«Η ουσία, νομίζω, αυτών των οποίων είπαμε από την αρχή και είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση επέλεξε να μην παρακολουθεί με απάθεια αυτά τα οποία συμβαίνουν… είναι να προσέλθουν οι ιδιοκτήτες των δύο ομάδων μέχρι το μεσημέρι, για να γίνουν κάποιες διατυπώσεις που θα στείλουν και ένα μήνυμα και στον κόσμο, ότι θα πάει στο γήπεδο, για να δει αγώνα μπάσκετ και όχι να συμμετέχει σε μία πολεμική διαδικασία», τόνισε μεταξύ άλλων ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης σε τηλεοπτική συνέντευξή του.
Επεσήμανε ότι το όλο θέμα έχει μια τεράστια σημασία κι έναν συμβολισμό ενώ όλες οι υπόλοιπες διαδικασίες προχωρούν κανονικά από την αθλητική δικαιοσύνη. «Αυτό δεν είναι δουλειά της κυβέρνησης, ούτε να παρέμβει ούτε να επηρεάσει. Η κυβέρνηση τι λέει; Βλέπει να εξελίσσεται ένα φαινόμενο, το οποίο ξεφεύγει πολύ του ορίου. Παρεμβαίνει και λέει: Ελάτε να κάνουμε μία ξεκάθαρη συζήτηση με τον αναπληρωτή υπουργό Αθλητισμού. Να έχουμε ξεκάθαρες διατυπώσεις και από τη μία και από την άλλη πλευρά και να συνεχιστεί κανονικά η διαδικασία των αγώνων και ο κόσμος να πάει στο γήπεδο. Τώρα, το ίδιο τραπέζι, δεν είναι αυτοσκοπός».
Και πρόσθεσε: «Όταν τελείωσε ο τελικός του Champions League, το Σάββατο το βράδυ, ένα από τα πράγματα που μας συγκλόνισαν όλους ήταν οι εικόνες του προπονητή της Παρί Σαν Ζερμέν, του Λουίς Ενρίκε, και όσοι θυμόμασταν και τον τελικό του 2015, θυμόμασταν την εικόνα με την κόρη του. Και, δυστυχώς, ο άνθρωπος αυτός την κόρη του δεν μπορούσε να την έχει μαζί του. Δεν μπορούμε να ανεχόμαστε δύο μέρες μετά,… κάτι αντίθετο».
Είπε επίσης ότι «έχουν καταφέρει οι ελληνικές ομάδες στο Final Four στο Αμπού Ντάμπι, που πήγανε οι θρύλοι του παγκόσμιου μπάσκετ, του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου μπάσκετ -είδαμε θρύλους του ευρωπαϊκού, που έγιναν και του παγκόσμιου, του NBA, δηλαδή- να παρακολουθήσουν τέσσερις ομάδες, δύο εκ των οποίων ήταν οι ελληνικές ομάδες. Εξάγουμε, δηλαδή, ένα φοβερό προϊόν που έχει φέρει δέκα ευρωπαϊκά τα τελευταία 30 χρόνια. Ας μιλάμε για αυτό».
Σε ερώτηση σχετικά με το ότι το ποδόσφαιρο αντιμετωπίστηκε διαφορετικά, ο κ. Μαρινάκης απάντησε: «Ναι, γιατί ήταν άλλο το ζήτημα στο ποδόσφαιρο. Αν θυμάστε είχαν γίνει όσα είχαν γίνει. Είχαμε τη δολοφονία ενός αστυνομικού, είχαμε έκτροπα, επεισόδια το προηγούμενο καλοκαίρι με τους Κροάτες οπαδούς. Αυτά ήταν ζητήματα οπαδικής βίας, όπου εκεί έπρεπε να κλείσουν τα γήπεδα για ένα χρονικό διάστημα, να εφαρμοστούν μέτρα: κάμερες, ταυτοποιημένη είσοδος και, στη συνέχεια, να ανοίξουν, όπως και άνοιξαν, υποδειγματικά. Τελείωσε ένα Πρωτάθλημα πολύ ανταγωνιστικό, τελείωσε ο τελικός Κυπέλλου υποδειγματικά. Οι ελληνικές ομάδες στην Ευρώπη συμμετέχουν κανονικά, ενώ έχει περάσει το ποδόσφαιρο μια μεγάλη κρίση ως προς την οπαδική βία, που και εκεί ήταν εις βάρος των ομάδων».
