Λ. Παπαδήμος: Αναγκαία η άμεση ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών

Νένα Μαλλιάρα
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Λ. Παπαδήμος: Αναγκαία η άμεση ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και η ενοποίηση των κεφαλαιαγορών
Η εξελισσόμενη διεθνής γεωπολιτική και οικονομική κρίση καθιστά αναγκαία την άμεση υλοποίηση των απαιτούμενων ρυθμίσεων και μέτρων για την ενίσχυση και ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, καθώς και για την εμβάθυνση και ενοποίηση των κεφαλαιαγορών στην ευρωζώνη

Η εξελισσόμενη διεθνής γεωπολιτική και οικονομική κρίση καθιστά αναγκαία την άμεση υλοποίηση των απαιτούμενων ρυθμίσεων και μέτρων για την ενίσχυση και ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, καθώς και για την εμβάθυνση και ενοποίηση των κεφαλαιαγορών στην ευρωζώνη. Τα οφέλη για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την εθνική οικονομία θα είναι σημαντικά. Οι προκλήσεις για την παγκόσμια, ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία είναι πολλαπλές και σύνθετες, αλλά το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει τις δυνατότητες και τις δεξιότητες - με την αξιοποίηση του υψηλού ανθρώπινου δυναμικού και την εφαρμογή της νέας τεχνολογίας - να τις αντιμετωπίσει με επιτυχία, σε ένα περιβάλλον πρόσφορης οικονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής και εθνικής ομοψυχίας, και να αποτελέσει εκ νέου μοχλό προόδου για την ανάπτυξη της οικονομίας και την βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας.

Τα παραπάνω επεσήμανε ο πρώην Διοικητής της ΤτΕ και προσωρινός Πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 2011 – 2012, Λουκάς Παπαδήμος, μιλώντας στην πρόσφατη εκδήλωση της Eurobank για τον εορτασμό των 30 ετών από την ίδρυσή της και την παρουσίαση του βιβλίου του καθηγητή Χρήστου Γκόρτσου, το οποίο εξετάζει και αξιολογεί την ιστορία της Τράπεζας κατά τα πρώτα 20 χρόνια λειτουργίας της (1998-2008).

Όπως είπε ο κ. Παπαδήμος, η πανδημία του κορονοϊού, με τις δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση, ανέδειξε την επιτακτική ανάγκη ολοκλήρωσης της Τραπεζικής Ένωσης και της εύρυθμης λειτουργίας μιας βαθιάς και ενιαίας ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς.

Το 2021 ελήφθησαν αποφάσεις και δρομολογήθηκαν σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις προς την κατεύθυνση ολοκλήρωσης της Τραπεζικής Ένωσης. Συγκεκριμένα, τροποποιήθηκαν (i) η Συνθήκη για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και (ii) η Διακυβερνητική Συμφωνία για το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (SRM) τραπεζών, ώστε μετά την κύρωση της αναθεωρημένης Συνθήκης από τα κράτη-μέλη, να τεθεί σε ισχύ το 2022 ο κοινός μηχανισμός ασφαλείας (common backstop mechanism) του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης. Πραγματοποιήθηκαν, επομένως, αξιοσημείωτα βήματα προς την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, ενώ, παράλληλα, ελήφθησαν, ή προτάθηκαν προς επεξεργασία, μέτρα για την εμβάθυνση και ενοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών.

Πάντως, όπως σημείωσε ο κ. Παπαδήμος, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε το 2021 και στο τρέχον έτος, δεν έχουν ακόμη ληφθεί αποφάσεις και δρομολογηθεί οι απαιτούμενες ρυθμίσεις για άλλα εκκρεμή θέματα σχετικά με την ενίσχυση και ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης. Η δημιουργία του τρίτου πυλώνα της Τραπεζικής Ένωσης, του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων, και, γενικότερα, η βελτίωση του ευρωπαϊκού πλαισίου διαχείρισης κρίσεων είναι επιβεβλημένες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και την αντιμετώπιση των προκλήσεων των καιρών.

