Η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών που το 2024 κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις πλούτου, όπως αναφέρει η UBS στην εμβληματική ετήσια έκθεσή της Global Wealth Report 2025, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, αλλά και τη μεγαλύτερη επιδείνωση της ανισοκατανομής του.
Πιο συγκεκριμένα, ο μέσος πλούτος ανά ενήλικα στην Ελλάδα, σε εγχώριο νόμισμα (συνυπολογίζοντας δηλαδή μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες) αυξήθηκε το 2024 σε ποσοστό 7%, αντίστοιχο του ρυθμού που καταγράφηκε στις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Έτσι, η χώρα μας κατατάσσεται στην ένατη θέση, μεταξύ των 56 οικονομιών του δείγματος της έκθεσης της UBS.
Η Δανία βρέθηκε στην κορυφή της σχετικής λίστας, με αύξηση 13%, ενώ διψήφια ποσοστά αύξησης εμφάνισαν, κατά σειρά, η Νότια Κορέα, η Σουηδία, η Ιρλανδία, η Πολωνία και η Κροατία. Ισπανία και Ολλανδία ακολούθησαν με αύξηση μεταξύ 8% και 10%.

Ταυτόχρονα όμως, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών με τη μεγαλύτερη επιδείνωση στην ανισοκατανομή πλούτου. Για την ακρίβεια, η μεγαλύτερη επιδείνωση καταγράφεται σε Ολλανδία, Αυστρία και Ελλάδα, όπως αναφέρει ο οίκος, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, την Ταϊλάνδη και το Ηνωμένο Βασίλειο όπου καταγράφεται η μεγαλύτερη βελτίωση.
Πλουσιότεροι οι δισεκατομμυριούχοι
Στο δείγμα της UBS περιλαμβάνονται 2.891 δισεκατομμυριούχοι, άνθρωποι δηλαδή με περιουσία από 1 έως 49 δισ. δολάρια, ενώ 31 άτομα είχαν περιουσία 50 δισ. δολαρίων και άνω.
Σε 35 χώρες οι περιουσία των δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε το 2024, σε σχέση με το 2023, ενώ σε 15 χώρες εμφανίστηκε μειωμένη.
Και εδώ, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών όπου οι δισεκατομμυριούχοι είδαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις πλούτου, μαζί με τη Σιγκαπούρη, το Κατάρ και την Πολωνία. Οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν σε Ολλανδία και Ουρουγουάη.
Πλούτος vs. εισόδημα, μέσος vs. διάμεσος
Όπως διευκρινίζει η UBS, «ο πλούτος και το εισόδημα είναι δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες. Αν και είναι προφανές ότι μια χώρα με υψηλούς μέσους μισθούς έχει περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζει υψηλότερα επίπεδα ατομικού πλούτου σε σύγκριση με μια χώρα χαμηλού εισοδήματος, η σχέση μεταξύ των δύο μεγεθών μόνο απλή δεν είναι.
Ο μισθός είναι απλώς ένας από τους πιθανούς δρόμους προς τον πλούτο. Τα επιχειρηματικά κέρδη είναι ένας άλλος, όπως και το ποσοστό αποταμίευσης και η πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, που επιτρέπει στους ανθρώπους να επενδύουν με αποδοτικό τρόπο τις αποταμιεύσεις τους με την πάροδο του χρόνου».
Οι αναλυτές της UBS εξηγούν επίσης ότι άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στον ατομικό πλούτο είναι «η δυνατότητα πρόσβασης στην ιδιοκτησία ακινήτων (…) σε συνδυασμό με την αύξηση (ή μη) της αξίας των ακινήτων, καθώς και το φορολογικό καθεστώς και η δυναμική της οικονομίας.
Ως αποτέλεσμα, ορισμένες χώρες εμφανίζουν εντυπωσιακά υψηλά επίπεδα πλούτου σε σχέση με τους μέσους μισθούς τους, ενώ άλλες υστερούν στον παραγόμενο πλούτο, παρά τα συγκριτικά υψηλά εισοδήματά τους».
Επισημαίνουν επίσης ότι «όταν μια χώρα καταγράφει αύξηση του συνολικού προσωπικού πλούτου, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι κάτοικοί της έχουν γίνει πλουσιότεροι: μπορεί απλώς να οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού, χωρίς να έχει σημειωθεί κάποια άνοδος στον πλούτο κάθε ατόμου ξεχωριστά. Ο δείκτης του πλούτου ανά ενήλικα διορθώνει αυτή την ασάφεια, όμως προκύπτει τότε το ερώτημα αν θα χρησιμοποιηθεί ο μέσος ή ο διάμεσος πλούτος».
«Οι μέσοι όροι δεν μας λένε τίποτα για τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται ο πλούτος, ενώ ο διάμεσος πλούτος απλώς αντιπροσωπεύει το επίπεδο πάνω από το οποίο το 50% του πληθυσμού έχει περισσότερα και το άλλο 50% λιγότερα. Είναι μάλιστα πιθανό να μην υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος σε μια χώρα που να διαθέτει ακριβώς τον μέσο ή τον διάμεσο πλούτο. Κατά συνέπεια, κανένα από αυτά τα στοιχεία από μόνο του δεν αρκεί για να μας δώσει την πλήρη εικόνα για το τι συμβαίνει. Μόνο αν τα εξετάσουμε όλα μαζί και τα συγκρίνουμε μεταξύ τους μπορούμε να πλησιάσουμε σε μια πιο ουσιαστική κατανόηση της πορείας του πλούτου» εξηγεί η UBS.