Όταν οι αγορές αγνοούν τις προειδοποιήσεις, η ιστορία τείνει να επαναλαμβάνεται. Έναν αιώνα μετά τη Μεγάλη Ύφεση, οι παραλληλισμοί πληθαίνουν: υπερβολική αισιοδοξία, φθηνό χρήμα, μαζική κερδοσκοπία και η αγωνία να μη χαθεί το «επόμενο μεγάλο στοίχημα». Από τον χρυσό και τα κρυπτονομίσματα έως την τεχνητή νοημοσύνη και τη βιομηχανία ρομπότ, οι φούσκες πολλαπλασιάζονται και το εύλογο ερώτημα δεν είναι αν υπάρχουν, αλλά ποια θα σκάσει πρώτη.
Δύο μήνες πριν από τη Μαύρη Δευτέρα -τη χρηματιστηριακή κατάρρευση που άνοιξε τον δρόμο για τη Μεγάλη Ύφεση- ο οικονομολόγος από τη Μασαχουσέτη Ρότζερ Μπάμπσον έκρουσε δημόσια τον κώδωνα του κινδύνου. Παρακολουθώντας με ανησυχία το κύμα μικροεπενδυτών που δανείζονταν κεφάλαια για να τοποθετηθούν στο χρηματιστήριο, προειδοποίησε σε ομιλία του ότι «αργά ή γρήγορα έρχεται μια κατάρρευση και μπορεί να είναι τρομερή». Η αντίδραση της αγοράς ήταν άμεση: οι δείκτες υποχώρησαν κατά 3%, σε μια πτώση που έμεινε γνωστή ως το «Διάλειμμα του Μπάμπσον».
Η αναταραχή, ωστόσο, αποδείχθηκε προσωρινή. Όπως σημειώνει ο Άντριου Ρος Σόρκιν στο νέο του ιστορικό βιβλίο 1929: «Μέσα στη Μεγαλύτερη Κατάρρευση στην Ιστορία της Wall Street και πώς διέλυσε ένα έθνος, η αγορά σύντομα αγνόησε τις δυσοίωνες προβλέψεις. Η αισιοδοξία που γεννούσαν τότε νέα προϊόντα μαζικής κατανάλωσης, όπως το ραδιόφωνο και το αυτοκίνητο, επανέφερε την αυτοπεποίθηση των επενδυτών».
Oι σύγχρονες «Κασσάνδρες»
Έναν αιώνα αργότερα, οι παραλληλισμοί επανέρχονται, σημειώνει το Bloomberg. Πολλές σύγχρονες «Κασσάνδρες» προειδοποιούν για την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ), εστιάζοντας στις υψηλές αποτιμήσεις τεχνολογικών εταιρειών και στην άνευ φραγμών επιδίωξη της γενικής τεχνητής νοημοσύνης - συστημάτων δηλαδή που θα μπορούσαν να εκτελούν σχεδόν κάθε ανθρώπινη εργασία, και ίσως περισσότερες.
Τα μεγέθη είναι εντυπωσιακά. Σύμφωνα με την εταιρεία ανάλυσης δεδομένων Omdia, οι τεχνολογικοί όμιλοι αναμένεται να δαπανούν έως και 1,6 τρισ. δολάρια ετησίως για την ανάπτυξη κέντρων δεδομένων μέχρι το 2030. Το κύμα αισιοδοξίας γύρω από την ΑΙ, της οποίας η κερδοφορία παραμένει προς το παρόν θεωρητική, προβληματίζει πολλούς επενδυτές. Παρ’ όλα αυτά, όπως και πριν από εκατό χρόνια, ο φόβος του να μείνουν εκτός του επόμενου μεγάλου ράλι οδηγεί αρκετές εταιρείες στο να παραβλέπουν τις προειδοποιήσεις. Όπως επισημαίνουν αναλυτές, η αγορά εξακολουθεί να κινείται στη φάση της «παράλογης ευφορίας».
Υπερβολική ευφορία
Ως κερδοσκοπική φούσκα ορίζεται κάθε φαινόμενο στο οποίο η αξία ενός ενεργητικού αυξάνεται με μη βιώσιμο τρόπο πέρα από μια θεμελιώδη αξία. Υπό αυτή την έννοια, φούσκες υπάρχουν σχεδόν παντού. Και φαίνεται να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν συγχρονισμένα.