Οι προκλήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα

Αναφερόμενος στις προκλήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ευρωπαϊκή ενοποίηση εν μέσω της νέας μεγάλης και συνθέτης παγκόσμιας ενεργειακής και οικονομικής κρίσης, σε ένα περιβάλλον συνεχιζόμενων, και ενδεχομένως αυξανόμενων, γεωπολιτικών, ο κ. Παπαδήμος δεν απέκλεισε το δυσμενές σενάριο ύφεσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, ιδίως στην περίπτωση αρνητικών γεωπολιτικών εξελίξεων ή άλλων εξωγενών διαταραχών.

«Η υιοθέτηση και η εφαρμογή της κατάλληλης οικονομικής πολιτικής σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις της εξελισσόμενης κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση, απαιτούν ενδελεχή ανάλυση και συστηματική προετοιμασία, λόγω των μεταβαλλόμενων διεθνών μακροοικονομικών συνθηκών, της αυξημένης αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τις οικονομικές προοπτικές και ενδεχόμενων διαταραχών στις αγορές. Αποτελεσματικά και στοχευμένα μέτρα απαιτούνται για τη στήριξη συγκεκριμένων οικονομικών τομέων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, δεδομένου του περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου, αποτέλεσμα του εύρους της πολιτικής που ορθώς εφαρμόστηκε για την αντιμετώπιση της πανδημίας και συνέπεια του υψηλού δημόσιου χρέους, το οποίο σε σχέση με το ΑΕΠ είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών-κρατών της ευρωζώνης», είπε.

Μία δεύτερη πρόκληση, σύμφωνα με τον κ. Παπαδήμο, αφορά αμεσότερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αλλά και ευρύτερα την εθνική οικονομία και συναρτάται με το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δάνειων (ΜΕΔ), το οποίο παραμένει υψηλό, ως ποσοστό των συνολικών δανείων, στο 12,8 % τον Δεκέμβριο του 2021, έναντι μέσου όρου 2,1% στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Βεβαίως, πρέπει να αξιολογηθεί θετικά η μεγάλη απομείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κατά 90,3 δισεκ. ευρώ, από το υψηλότερο επίπεδο που καταγράφηκε το 2016, σε 18,4 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 2021. Πάντως, η υποχώρηση των ΜΕΔ στους ισολογισμούς των τραπεζών, η οποία ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, κατά 28,8 δισεκ. ευρώ, στη διάρκεια του 2021, έχει επιτευχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό με την τιτλοποίηση δανείων και τη μεταβίβαση σε επενδυτικά ταμεία και, επομένως, υφιστάμενα ΜΕΔ εκτός του τραπεζικού συστήματος περιορίζουν τη δυνατότητα πρόσβασης πολλών επιχειρήσεων στην τραπεζική χρηματοδότηση. Η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών αποτελούν προκλήσεις που απαιτούν συνεχή και έντονη προσπάθεια, ιδίως στο περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, που ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των ΜΕΔ», είπε ο κ. Παπαδήμος.

Σημείωσε ότι ταυτόχρονα, όμως, θετικό στοιχείο στην τρέχουσα συγκυρία είναι η αυξημένη ρευστότητα που διαθέτουν οι τράπεζες που η οποία διαμορφώνει πρόσφορες συνθήκες και δυνατότητες για τη χρηματοδότηση βιώσιμων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε διάφορους τομείς.

