Αν μπορούσε κανείς να συμπεριλάβει σε ένα εγχειρίδιο ένα παράδειγμα προς αποφυγήν για τον τρόπο διαχείρισης μιας κρίσης χρέους, αυτό σίγουρα θα ήταν η Ελλάδα. Σχεδόν δέκα χρόνια έχουν περάσει από τότε που η Αθήνα ζήτησε για πρώτη φορά βοήθεια και η οικονομική ύφεση δεν έχει παρέλθει.
Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg - και τη στήλη Bloomberg View - για να μην «πνιγεί» η Ελλάδα από το υπέρογκο δημόσιο χρέος της, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να συναινέσουν σε επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, εκτός από την επέκταση ωριμάνσεων και τη μείωση των επιτοκίων, κάτι για το οποίο έχουν ήδη συμφωνήσει.
Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το ενδιαφέρον το συζητήσεων για το μέλλον της Ευρωζώνης επικεντρώνεται στο πώς θα μπορέσει να γίνει η αναδιάρθρωση ενός δημοσιονομικού χρέους με τον ευκολότερο δυνατό τρόπο.
Η Ευρωζώνη θα έπρεπε να είναι προσεκτική με την αυτόματη ενεργοποίηση των μηχανισμών γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να ενισχύσουν την κρίση ενώ στην πραγματικότητα ενεργοποιούνται για να την καταστείλουν.
Η συζήτηση για το μέλλον της αναδιάρθρωσης του χρέους σε επίπεδο Ευρωζώνης συνολικά περιλαμβάνει δύο θέσεις.
Η πρώτη τάση, η οποία είναι ευρέως αποδεκτή από τη Γερμανία, θεωρεί ότι απαιτείται μια συντεταγμένη αναδιάρθρωση χρέους και αυτό είναι ένα ουσιαστικό βήμα για τη νομισματική ένωση. Όταν μια χώρα ζητά οικονομική βοήθεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), οι δανειστές θα έπρεπε να εξετάσουν άμεσα το θέμα της αναδιάρθρωσης χρέους. Αυτό θα διασφάλιζε την καλύτερη κατανομή των κινδύνων ανάμεσα σε όσους χρωστούν και τον ESM. Η απειλή του «κουρέματος» θα καταστήσει τους επενδυτές πιο διορατικούς συμβάλλοντας στην οικονομική πειθαρχία στην ευρωζώνη.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, συμπεριέλαβε πολλές τέτοιες ιδέες σε ένα «non paper» για το μέλλον της νομισματικής ένωσης, το οποίο άφησε να κυκλοφορήσει φεύγοντας από το υπουργείο.
Μια ομάδα οικονομολόγων στην οποία συμπεριλαμβάνονται και μέλη του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων έχουν υποστηρίξει τους αυτόματους μηχανισμούς συνδέοντας διαφορετικές αποφάσεις αναδιάρθρωσης χρέους με το συνολικό επίπεδο χρέους.
Η δεύτερη τάση περιλαμβάνει ακαδημαϊκούς και πολιτικούς στην Ιταλία και αντιμετωπίζει με μεγάλο σκεπτικισμό την ιδέα της αναδιάρθρωσης χρέους. Αυτή την οπτική υποστηρίζει ο Guido Tabellini, καθηγητής Οικονομικών του πανεπιστημίου Bocconi σε μια πρόσφατη στήλη του στο VOX.
Ο Tabellini πιστεύει ότι οι αγορές είναι ένας ατελής μηχανισμός για τις κυβερνήσεις καθώς τείνουν να αντιδράσουν με μεγάλη καθυστέρηση και πολύ ξαφνικά. Όπως σημειώνει, στην περίπτωση της κρίσης στην Ελλάδα, τα κόστη της οικονομικής κρίσης είναι τέτοια που καμία κυβέρνηση δεν θέλει να ασχοληθεί με αυτά. Ο καθηγητής υποστηρίζει τη δημιουργία ενός νέου τύπου ομολόγων που θα συνδέονται με το ΑΕΠ και τα οποία θα αντιμετώπιζαν τις απώλειες σε περίπτωση κρίσης. Το «παραδοσιακό» χρέος δεν θα επηρεαζόταν με βάση αυτή τη λογική, σημειώνει.
Ταυτόχρονα, το να τίθεται ένα κατώτατο όριο στην αναδιάρθρωση του χρέους όπως υποστηρίζουν τα στελέχη του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων δεν θεωρείται ο καταλληλότερος τρόπος όπως υποστηρίζει η δεύτερη τάση.
Για αρχή, δεν υπάρχει ένας μαγικός αριθμός ο οποίος να αποτελεί ένδειξη ότι το χρέος καθίσταται μη βιώσιμο. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένης και της εμπιστοσύνης των αγορών και μια ακόμη παραμέτρου η οποία σχετίζεται με το ποιος κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών. Δεύτερον, αν οριζόταν ένα συγκεκριμένο νούμερο αυτό θα καθιστούσε τις αγορές ευάλωτες σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες επειδή οι επενδυτές θα ήταν διστακτικοί να αγοράσουν χρέος πάνω από αυτό το επίπεδο. Αυτή η ιδέα θα είχε νόημα αν το χρέος όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ξεκινούσε από ένα ίδιο, χαμηλό επίπεδο. Κάποιες χώρες όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία παρουσιάζουν επίπεδα χρέους τα οποία υπερβαίνουν το 100% του ΑΕΠ και ένας αυτόματος μηχανισμός θα δημιουργήσει αμέσως ανισορροπία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρωζώνη θα έπρεπε να βελτιώσει τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης χρέους. Όταν τα επίπεδα χρέους μιας χώρας είναι μη βιώσιμα, η μείωσή του αποτελεί προϋπόθεση η οποία διασφαλίζει ότι η χώρα έχει καλύτερες προοπτικές να επιστρέψει σε τροχιά ανάκαμψης. Σε αυτό το πλαίσιο ένας μηχανισμός αναδιάρθρωσης χρέους αποτελεί επίσης σημαντικό βήμα για το χτίσιμο της εμπιστοσύνης. Αν θέλουμε να ζητήσουμε από τα κράτη να αυξήσουν τη συμβολή τους στον ESM, θα ήταν δίκαιο να βεβαιωθούμε ότι τα προγράμματα οικονομικής βοήθειας υλοποιούνται με πιο αποτελεσματικό τρόπο από ό,τι έγινε στην περίπτωση της Ελλάδας.