Η επίσκεψη ενός πρωθυπουργού στην αίθουσα των Κοινοβουλευτικών Συντακτών στην τελευταία συνεδρίαση πριν το κλείσιμο της Βουλής για τις γιορτές δεν είναι κάτι τόσο ασυνήθιστο. Ο κ. Τσίπρας όμως ήθελε να δώσει για άλλη μια φορά το μήνυμα πως στους σχεδιασμούς του δεν περιλαμβάνονται οι εκλογές και πως η αξιολόγηση μπορεί να κλείσει τον Ιανουάριο και να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει ένταξη της χώρας μας στο QE στο πρώτο τρίμηνο του 2017.
Αυτό είχε να πει ο κ. Τσίπρας και, πράγματι, σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες ο εκλογικός αιφνιδιασμός δεν είναι το βασικό του πολιτικό σχέδιο. Βεβαίως, θα μπορούσε να προκύψει δι’ ενός…αδιεξόδου ένα εκλογικό απρόοπτο, οπότε, θεωρητικά, το Μέγαρο Μαξίμου θα είναι ήδη καλυμμένο, τόσο μέσω της πολιτικής των στοχευμένων παροχών όσο και μέσω των περιοδειών του πρωθυπουργού που ξεκίνησαν και θα συνεχιστούν και το 2017 ανά την Ελλάδα.
Πάντως, το αν πηγαίνουμε για εκλογές ή όχι (κατά τους συνεργάτες του πρωθυπουργού δεν πηγαίνουμε), εξαρτάται άμεσα από την πορεία της αξιολόγησης. Αυτή, έχει σκαλώσει στις μυλόπετρες του έκτακτου βοηθήματος της κυβέρνησης, το οποίο έδωσε την αφορμή που ζητούσαν οι «σκληροί» της Ευρώπης, με προεξάρχον το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, να εξαντλήσουν την αυστηρότητά τους σε ό,τι αφορά το ελληνικό πρόγραμμα. Όπερ και εγένετο, με αποτέλεσμα η συζήτηση να εξελίσσεται εδώ και δύο μέρες, να φτάνουμε πλέον στην τρίτη μέρα διαβούλευσης για τα επόμενα βήματα. Η επιστολή Τσακαλώτου δεν εστάλη ούτε την Τετάρτη, το ΥΠΟΙΚ μετέδιδε αργά το βράδυ πως ανέμενε…οδηγίες από τον ESM, αναφορικά με το τι πρέπει να περιέχεται στην επιστολή, ενώ τόσο κυβερνητικές όσο και κοινοτικές πηγές ελπίζουν πως σήμερα μπορεί να υπάρξει απεμπλοκή μέσω διαβουλεύσεων, ώστε τα βραχυπρόθεσμα μέτρα να ξεπαγώσουν με νέα απόφαση του ΔΣ του ESM από Ιανουάριο. Βέβαια, πάντα υπάρχει και η…Παρασκευή, μέχρι εκεί όμως, γιατί μετά οι Ευρωπαίοι πατούν pause λόγω χριστουγεννιάτικης ανάπαυλας.
Φυσικά, όπως αναγνωρίζουν πολύπειροι πολιτικοί παρατηρητές, το όλο ζήτημα που έχει ανακύψει με τον επίδομα που μοίρασε η κυβέρνηση είναι μόνο μια ψηφίδα του προβλήματος. Η επαναφορά του ΔΝΤ χθες με παράρτημα επί του blog των κ.κ. Thomsen και Obstfeld, όπου γίνεται λόγος για την ανάγκη διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, προφανώς μέσω μείωσης του αφορολόγητου, και μείωσης της «γενναιόδωρης» συνταξιοδοτικής δαπάνης, θυμίζει το πραγματικό πρόβλημα, το οποίο παραμένει χωρίς συμβιβασμό. Οι «σκληροί» της Ευρωζώνης, πάντως, σε μια τροχιοδεικτική διαδικασία, «έδειξαν τα δόντια τους» στην ελληνική κυβέρνηση, προδιαθέτοντας για μια μακρά συζήτηση, η οποία είναι εξαιρετικά πιθανό να εκτείνεται πέραν του ορόσημου του Ιανουαρίου που θέτει το Μέγαρο Μαξίμου.