Τέλος, ο κ. Παπαδήμος αναφέρθηκε συνοπτικά στην πρόκληση για τον ελληνικό, ευρωπαϊκό και διεθνή τραπεζικό τομέα, σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, από την αυξανόμενη υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, που παρέχουν τη δυνατότητα σε μη τραπεζικούς οργανισμούς και άλλους φορείς να προσφέρουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και να δημιουργούν συστήματα πληρωμών και συναλλαγών ανταγωνιστικά των τραπεζών. Ειδικότερα, η εντυπωσιακή ανάπτυξη και καινοτομία στο οικοσύστημα των κρυπτονομισμάτων και η εμπλοκή θεσμικών επενδυτών καταδεικνύουν τη σημασία της πληρέστερης κατανόησης των υπηρεσιών που τα κρυπτονομίσματα προσφέρουν και των κινδύνων που ενέχουν για την χρηματοοικονομική σταθερότητα.

«Δεν αναφέρομαι σε κρυπτονόνομισμα, όπως το Bitcoin, που δεν έχουν τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του χρήματος και δεν αποτελούν μέσα αποθήκευσης αξίας και συναλλαγών σταθερής ονομαστικής αξίας, αλλά στο αναδυόμενο οικοσύστημα των σταθερών κρυπτονομισμάτων, των λεγόμενων stablecoins που αποσκοπούν να συνδέσουν την αξία και την αξιοπιστία τους με συμβατικά νομίσματα που εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες. Τα stablecoins δημιουργούνται γιατί ικανοποιούν τη ζήτηση χρηστών, αλλά ενέχουν συστημικούς κινδύνους που, μεταξύ άλλων, πηγάζουν από την διασύνδεσή τους με τον παραδοσιακό χρηματοπιστωτικό τομέα. Η εντυπωσιακή ανάπτυξή τους και η ενδεχόμενη, πιθανή δημιουργία ψηφιακών νομισμάτων από κεντρικές τράπεζες υπογραμμίζουν τη σημασία της κατανόησης των υπηρεσιών που προσφέρει το αναδυόμενο οικοσύστημα των κρυπτονομισμάτων και τις επιπτώσεις του για την αποδοτικότητα και σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος», κατέληξε ο κ. Παπαδήμος.

Η δημοσιονομική και οικονομική κρίση του 2010-2018 και το τραπεζικό σύστημα

Κάνοντας αναδρομή στη δημοσιονομική και οικονομική κρίση του 2010-2018 και το τραπεζικό σύστημα, ο κ. Παπαδήμος ανέφερε ότι η σοβαρή και παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν προκλήθηκε από την υπερβολική επέκταση των πιστώσεων στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από το τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, η μεγάλη αύξηση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης συνέβαλε στην ενίσχυση της επίδρασης των δύο βασικών αιτιών της κρίσης: πρώτον, των υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της συνεπαγόμενες αύξησης του δημόσιου χρέους σε επίπεδο που δεν ήταν εφικτό να αναχρηματοδοτηθεί από τις διεθνείς αγορές με εύλογους όρους και, δεύτερον, της μεγάλης απώλειας διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, αποτέλεσμα εγχώριων πληθωριστικών πιέσεων και της μη υλοποίησης μεταρρυθμίσεων που θα ενίσχυαν την παραγωγικότητα και την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Ο πρώην Διοικητής της ΤτΕ είπε ότι το βάθος και η επιμονή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα δεν οφείλεται στους περιορισμούς στην άσκηση οικονομικής πολιτικής από την υιοθέτηση του ευρώ, η οποία προφανώς συνεπάγεται ότι η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν αποτελεί μέσο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, ή από περιορισμούς στην αναχρηματοδότηση των τραπεζών από την κεντρική τράπεζα, όπως είχε υποστηριχθεί από κάποιους οικονομολόγους ή πολιτικούς, οι οποίοι είχαν προτείνει την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, προσωρινά έλεγαν, προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα δημοσιονομικά προβλήματα και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας με μικρότερο κόστος. «Η αποδοχή των προτάσεων αυτών θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία και κοινωνία γιατί στηριζόταν σε έωλα επιχειρήματα και ανεδαφική ανάλυση και αξιολόγηση της λειτουργίας της οικονομίας, της συμπεριφοράς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων», τόνισε.

