Από το 2021, ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας (Νόμος 4738/2020) άλλαξε ριζικά το τοπίο της οικονομικής επανεκκίνησης στην Ελλάδα. Η πτώχευση παύει πλέον να είναι ταμπού και μετατρέπεται σε θεσμικό εργαλείο οικονομικής και κοινωνικής επανένταξης.
Η σημαντικότερη τομή συντελείται με το άρθρο 76§1 σύμφωνα με το οποίο η πτώχευση αποσυνδέεται από την εμπορική ιδιότητα. Πτωχευτική ικανότητα αποκτούν όλα τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως αν είναι έμποροι ή επιχειρηματίες. Πλέον, όλα τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως επαγγελματικής ιδιότητας (ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, άνεργοι), μπορούν να ακολουθήσουν την πτωχευτική διαδικασία και να απαλλαγούν πλήρως από τις οφειλές του.
Η καινοτομία αυτή καθιστά την Ελλάδα συμβατή με τα ευρωπαϊκά πρότυπα «δεύτερης ευκαιρίας», όπου η οικονομική αποτυχία δεν αντιμετωπίζεται τιμωρητικά αλλά ως μηχανισμός επανένταξης του πολίτη στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.
Ποιος και πότε μπορεί να πτωχεύσει
Βασική προϋπόθεση της πτώχευσης είναι η παύση πληρωμών, δηλαδή η αδυναμία εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (άρθρο 77§1). Για τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου ισχύει το τεκμήριο παύσης πληρωμών όταν ο οφειλέτης δεν καταβάλει ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον εξήντα τοις εκατό (60%) των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
Το τεκμήριο είναι μαχητό. Ακόμη κι αν δεν συντρέχει, η παύση πληρωμών μπορεί να αποδειχθεί από τα πραγματικά περιστατικά.
Τι είναι η «πτώχευση μικρού αντικειμένου» και ποιον αφορά
«Μικρού αντικειμένου» θεωρούνται οι πτωχεύσεις όταν ο οφειλέτης πληροί τα κριτήρια πολύ μικρής οντότητας του άρθρου 2 Ν. 4308/2014.
Συγκεκριμένα, όταν ικανοποιεί δύο από τα τρία κριτήρια:
- Σύνολο ενεργητικού: 450.000 €
- Κύκλος εργασιών: 900.000 €
- Μέσος όρος απασχολουμένων: 10 άτομα
Για φυσικά πρόσωπα, το κριτήριο «ενεργητικό» εφαρμόζεται στην προσωπική περιουσία. Η ακίνητη περιουσία εντός Ελλάδας αποτιμάται με τη φορολογητέα αξία ΕΝΦΙΑ, εκτός σχεδίου κατά αντικειμενική και στην αλλοδαπή βάσει έκθεσης εκτιμητή.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ύψος του συνολικού χρέους είναι αδιάφορο για τον χαρακτηρισμό μίας πτώχευσης ως μικρού αντικειμένου.
Αρμοδιότητα και ηλεκτρονική υποβολή
Αρμόδιο δικαστήριο για τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου είναι το Πρωτοδικείο του τόπου της κύριας κατοικίας του οφειλέτη ή εκεί όπου είναι το κέντρο των κύριων συμφερόντων του εφόσον πρόκειται για επιχειρηματίες.
Η αίτηση (δικόγραφο) υποβάλλεται ηλεκτρονικά στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας (Η.Μ.Φ.) και καταλήγει στη Γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου. Σε ορισμένα Πρωτοδικεία της χώρας ζητείται και φυσική κατάθεση του φακέλου προκειμένου να εκδοθεί ο αριθμός κατάθεσης της αίτησης (ΓΑΚ/ΕΑΚ).
Πότε κηρύσσεται πτώχευση και τι ακολουθεί
Η πτώχευση κηρύσσεται μόνο εφόσον, με βάση τα οικονομικά στοιχεία που προσκομίζονται, το δικαστήριο πιθανολογήσει ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα μέσα του οφειλέτη δεν αρκούν, τότε δεν προχωρά σε κήρυξη πτώχευσης, αλλά διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας του στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.
Σε περίπτωση κήρυξης πτώχευσης, ορίζεται Σύνδικος, ο οποίος αναλαμβάνει τη διαχείριση και εκποίηση της περιουσίας του πτωχού προκειμένου να ικανοποιηθούν οι πτωχευτικοί πιστωτές.
Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας (κινητής και ακίνητης) που ανήκει στον οφειλέτη κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, όπου κι αν βρίσκεται.
Για φυσικά πρόσωπα, σε αυτήν προστίθεται το μέρος του ετήσιου εισοδήματος που υπερβαίνει είτε τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, είτε το δωδεκαπλάσιο του ακατάσχετου ορίου, όποιο είναι μεγαλύτερο.
Δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία τα ακατάσχετα ή εξαιρούμενα με ειδικές διατάξεις νόμων περιουσιακά στοιχεία, ούτε η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης.
Συνέπειες κήρυξης πτώχευσης
Από την κήρυξη της πτώχευσης παγώνουν αυτόματα όλα τα ατομικά μέτρα εκτέλεσης κατά του οφειλέτη — κατασχέσεις, αγωγές, πλειστηριασμοί και κάθε άλλη ενέργεια για την ικανοποίηση πτωχευτικών απαιτήσεων. Οι πιστωτές δεν μπορούν να κινηθούν μεμονωμένα, καθώς από το σημείο αυτό και μετά ισχύει το καθεστώς συλλογικής ικανοποίησης μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας.
Εξαίρεση υπάρχει για τους ενέγγυους πιστωτές, δηλαδή όσους διαθέτουν εμπράγματη ασφάλεια (υποθήκη, προσημείωση, ενέχυρο κ.λπ.). Αυτοί μπορούν να συνεχίσουν ή να ξεκινήσουν διαδικασίες εκτέλεσης μόνο επί του συγκεκριμένου αντικειμένου της ασφάλειάς τους. Με άλλα λόγια, ενώ όλοι οι υπόλοιποι πιστωτές δεσμεύονται από την αναστολή, οι ενέγγυοι διατηρούν το δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης επί του περιουσιακού στοιχείου που έχουν εξασφαλίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα.
Απαλλαγή από τα χρέη: προϋποθέσεις και χρόνος
Η απαλλαγή από τις οφειλές επέρχεται καταρχήν σε 3 έτη από την κήρυξη της πτώχευσης ή από την καταχώριση στο Η.Μ.Φ. (όταν δεν κηρύσσεται πτώχευση λόγω ανεπάρκειας περιουσίας) και καταλαμβάνει οφειλές που δημιουργήθηκαν πριν την κατάθεση της αίτησης, είτε ατομικές είτε από συνυπευθυνότητα.
Σε 1 έτος επέρχεται απαλλαγή όταν η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή/και άλλα πάγια περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το δέκα τοις εκατό (10%) των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, εξαιρουμένων όσων έχουν αποκτηθεί στην διάρκεια των δώδεκα (12) μηνών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης (α. 92 § 3).
Η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του δεν είναι απόλυτα εξασφαλισμένη. Ο νόμος δίνει το δικαίωμα σε κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον -π.χ. πιστωτή ή Δημόσιο φορέα- να ασκήσει προσφυγή κατά της απαλλαγής, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις αθέμιτης ή δόλιας συμπεριφοράς.
Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να αφορούν:
- Απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων ή εισοδημάτων,
- Παραποίηση οικονομικών στοιχείων στην αίτηση ή στα δικαιολογητικά,
- Μη συνεργασία με τον σύνδικο ή το δικαστήριο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας,
- Κάθε άλλη ενέργεια που δείχνει κακή πίστη ή καταστρατήγηση του σκοπού του νόμου.
Σε περίπτωση προσφυγής, το πτωχευτικό Δικαστήριο θα αποφανθεί εάν ο οφειλέτης θα οδηγηθεί στην απαλλαγή ή όχι. Η απόφαση του δικαστηρίου είναι καθοριστική, καθώς κρίνει αν ο οφειλέτης θα διατηρήσει το δικαίωμα της οριστικής απαλλαγής ή αν θα το χάσει, παραμένοντας υπεύθυνος για τα χρέη του. Πρόκειται για τον τελικό έλεγχο αξιοπιστίας του αιτούντος, ο οποίος διασφαλίζει ότι ο θεσμός της πτώχευσης υπηρετεί τον σκοπό του — την ειλικρινή και νόμιμη οικονομική επανένταξη του οφειλέτη και όχι την κατάχρηση του από στρατηγικά κακοπληρωτές..
Συμπέρασμα - Η ουσία της δεύτερης ευκαιρίας
Η πτώχευση μικρού αντικειμένου δεν αποτελεί πλέον ταμπού.
Πρόκειται για μια θεσμικά κατοχυρωμένη διαδικασία και λειτουργεί ως μηχανισμός Δεύτερης Ευκαιρίας που επιτρέπει στον οφειλέτη να επανενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική ζωή, απαλλαγμένος οριστικά από τα χρέη του παρελθόντος.
Η αναστολή ατομικών διώξεων και η πλήρης απαλλαγή από τις οφειλές καθιστούν το νέο πλαίσιο ρεαλιστική λύση για όποιον έχει φτάσει σε οικονομικό αδιέξοδο.