Έναν «οδικό χάρτη» για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους σε διάστημα 660 ημερών περιγράφει το προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2017.
Τα μέτρα που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον οδικό χάρτη θα στοχεύουν στην αντιστάθμιση σημαντικού μέρους των κινδύνων αγοράς που ενυπάρχουν στο υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο χρέους με την μετατροπή των κυμαινομένων επιτοκίων σε σταθερά και στην περαιτέρω ομαλοποίηση του προφίλ λήξεων των δανείων που έχει λάβει η Ελλάδα από την ευρωζώνη ώστε να καταστούν πιο προβλέψιμες οι μελλοντικές δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους. Αυτό θα επιδιωχθεί με :
-Την εξομάλυνση των λήξεων των δανείων που έχει χορηγήσει στην Ελλάδα το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).
-Την πλήρη κατάργηση από το 2018 του επιτοκιακού «πέναλτι» 2% που προκύπτει από το δάνειο που έλαβε η Ελλάδα για την επαναγορά χρέους το 2012.
-Τη χρησιμοποίηση των κερδών του 2014 από τα ελληνικά ομολόγα «ANFA» και «SMP» για τη μείωση των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας.
-Τη μερική αποπληρωμή δανείων του EFSF μέσω του ESM.
-Την επιπλέον εξομάλυνση των λήξεων των δανείων του EFSF με επιμήκυνση της μέσης σταθμικής τους διάρκειας, με σταθεροποίηση των επιτοκίων τους και με αναβολή πληρωμής τόκων.
Θα πρέπει πάντως να τονισθεί πως στη δήλωση συμπερασμάτων της αποστολής του ΔΝΤ με επικεφαλής την Ντέλια Βελκουλέσκου που συνέταξε την έκθεση του άρθρου 4 του Ταμείου για την Ελλάδα και η οποία δημοσιεύτηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2016 γινόταν η εξής αναφορά: «Για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η οποία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που εξετάζεται, και η οποία πρέπει να υπολογιστεί βάσει ρεαλιστικών παραδοχών σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να δημιουργήσει βιώσιμα πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του προσχεδίου Προϋπολογισμού 2017 το ύψος του χρέους της κεντρικής διοίκησης προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 330 δισ. ευρώ ή στο 181% του ΑΕΠ, αυξημένο κατά 8 δισ. ευρώ έναντι του 2016. Οι δαπάνες για του τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης θα κυμανθούν στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του 3% του ΑΕΠ (5,5 δισ. ευρώ), όταν το 2012 ήταν στο 6,3% του ΑΕΠ, ήτοι στα 12 δισ. ευρώ.