Η πρωτοφανής μείωση του εθνικού εισοδήματος και της απασχόλησης την περίοδο της κρίσης, όπως εξήγησε ο κ. Παπαδήμος, ήταν το αποτέλεσμα της σωρευτικής επίδρασης, και της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης, διαφόρων παραγόντων - οικονομικών, πολιτικών και θεσμικών - περιλαμβανομένων και ορισμένων που είχαν συντελέσει στην εκδήλωση της κρίσης. Ενδεικτικά αναφέρθηκε σε τρεις:

Πρώτον, το μείγμα της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε δεν ήταν το βέλτιστο. Επειδή τόσο το χρέος όσο και το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ήταν εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με το ΑΕΠ, όπως και οι μελλοντικές ανειλημμένες υποχρεώσεις του κράτους για την καταβολή συντάξεων, απαιτούσαν σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή, μεγαλύτερη από ό,τι σε άλλες ευάλωτες χώρες της ευρωζώνης. Όμως, η αναμενόμενη αρνητική επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε και έπρεπε να μετριαστεί με την παράλληλη εφαρμογή άλλων μέτρων πολιτικής, ιδίως διαρθρωτικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων, που θα στήριζαν τη δραστηριότητα, κυρίως με αύξηση των καθαρών εξαγωγών, όπως συνέβη σε άλλα κράτη-μέλη της νομισματικής ένωσης.

«Δυστυχώς, το μείγμα της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε στην πράξη, ιδίως σε ορισμένες φάσεις της μακροοικονομικής προσαρμογής, δεν ήταν το πιο πρόσφορο, ώστε να ενισχυθεί επαρκώς η οικονομική δραστηριότητα και η απασχόληση. Δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση από την ενδεδειγμένη στη δημοσιονομική προσαρμογή παρά στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ενίσχυαν την οικονομική ανάπτυξη και, ταυτόχρονα, θα διευκόλυναν την δημοσιονομική προσαρμογή».

Δεύτερον, η έντονη πολιτική αντιπαλότητα μεταξύ των κομμάτων, η άνοδος του λαϊκισμού και των ακραίων θέσεων έκαναν αδύνατη, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, τη συναίνεση ή έστω συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων για την εφαρμογή της πρόσφορης οικονομικής πολιτικής. «Η τοξική πολιτική ατμόσφαιρα που επικράτησε την περίοδο εκείνη υπονόμευσε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης και στην οικονομική πολιτική που υλοποιείτο, με αποτέλεσμα την αύξηση της αβεβαιότητας για τις οικονομικές προοπτικές και τη μεγάλη εκροή κεφαλαίων. Αυτό είχε αρνητικές συνέπειες στην αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής και στη χρηματοδότηση της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα, συντελώντας στον περιορισμό της συνολικής δαπάνης και τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας».

Τρίτον, η διασύνδεση του τραπεζικού συστήματος με τον δημόσιο τομέα – εναλλακτικά, η αλληλεπίδραση των δημόσιων οικονομικών και των ισολογισμών των τραπεζών – αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα που περιόρισε την οικονομική δραστηριότητα και δυσχέρανε την έξοδο από την κρίση. Η κατοχή κρατικών τίτλων και άλλων περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων μειώθηκε, η αύξηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μείωση της ρευστότητας, λόγω της κατά καιρούς μαζικής εκροής καταθέσεων, επηρέασαν αρνητικά την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, με αποτέλεσμα να καταστεί αναγκαία η ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών, η οποία, δεδομένων των συνθηκών, πραγματοποιήθηκε συνολικά ή εν μέρει με τη στήριξη του κράτους, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Στην περίπτωση της Ελλάδος πραγματοποιήθηκαν τρεις ανακεφαλοποιήσεις των συστημικών τραπεζών, το 2012, το 2014 και το 2015, αυξάνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος και δυσχεραίνοντας την υλοποίηση του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider