Ένα είναι πλέον σαφές κατά τις επικοινωνίες με κυβερνητικά στελέχη: κανείς δεν πιστεύει πως η αξιολόγηση θα έχει ολοκληρωθεί εντός 10 ημερών, δηλαδή έως το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου. Άλλωστε, όσοι είχαν…δεύτερες σκέψεις, μετά και τη μη απόφαση του EWG αναφορικά με την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα, αντελήφθησαν πως δεν υπάρχει το περιθώριο για αισιόδοξα σενάρια εντός του μηνός.
Πλέον, στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν «κυκλώσει» στο ημερολόγιο ένα σημαντικό ορόσημο, την 9η Μαρτίου. Τότε, θα συνεδριάσει η ΕΚΤ και θα αποφασίσει για το ενδεχόμενο συμμετοχής της Ελλάδας στο QE, κάτι που θα εδινε ανάσα στις ελληνικές τράπεζες και θα αποτελούσε μήνυμα υπέρ της σταθερότητας της ελληνικής οικονομίας. Απαραίτητο προαπαιτούμενο όμως για κάτι τέτοιο είναι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ενώ, κατά άλλες πληροφορίες, η ΕΚΤ περιμένει και ένα μήνυμα για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που αφορούν το ελληνικό χρέος, κάτι που θέλει και το ΔΝΤ.
Υπό αυτό το πρίσμα, με βάση έγκυρες πολιτικές πηγές, η κυβέρνηση θα δώσει τη μάχη για να κλείσει η αξιολόγηση έως το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, ακόμα και με νέες υποχωρήσεις και παρά τις επίσημες διαψεύσεις. Η μείωση του αφορολόγητου, αλλά και η μικρή αύξηση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ μπορεί να προσφερθούν ως λάφυρα, προκειμένου να μην υπάρξουν νέες παρεμβάσεις στις συντάξεις και να υπάρξει ίσως μια ευελιξία στο μέτωπο των εργασιακών, εκ μέρους των δανειστών, αλλά σε κάθε περίπτωση διαφαίνεται ένα νέο πλαίσιο ελληνικών υποχωρήσεων, προκειμένου να υπάρξει απεμπλοκή. Βέβαια, κλειδί για την προώθηση της διαδικασίας είναι και η στάση του ΔΝΤ, το οποίο δεν έχει αποφασίσει τη στάση του και αναμένεται να το πράξει στις αρχές Φεβρουαρίου.
Η 9η Μαρτίου, πάντως, δεν αντιμετωπίζεται στο Μέγαρο Μαξίμου ως απλά μια ημερομηνία, όπως έγινε με το Eurogroup του τρέχοντος μήνα. Αν η αξιολόγηση δεν έχει κλείσει ως τότε, τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Ακολουθούν οι εκλογές Ολλανδίας και Γαλλίας, οπότε το Μαξίμου ξορκίζει το ενδεχόμενο να μπλέξει στον εκλογικό κύκλο των δύο χωρών, ενώ, αν δεν υπάρξει η απόφαση της ΕΚΤ και η αξιολόγηση παραμείνει παράλληλα σε εκκρεμότητα, τότε τα διαθέσιμα της χώρας θα ξεκινήσουν να…μετράνε αντίστροφα έως τον Ιούλιο, ενώ και η προβλεφθείσα ανάπτυξη θα είναι πολύ πιο αναιμική έναντι του αναμενομένου. Το Μέγαρο Μαξίμου δεν θέλει να σκέφτεται κάτι τέτοιο, μιας και τότε θα ναρκοθετηθεί για τα καλά το αφήγημα της ανόρθωσης της χώρας, στο οποίο έχει ποντάρει πολλά η κυβέρνηση και προς χάριν του οποίου έχει κάνει επώδυνους συμβιβασμούς.
Τούτων δοθέντων, το Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθεί τις διεργασίες και στο μέτωπο των δανειστών, αν και έχει καταστεί σαφές πως όλοι περιμένουν την κίνηση του ΔΝΤ, ενώ τα αρχικά…διθυραμβικά σχόλια για την πρόταση Schaeuble έχουν γίνει πιο ρεαλιστικά το τελευταίο διάστημα, μιας και ξεκίνησε η στάθμιση των προθέσεων του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.
Η ανησυχία Dijsselbloem και το Washington Group
Μέσα σε αυτό το κλίμα στασιμότητας, πάντως, ήρθαν οι δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup Jeroen Dijsselbloem. Ερωτηθείς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που παραχώρησε στην «L' Echo», για την Ελλάδα και για το κατά πόσο εξακολουθεί να είναι ανήσυχος, απάντησε ότι η χώρα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά, όπως ανέφερε, το μεγάλο ερώτημα είναι το κατά πόσο θα διαρκέσει η πολιτική σταθερότητα. Παράγοντες του Μεγάρου Μαξίμου αποδίδουν μεγάλη σημασία σε αυτή τη διατύπωση, εννοώντας πως από τη μεριά της Ευρώπης υπάρχει διάθεση για διατήρηση του status quo, προκειμένου να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα.
Πλην όμως και παρά τις διαρκείς επικλήσεις κυβερνητικών παραγόντων είτε σε αυτή ακριβώς την πολιτική σταθερότητα είτε στο ότι η αναζωπύρωση κρίσης παρόμοιας με αυτή του 2015 θα είναι μόνο τεχνητή (Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στην Εποχή), η αξιολόγηση δείχνει να έχει κολλήσει, με αποτέλεσμα τα όποια χρονοδιαγράμματα να τίθενται υπό αίρεση, αφού κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πότε και αν θα κλείσουμε, με δεδομένες και τις διαφορές στο μέτωπο των δανειστών. Προς τούτο, δεν αποκλείεται, με βάση ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές, και μια σύγκληση του άτυπου Washington Group το επόμενο διάστημα, προκειμένου να γίνει εκ νέου προσπάθεια για συγκερασμό απόψεων μεταξύ Ευρώπης και ΔΝΤ τόσο για το ζήτημα των πλεονασμάτων και των μέτρων που τα συνοδεύουν όσο και γι’ αυτό του ελληνικού χρέους.