι να απορροφήσουν το νέο «χαρτί» στην αγορά και (4) η ταχύτερη από την αναμενόμενη συσσώρευση κεφαλαίου έχει οδηγήσει στην επανέναρξη της διανομής μερισμάτων, με θετικές προοπτικές για περαιτέρω ενίσχυση από το 2024 και περιθώρια για ενεργοποίηση και άλλων μέτρων επιβράβευσης των μετόχων, όπως τα προγράμματα επαναγοράς ιδίων.

Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ολοκληρώσει το μεγαλύτερο πλάνο εξυγίανσης των ισολογισμών τους, καθώς όλες τους έχουν φέρει το δείκτη NPE κοντά στο 3,5% (πλήν της Alpha Bank που παραμένει ακόμη κοντά στο 6%). Επιπλέον, δεν έχουν υπάρξει ακόμη σημαντικές ενδείξεις επιδείνωσης, αν και οι καθαρές οργανικές εισροές έχουν ως επί το πλείστον σταματήσει, οδηγώντας σε μικρή μείωση των NPEs στο μέλλον, κυρίως λόγω των ανακτήσεων που αντισταθμίζουν μια κάποια αύξηση των εισροών που μπορεί να προκύψει τα επόμενα τρίμηνα. Επιπλέον, η Deutsche Bank δεν αναμένει άλλες μεγάλες συναλλαγές στο κομμάτι των NPEs, αλλά ορισμένες μικρές πωλήσεις πακέτων τιτλοποιήσεων και write - offs που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διατήρηση μιας κάποιας περαιτέρω μείωσης των NPEs. Σε γενικές γραμμές, ο γερμανικός οίκος εκτιμά ότι ο δείκτης NPE θα παραμείνει στο 3% περίπου έως το 2026, δηλαδή μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2023.

Το κόστος κινδύνου αναμένεται να κινηθεί μόνο προς τις 60 μονάδες βάσης έως το 2026, έναντι περίπου 90 μονάδων βάσης το 2023. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι περισσότερες από 20 μονάδες βάσης εκ των παραπάνω (εκτός από την περίπτωση της Εθνικής) οφείλονται σε κόστος που αφορά το servicing και τις τιτλοποιήσεις, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολη τη σύγκριση του κόστους κινδύνου με άλλες χώρες και να συγκλίνει σε επίπεδα που συνάδουν περισσότερο με άλλες τράπεζες της νότιας Ευρώπης.

Επιπλέον, με πάνω από 200 μονάδες βάσης σε ετήσια βάση βελτίωσης των δεικτών CET1 το 2023, το μέσο επίπεδο φτάνει πλέον στο 15,8%, και κυμαίνεται από 13,2% για την Πειραιώς έως 17,8% για την Εθνική. Ανεξρτήτως αυτού, οι δείκτες CET1 βρίσκονται σε ένα πολύ καλύτερο σημείο από ό,τι στο παρελθόν (η Πειραιώς για παράδειγμα είχει ολοκληρώσει το 2021 στο 8,6%). Το πιο σημαντικό, σύμφωνα με τη Deutsche Bank, είναι ότι διαμορφώνεται ένα μεγάλο απόθεμα που αμβλύνει τις ανησυχίες των επενδυτών.

Παρά τη εκτίμηση που υπάρχει για επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης και τον αντίκτυπο του Basel IV, ο οίκος αναμένει ότι ο μέσος δείκτης CET1 δε θα κινηθεί αρκετά χαμηλότερα από το 18%, παρά τη σημαντική αύξηση του payout. Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι τράπεζες έχουν ανακοινώσει την έναρξη της διανομής μερισμάτων από τη χρήση του 2023, αν και ακόμη σε χαμηλά επίπεδα (από 10% έως 30%), με τη Deutsche Bank αναμένει από όλες, μια αύξηση στο 50% (ή κοντά σε αυτό) μέχρι το 2025.

Κάτι τέτοιο, ανοίγει την πόρτα για μια δυνητικά μεγαλύτερη δυνατότητα ενίσχυσης των αποδόσεων των μετόχων, υπό τη μορφή των επαναλαμβανόμενων χρηματικών διανομών (καθώς και προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων, αν και αυτό είναι ακόμα ασαφές). Χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αυτή η πιθανότητα, η Deutsche Bank αναμένει ότι οι μερισματικές αποδόσεις θα αυξηθούν σε επίπεδα, σχεδόν διψήφια έως το 2026 στις περισσότερες περιπτώσεις, αν και επί του παρόντος, αυτό δεν διαφέρει από τις περισσότερες τράπεζες στην Ευρώπη.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

Διψήφια τιμή στόχος από τη Jefferies για την Εθνική - Άνετη για payout 50% τα επόμενα χρόνια

Société Générale: Ο S&P 500 πρέπει να φτάσει στις 6.250 μονάδες για να θεωρηθεί «φούσκα»

J.P. Morgan: «Overweight» για τις ελληνικές μετοχές - Οι 2+1 παράγοντες διεύρυνσης του ράλι

gazzetta
gazzetta reader insider insider