Ενδείξεις υπερθέρμανσης καταγράφονται σε ολοένα και περισσότερα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Ο χρυσός, για παράδειγμα, έχει ενισχυθεί σχεδόν κατά 64% στο δωδεκάμηνο έως τις 12 Δεκεμβρίου, γεγονός που τροφοδοτεί συζητήσεις για πιθανή φούσκα. Παράλληλα, ανησυχίες διατυπώνονται και για το δημόσιο χρέος, με τον επικεφαλής του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, Μπέργκε Μπρέντε, να επισημαίνει πρόσφατα ότι τα κράτη, συλλογικά, δεν έχουν βρεθεί τόσο βαθιά στο «κόκκινο» από την εποχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο επίκεντρο της κριτικής βρίσκεται και η αγορά της ιδιωτικής πίστης, ύψους περίπου 3 τρισ. δολαρίων. Πρόκειται για δάνεια που χορηγούνται από μεγάλους επενδυτικούς οίκους, συχνά για την κατασκευή κέντρων δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης, εκτός του αυστηρά ρυθμιζόμενου τραπεζικού πλαισίου. Ο Τζέφρι Γκάντλαχ, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της DoubleLine Capital, χαρακτήρισε αυτή την αδιαφανή και ουσιαστικά ανεξέλεγκτη δραστηριότητα «δανεισμό σκουπιδιών», ενώ ο επικεφαλής της JPMorgan Chase, Τζέιμι Ντάιμον, προειδοποίησε ότι συνιστά «συνταγή για χρηματοπιστωτική κρίση».
Το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου ότι το ενεργητικό στο «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» - ασφαλιστικές εταιρείες, αντισταθμιστικά ταμεία και επενδυτικά κεφάλαια – έχει ξεπεράσει τα 250 τρισ. δολάρια, γεγονός που εάν συνδυαστεί με την αδιαφάνεια συνιστά σημαντικούς κινδύνους για το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Cryptos και κερδοσκοπία
Την ίδια ώρα, οι ακραίες διακυμάνσεις στα κρυπτονομίσματα ενισχύουν το αίσθημα αστάθειας. Η συνολική κεφαλαιοποίηση του Bitcoin αυξήθηκε κατά 636 δισ. δολάρια από τις αρχές του έτους έως τις 6 Οκτωβρίου, πριν εξαϋλωθεί πλήρως και μάλιστα με το παραπάνω έως τις 12 Δεκεμβρίου.
Αντίστοιχα, η αγορά των memecoins γνώρισε εκρηκτική άνοδο και εξίσου απότομη κατάρρευση: από όγκο συναλλαγών 170 δισ. δολαρίων τον Ιανουάριο, υποχώρησε στα 19 δισ. δολάρια έως τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με στοιχεία της Blockworks. Στην πρώτη γραμμή των απωλειών βρέθηκαν τα νομίσματα $TRUMP και $MELANIA, τα οποία κυκλοφόρησαν δύο ημέρες πριν από την Ημέρα της Ορκωμοσίας και έχουν έκτοτε χάσει το 88% και το 99% της αξίας τους αντίστοιχα. Για πολλούς επενδυτές, τα συγκεκριμένα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία δεν αντιμετωπίστηκαν ως επενδύσεις με μακροπρόθεσμη αξία, αλλά ως μέσα ταχείας κερδοσκοπίας.

Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να συνδέεται και με ευρύτερες κοινωνικές και δημογραφικές τάσεις. Πρόσφατη δημοσκόπηση της Harris δείχνει ότι έξι στους δέκα Αμερικανούς φιλοδοξούν πλέον να αποκτήσουν ακραίο πλούτο, ενώ το 70% των ερωτηθέντων της Gen Z και των millennials δηλώνει ότι θέλει να γίνει δισεκατομμυριούχος - ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από εκείνο της Gen X και των baby boomers. Αντίστοιχα, έρευνα της Empower κατέγραψε την πεποίθηση των νεότερων γενεών ότι η «οικονομική επιτυχία» προϋποθέτει αποδοχές σχεδόν 600.000 δολαρίων ετησίως και καθαρή περιουσία 10 εκατ. δολαρίων.