Εξήγησε επίσης μετά από σχετική παρέμβαση: «Το ότι δεν είναι τσιφλίκι αποδεικνύεται από τη συμπεριφορά αυτής της κυβέρνησης, το ξανά λέω. Μου έχουν πει αρκετοί, "μα τι κάθεστε και ασχολείστε"; Όχι, δεν είναι έτσι. Όταν πηγαίνουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι και ασχολούνται με κάτι και υπάρχει ο κίνδυνος να ξεφύγει… Σκεφθείτε να είχαμε μείνει στην άκρη, να κάναμε ότι δεν βλέπαμε και την Τετάρτη, δηλαδή, σήμερα, εάν γινόταν ο αγώνας ή την Παρασκευή ως τον επόμενο, να είχαμε κάτι πιο σοβαρό. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι. Πάνε παιδιά στο γήπεδο, πάνε γονείς με παιδιά, πάνε οι άντρες με τις γυναίκες τους, πάνε άνθρωποι οι οποίοι θέλουν εκεί να διασκεδάσουν, να δουν την αγαπημένη τους ομάδα, δεν πάνε για πόλεμο».
Αναφορικά με το θέμα της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, ο κ. Μαρινάκης ανέφερε ότι «εμείς θα υποστηρίξουμε, σε όλα τα επίπεδα και με την παρουσία του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, τις από αιώνων διεκδικήσεις της Μονής και για τον χαρακτήρα της και για τα ζητήματα ιδιοκτησίας. Η απόφαση η οποία εξεδόθη και η οποία ερμηνεύτηκε βιαστικά από την αντιπολίτευση, δεν μιλούσε για ιδιοκτησία, βέβαια, ταυτόχρονα, δεν εξεδίωκε κάποιον, ούτε τους μοναχούς, όμως θεωρώ ότι είναι ξεκάθαρη η ανάγκη και θεωρώ ότι σε συνέχεια όσων ειπώθηκαν και στην Ελλάδα, στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, έχουμε κάθε λόγο να το αναμένουμε από την άλλη πλευρά, την αιγυπτιακή πλευρά».
Πρόσθεσε στη συνέχεια: «Ασχολούμαστε με το ζήτημα αυτό πάνω από έναν χρόνο, για να βρεθεί λύση, όχι μόνο ένα χρόνο, αλλά ένα χρόνο σοβαρά να βρεθεί λύση και το αναγνωρίζει αυτό και η πλευρά της Μονής και ο συνήγορος της Μονής το έχει πει, ότι τα προηγούμενα χρόνια παρέμενε έωλο το ζήτημα. Δεν είναι ότι δημιουργήθηκε θέμα τον τελευταίο χρόνο. Αλλά η πρώτη κυβέρνηση, η οποία σε επίπεδο και υπουργείου Εξωτερικών και υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων προσπαθεί με την αιγυπτιακή πλευρά να βρει μία λύση που θα εξασφαλίζει και τα επόμενα χρόνια, είναι η ελληνική».
Επανέλαβε ότι «ο στόχος και αυτό το οποίο συμφωνήθηκε στην Ελλάδα, στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας της Αθήνας, είναι η υπογραφή συμφωνίας». Υπογράμμισε ότι «η επιδίωξη της Ελλάδας, ο στόχος της χώρας, όχι τώρα, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι η ύπαρξη γραπτής Συμφωνίας και όχι προφορικής. Τώρα αν αυτό θα επιτευχθεί σήμερα ή αύριο, έχει να κάνει και με την άλλη πλευρά. Εμείς έχουμε μια θέση, που είναι ξεκάθαρη, μαζί με την θέση της Μονής ταυτόσημη».
Σε ερώτηση σχετικά με τις πληροφορίες για επικείμενη επικύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου για την ΑΟΖ από τον Χαφτάρ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απάντησε: «Καταρχάς, δεν υπάρχει καμία εξέλιξη στο κοινοβούλιο της Λιβύης ή αλλαγή στάσης. Το γεγονός ότι υπάρχει αυτό το οποίο διαβάζουμε, είναι η συγκρότηση κάποιας τεχνικής επιτροπής. Αυτή δεν προδιαθέτει για οποιαδήποτε απόφαση. Το άκυρο και ανυπόστατο, να το πούμε να ακουστεί ξανά, Τουρκολιβυκό Μνημόνιο, πότε έγινε γνωστό; Έγινε γνωστό το 2019, τότε είχε ονομαστεί Κυβέρνηση εθνικής συμφωνίας της Λιβύης, η οποία δεν μπορούσε να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια με την Τουρκία, ούτως ή άλλως και για έναν ακόμα λόγο. Γιατί Τουρκία και Λιβύη δεν έχουν ούτε παρακείμενες ούτε αντικείμενες ακτές, για να μπορούν με βάση το Διεθνές Δίκαιο να προβούν σε μια τέτοια Συμφωνία. Άρα η Συμφωνία αυτή είναι άκυρη, ανυπόστατη, δεν αναγνωρίζεται από κανέναν, δεν παράγει αποτελέσματα έναντι τρίτων και αυτό που θα πω, για να μην αποφύγω και την ουσία της απάντησης από δω και πέρα, σε περίπτωση που έχουμε κάποια άλλη εξέλιξη, θα εξαντλήσουμε κάθε δυνατό και αδύνατο μέσο, ούτως ώστε να γίνει σαφές αυτό το οποίο λέμε. Αλλά το ξαναλέω, ούτε έχει αλλάξει κάτι».
Και υπογράμμισε: «Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας παράγει μία εξωτερική πολιτική με αποτέλεσμα, όχι με τυμπανοκρουσίες, αλλά είναι σαφές ότι μιλάμε για ένα άκυρο και ανυπόστατο Μνημόνιο». Και πρόσθεσε: «Αυτή τη στιγμή δεν μιλάμε για στροφή, δεν υπάρχει κάτι το οποίο έχει έρθει καν στο κοινοβούλιο, δεν υπάρχει κάτι το οποίο αλλάζει τη στάση της χώρας, το status quo της χώρας στο συγκεκριμένο θέμα. Ακούγεται για μια τεχνική επιτροπή. Ας δούμε αν υπάρξει κάτι σοβαρότερο, αλλά το διαμηνύουμε ξεκάθαρα».
Κλείνοντας του ζητήθηκε να κάνει ένα σχόλιο για την τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα στο InForum για το brain drain και την έλλειψη κινήτρων προκειμένου οι νέοι να επιστρέψουν. «Επειδή μου αρέσει να μιλάω και με δεδομένα, είδα έναν πίνακα ο οποίος είναι από τη Eurostat, αν θέλετε έτσι να το δείξετε λίγο, το έχω ζουμάρει και στα χρόνια του κύριου Τσίπρα και στα επόμενα ο πίνακας αυτός είναι, αν δείτε έχει δύο δείκτες. Ο ένας δείκτης είναι οι νέοι που φεύγουν και ο άλλος δείκτης είναι οι νέοι που επιστρέφουν. Οι νέοι που επιστρέφουν είναι ο κάτω δείκτης. Στα χρόνια του κύριου Τσίπρα ήτανε υπερπολλαπλάσιοι αυτοί που έφευγαν και πολύ λιγότεροι αυτοί που γύριζαν και "ω του θαύματος" μετά τον κορονοϊό που έπεσαν και οι δύο αριθμοί, εδώ που βλέπετε ότι ανεβαίνει η καμπύλη αυτών που επιστρέφουν και πέφτει αυτών που φεύγουν, είναι μετά το '20, που έφυγε ο κ. Τσίπρας και ήταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Θα σας τον δώσω και αναλυτικά, θα τον ανεβάσω και στα social media. Το λέω και το εννοώ».
Επεσήμανε ακόμη ότι δεν προβληματίζει καθόλου τη ΝΔ το ενδεχόμενο επιστροφής του κ. Τσίπρα, καθώς ούτως ή άλλως δεν ανήκει στον πολιτικό της χώρο και πρόσθεσε: «Εγώ γενικά δεν πιστεύω πολύ στις επιστροφές όταν κάποιος έχει κριθεί από τους πολίτες, αλλά από εκεί και πέρα όμως ποτέ δεν ξέρεις. Σημασία έχει η όποια επιστροφή, αν θέλει ειδικά ο κ. Τσίπρας, όπως διαδίδει, να είναι θεσμική η επιστροφή, να συνοδεύεται και από μία αυτοκριτική. Ανήκω σε μία γενιά, είμαι 37 ετών και πολύ περισσότερο από μένα η επόμενη γενιά από εμένα, οι νεότεροι από εμάς, που όσοι μείναμε υποφέραμε από τους φόρους και τις εισφορές που για πολλά χρόνια έβαζε αυτή η χώρα και το 2015 η βασική συζήτηση που κάναμε ήταν σε ποια χώρα θα μεταναστεύσουμε ή αν μείνουμε πώς θα βρούμε δουλειά. Δέκα χρόνια μετά, με πολλά προβλήματα που υπάρχουν ακόμα, έχουν επιστρέψει 420.000 από τις 650.000 που έχουν φύγει και έχουν δημιουργηθεί πάνω από μισό εκατομμύριο δουλειές και η χώρα μας έχει τη χαμηλότερη ανεργία που είχε τα τελευταία 17 χρόνια. Το ξαναλέω, με πολλά ακόμα θέματα που πρέπει να λύσει. Το να έρχεται λοιπόν ένας εκ των βασικών πρωταγωνιστών των πολιτικών αυτών και το κυριότερο, της κοροϊδίας των νέων, των μεγαλύτερων, των συνταξιούχων και να μιλάει για μια κυβέρνηση που διώχνει το νέο κόσμο, εγώ δεν θα πω κάτι βαρύ, γιατί δεν χρειάζεται να πούμε κάτι βαρύ, είναι, ο ορισμός της πολιτικής υποκρισίας. Από κει και πέρα όμως όπως και όλοι εμείς έτσι και ο κ. Τσίπρας θα κριθεί, εφόσον θέλει να επιστρέψει, από τους πολίτες. Δημοκρατία έχουμε».
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