Με άλλα λόγια, σκιαγραφείται ήδη ένα νέο «μαρτύριο της σταγόνας», με μακρόχρονες διαβουλεύσεις, μιας και δεν υπάρχει πρόοδος ακόμα επί των θεμελιωδών ζητημάτων: μεσοπρόθεσμοι στόχοι πλεονάσματος, διαρθρωτικά μέτρα που θα πρέπει να τους συνοδεύουν, εργασιακά και δημοσιονομικό κενό του 2018, κατά ιεραρχική σειρά, δεν έχουν συζητηθεί σχεδόν καθόλου από τη μέρα που η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη χορήγηση του βοηθήματος προς τους συνταξιούχους, κάτι που κάνει πολλούς να προετοιμάζονται για μια διαρκή διαδικασία εκ νέου, η οποία στην καλύτερη περίπτωση θα εκτείνεται έως τις αρχές της άνοιξης. Παράλληλα, η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου για την υπόθεση της ΑΓΕΤ μάλλον περιπλέκει παρά απλοποιεί τις συζητήσεις, μιας και αποτιμάται ως αμφίσημη και άρα διαπραγματεύσιμη. Έτσι, Μάρτιος ή Απρίλιος είναι μήνες που έχουν ξεκινήσει να συζητούνται σε πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους, μιας και θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει συγκερασμός θέσεων Ευρώπης-ΔΝΤ σε λίγες εβδομάδες, μεσολαβούσης και της χριστουγεννιάτικης ανάπαυλας, έως το Eurogroup στις 26/1.
Η κατάσταση στη Γερμανία δεν κάνει τα πράγματα ευκολότερα. Η χώρα βρίσκεται σε αναβρασμό μετά το τρομοκρατικό χτύπημα και την παραδοχή των αρχών πως συνέλαβαν λάθος δράστη, ενώ το γεγονός πως ο φερόμενος ως δράστης είχε αιτηθεί ασύλου και είχε τεθεί σε πολύμηνη παρακολούθηση από τις γερμανικές αρχές, αναμένεται να αυξήσει την πίεση στην κ. Μέρκελ. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική απεμπλοκή που φέρεται να επιθυμεί ο πρωθυπουργός καθίσταται όλο και πιο δύσκολη, ενώ σε αυτό το περιβάλλον το γερμανικό ΥΠΟΙΚ δεν προτίθεται να κάνει ιδιαίτερες παραχωρήσεις, με δεδομένη και την αυξανόμενη νευρικότητα Γερμανών βουλευτών. Παράλληλα, ορισμένοι «πονηρεμένοι», διάβαζαν πίσω από τις λέξεις του appendix του Ταμείου που δημοσιεύτηκε χθες, κυρίως στο κομμάτι που αφορά τη συνταξιοδοτική δαπάνη, μια έμμεση πρόσκληση στη Γερμανία να συμφωνήσει σε νέες παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό, μιας και το Ταμείο εξισώνει σχεδόν την εν Ελλάδι δαπάνη με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με άλλα λόγια, αν τα πλεονάσματα πρέπει να μείνουν στο 3,5%, η Γερμανία να συμπλεύσει με το Ταμείο στην ανάγκη για νέα μέτρα-που in verbis το Ταμείο απορρίπτει ως αντιαναπτυξιακά, στην πράξη όμως μπορεί να δεχθεί προκειμένου, τουλάχιστον στη θεωρία, να βγαίνουν τα νούμερα.
Φυσικά, ο ρόλος του Ταμείου είναι η μεγαλύτερη εκκρεμότητα στο πρόγραμμα, μιας και από αυτόν εξαρτώνται εν πολλοίς και οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι. Παρά τα δημοσίως λεγόμενα, το Μαξίμου παρακολουθεί με ανησυχία και ξεκαθαρίζει πως δεν δέχεται νομοθέτηση συγκεκριμένων νέων μέτρων, αλλά και έκταση τυχόν προγράμματος του ΔΝΤ πέραν του 2018. Υπό αυτό το πρίσμα και με δεδομένη την ασυμφωνία, κάποιοι εκτιμούν εκ νέου πως το Ταμείο θα μπορούσε να ενταχθεί στο πρόγραμμα ως «τεχνικός σύμβουλος». Μέχρι να ξεκαθαριστεί αυτό, ο κίνδυνος η Ελλάδα να γίνει «σάντουιτς» ανάμεσα στις απαιτήσεις Βερολίνου-Ουάσινγκτον ελλοχεύει. Και, φυσικά, η διαδικασία της διαπραγμάτευσης παρατείνεται στο διηνεκές, κάτι που οδηγεί στην de facto εξασθένιση της ελληνικής διαπραγματευτικής θέσης.