Η ταχύτητα με την οποία διαχέονται πληροφορίες και «ευκαιρίες» μέσω του TikTok, των ομαδικών συνομιλιών και των φόρουμ του Reddit έχει ενισχύσει τη δυναμική αυτή. Αν και θεωρητικά η καθολική πρόσβαση στη γνώση θα μπορούσε να λειτουργήσει εξισορροπητικά, στην πράξη έχει οδηγήσει σε φαινόμενα μαζικής μίμησης και συμπεριφοράς αγέλης.
Κλάδος τροφίμων και media
Ακόμη και ο τομέας των τροφίμων δεν μένει ανεπηρέαστος. Μια «φούσκα πρωτεΐνης» φαίνεται να διαμορφώνεται, με προϊόντα κάθε είδους - από ποπ κορν έως δημητριακά πρωινού - να προβάλλουν την υψηλή περιεκτικότητά τους σε πρωτεΐνη, στοχεύοντας σε καταναλωτές με αυξημένη ευαισθησία για την υγεία.
Στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, ανάλογες υπερβολές εντοπίζονται σε ορισμένα ενημερωτικά δελτία, σε podcasts με διάσημους παρουσιαστές και σε βιογραφικά ντοκιμαντέρ διασημοτήτων που κάνουν την εμφάνισή τους σχεδόν κάθε εβδομάδα στις πλατφόρμες streaming — με πιο πρόσφατα παραδείγματα τις παραγωγές του Netflix για τον Έντι Μέρφι και τη Βικτόρια Μπέκαμ.
Στην ΑΙ το μεγαλύτερο ρίσκο
Ωστόσο, το μεγαλύτερο ρίσκο εντοπίζεται αυτή τη στιγμή στην τεχνητή νοημοσύνη. Καμία εταιρεία δεν επιθυμεί να βρεθεί εκτός της κούρσας και οι μεγάλοι παίκτες επιταχύνουν τις επενδύσεις τους. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί χρηματοδοτούν τα κέντρα δεδομένων κυρίως από ισχυρούς ισολογισμούς, όμως δεν ισχύει το ίδιο για όλους.

Η Oracle, ένας παραδοσιακός παίκτης της αγοράς βάσεων δεδομένων και μάλλον απρόσμενος διεκδικητής στην κούρσα της ΑΙ, αντλεί 38 δισ. δολάρια μέσω δανεισμού για την ανάπτυξη υποδομών στο Τέξας και το Ουισκόνσιν.
«Όταν βλέπουμε εταιρείες να επενδύουν δεκάδες δισεκατομμύρια σε κέντρα δεδομένων με δανεικά και χωρίς εξασφαλισμένη πελατειακή βάση, τότε αρχίζω πραγματικά να ανησυχώ», τονίζει στο Βloomberg ο Γκιλ Λούρια, διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρείας D.A. Davidson & Co.
H βιομηχανία ρομπότ
Τα ρομπότ κινεζικής κατασκευής έχουν χορέψει σε τηλεοπτικές εκπομπές, έχουν συμμετάσχει σε αγώνες μποξ και έχουν τρέξει σε μαραθωνίους.
Αυτό έχει πυροδοτήσει μεγάλο ενθουσιασμό αλλά ταυτόχρονα και ανησυχίες ότι η βιομηχανία ρομπότ στην Κίνα κινείται υπερβολικά γρήγορα. Μπορούν μεν να μιμηθούν τις ανθρώπινες κινήσεις και να κάνουν βασικές εργασίες, αλλά δεν μπορούν ακόμα να αντικαταστήσουν τον άνθρωπο στα περισσότερα πράγματα. Έτσι, όσο πληθαίνουν οι εταιρείες που μπαίνουν στον κλάδο, το Πεκίνο προειδοποιεί για «φούσκα».
Τουλάχιστον 150 κατασκευαστές μάχονται για ένα μερίδιο στην αγορά, σύμφωνα με την κινεζική κυβέρνηση, η οποία προειδοποίησε ότι ένας μεγάλος αριθμός προμηθευτών ενδέχεται να «στριμωχτεί» σε ένα μικρό κομμάτι της αγοράς.
Το σκηνικό αυτό υποδηλώνει ότι η τεχνολογική καινοτομία κινδυνεύει να μετατραπεί σε κερδοσκοπία υψηλού ρίσκου, στο πλαίσιο μιας οικονομίας που θυμίζει καζίνο: υπερμοχλευμένη, εύθραυστη και γεμάτη φούσκες έτοιμες να σκάσουν μόλις αρχίσει να διαχέεται η αμφιβολία.