Έντονες αντιδράσεις από την Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προκαλέσει η ταξιδιωτική απαγόρευση που επέβαλαν οι ΗΠΑ στις επικεφαλής της μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα οργάνωσης HateAid, η οποία ασχολείται με την παροχή νομικής και ψυχολογικής υποστήριξης σε άτομα που υφίστανται διακρίσεις, προσβολές ή και απειλές στο διαδίκτυο.
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεφουλ (CDU) καταδίκασε την απόφαση των ΗΠΑ σε βάρος των επικεφαλής της οργάνωσης, Γιοζεφίνε Μπάλον και Άννα-Λένα φον Χόντεμπεργκ, ως «απαράδεκτη» και τόνισε ότι το έργο της HateAid βασίζεται στον Νόμο περί Ψηφιακών Υπηρεσιών (DSA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Ο νόμος υιοθετήθηκε δημοκρατικά από την ΕΕ για την ΕΕ και κατοχυρώνει ότι οτιδήποτε είναι παράνομο offline παραμένει παράνομο και online», διευκρίνισε ο κ. Βάντεφουλ με ανάρτησή του στο «Χ».
Στο ίδιο πνεύμα, η ομοσπονδιακή υπουργός Δικαιοσύνης Στέφανι Χούμπιγκ (SPD) εξέφρασε την υποστήριξή στο έργο της HateAid και διαβεβαίωσε ότι η οργάνωση έχει ζωτικής σημασίας συμβολή στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων στο διαδίκτυο. «Αν όσοι επηρεάζονται από τη ρητορική μίσους παραμένουν απροστάτευτοι, τότε ο δημοκρατικός διάλογος δεν είναι ελεύθερος. Όποιος αυτό το αποκαλεί λογοκρισία, παραποιεί το συνταγματικό μας σύστημα. Η οργάνωση HateAid υποστηρίζει όσους επηρεάζονται, αλλά δεν απαγορεύει η ίδια την ελεύθερη έκφραση γνώμης. Τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης στη Γερμανία ορίζονται από το Σύνταγμα, από τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη νομοθετική εξουσία και από μια ανεξάρτητη δικαστική εξουσία», υπογράμμισε η κυρία Χούμπιγκ.
Η αμερικανική κυβέρνηση κατηγορεί τις δύο επικεφαλής της οργάνωσης και στελέχη οργανώσεων από την Γαλλία και την Βρετανία ως «ριζοσπαστικούς ακτιβιστές». «Για πολύ καιρό, οι ιδεολόγοι στην Ευρώπη ηγούνταν οργανωμένων προσπαθειών για να αναγκάσουν τις αμερικανικές πλατφόρμες να τιμωρήσουν τις αμερικανικές απόψεις που δεν τους ταιριάζουν», δήλωσε σχετικά με τις επιβληθείσες ταξιδιωτικές απαγορεύσεις ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο. Εκτός από τις διευθύντριες της HateAid, οι κυρώσεις αφορούν επίσης τον πρώην Επίτροπο της Γαλλίας στην ΕΕ, Τιερί Μπρετόν, ο οποίος θεωρείται ο αρχιτέκτονας της DSA, την Κλερ Μέλφορντ, ιδρύτρια του Παγκόσμιου Δείκτη Παραπληροφόρησης (GDI) της Βρετανίας και τον Ιμράν Αχμέντ, ιδρυτή του Κέντρου για την Καταπολέμηση του Ψηφιακού Μίσους (CCDH) με έδρα τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με την οργάνωση, ο Αχμέντ ζει στην Ουάσιγκτον και τώρα αντιμετωπίζει κίνδυνο απέλασης από τις ΗΠΑ.
Η HateAid από την πλευρά της καταδίκασε τις κυρώσεις ως «πράξη καταστολής από μια κυβέρνηση που αγνοεί ολοένα και περισσότερο το κράτος δικαίου και προσπαθεί να φιμώσει τους επικριτές της με αδίστακτη βία» και κάλεσε τη γερμανική κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «να στείλουν ένα σαφές μήνυμα ότι αυτό είναι απαράδεκτο». Διαφορετικά, προειδοποιεί η οργάνωση, οι ευρωπαϊκοί νόμοι «δεν θα αξίζουν ούτε το χαρτί στο οποίο είναι γραμμένοι». Ο Τιερί Μπρετόν συνέκρινε τις κυρώσεις των ΗΠΑ με το «κυνήγι μαγισσών» φερόμενων ως κομμουνιστών κατά τη διάρκεια της διαβόητης εποχής Μακάρθι στις ΗΠΑ. «Προς τους Αμερικανούς φίλους μας: Η λογοκρισία δεν συμβαίνει εκεί που νομίζετε», έγραψε ο κ. Μπρετόν στο «X».
Ισχυρή απάντηση από τη γερμανική κυβέρνηση ζητούν και οι Πράσινοι. Ο αντιπρόεδρος της Bundestag Όμιντ Νουριπούρ δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να καλέσει άμεσα τον επιτετραμμένο της πρεσβείας των ΗΠΑ, ενώ η αρχηγός του κόμματος Φραντσίσκα Μπράντνερ περιέγραψε τις αμερικανικές αποφάσεις ως «αυταρχική προσπάθεια εκφοβισμού» και «άμεση επίθεση στο κράτος δικαίου στην Ευρώπη».
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