Σε μια εποχή που η κλιματική κρίση, η ενεργειακή αβεβαιότητα και οι γεωπολιτικές εντάσεις συνθέτουν ένα ασταθές πλαίσιο για τις κοινωνίες της Ευρώπης, το νερό αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει πλέον ότι τα ανθεκτικά, βιώσιμα και κλιματικά προσαρμοσμένα συστήματα υδροδότησης δεν αποτελούν απλώς υποδομές κοινής ωφέλειας, αλλά μια στρατηγική επένδυση στην κοινωνική συνοχή, την οικονομική ανθεκτικότητα και την αποτροπή συγκρούσεων. Το σύγχρονο ευρωπαϊκό αφήγημα ξεφεύγει από την παραδοσιακή, αποσπασματική λογική των «λύσεων ανάγκης» και στρέφεται σε μακροπρόθεσμες υδροδοτικές δομές που λειτουργούν ως ασπίδα απέναντι στις πολλαπλές κρίσεις.
- Λειψυδρία στην Αττική: Εικόνες - σοκ, χαμηλά αποθέματα και μεγάλα έργα 2,5 δισ. ευρώ
- Λειψυδρία: Δράσεις για να μη διψάσουν οι Έλληνες, το κόστος των επενδύσεων
Η ίδια λογική βρίσκεται στον πυρήνα της διεθνούς συζήτησης. Στο πλαίσιο του προγράμματος R-WASH, που υλοποιείται από τη UNICEF και την UNHCR με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση σε προσφυγικές και ευάλωτες περιοχές της Ανατολικής Αφρικής, η μετάβαση από υδροφόρες και προσωρινές υποδομές σε μόνιμα, διαχειριζόμενα δίκτυα νερού έχει μετρήσιμα αποτελέσματα: στην περιοχή Gambella της Αιθιοπίας, η μετάβαση σε ένα οργανωμένο, δικτυωμένο σύστημα ύδρευσης μείωσε το κόστος παροχής νερού έως και δέκα φορές, ενώ η συνολική αναβάθμιση των συστημάτων ύδρευσης σε προσφυγικούς οικισμούς στην Αιθιοπία, τη Σομαλία και το Σουδάν εκτιμάται ότι μπορεί να μειώσει το κόστος υπηρεσιών κατά περισσότερο από 65%.
Δεν πρόκειται μόνο για οικονομία κλίμακας, αλλά για ένα νέο μοντέλο όπου οι τοπικές εταιρείες ύδρευσης αναλαμβάνουν τη διαχείριση, ενισχύεται η κοινωνική συνοχή μεταξύ προσφύγων και τοπικών κοινοτήτων και μειώνεται η ένταση γύρω από έναν κρίσιμο πόρο.
Παράλληλα, οι ίδιες οι τεχνικές επιλογές των έργων δείχνουν τη στροφή προς την ανθεκτικότητα. Στο R-WASH, για παράδειγμα, επενδύονται συστηματικά σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών, όπως η ηλιακή τροφοδότηση γεωτρήσεων, αντλιοστασίων και μονάδων επεξεργασίας, ώστε να περιορίζεται το ενεργειακό κόστος και να διασφαλίζεται η λειτουργία ακόμη και σε απομονωμένες ή εκτός δικτύου περιοχές. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι πλέον ένα εξειδικευμένο ανθρωπιστικό πείραμα, αλλά υπόδειγμα για την ευρύτερη ευρωπαϊκή συζήτηση: πώς χτίζεις υποδομές νερού που αντέχουν σε κλιματικά σοκ, μειώνουν το λειτουργικό κόστος και αποσυμπιέζουν κοινωνικές εντάσεις.
Ευρώπη υπό πίεση: Αριθμοί που δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού
Τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η Ευρώπη βρίσκεται ήδη σε μια νέα υδρολογική πραγματικότητα. Νεότερα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος δείχνουν ότι το 2023, συνθήκες υδατικού περιορισμού (με βάση τον δείκτη WEI+) επηρέασαν το 28% της έκτασης και το 32% του πληθυσμού της ΕΕ, ποσοστά που παραμένουν σταθερά υψηλά σχεδόν κάθε έτος.
Το 2024, οι δείκτες ξηρασίας στα οικοσυστήματα κατέγραψαν μια ακόμη πιο ανησυχητική εικόνα: η σοβαρή ξηρασία επηρέασε πάνω από 600.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα στην Ευρώπη, ενώ σε περίπου 156.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα η βλάστηση δεν κατάφερε να επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα παραγωγικότητας, ένδειξη ότι τα οικοσυστήματα βρίσκονται ήδη σε καθεστώς προσαρμοστικής πίεσης. Την ίδια στιγμή, μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το μέλλον των υδάτινων πόρων στην ΕΕ εκτιμά ότι σήμερα περίπου το 30% του ευρωπαϊκού πληθυσμού βιώνει υδατική πίεση κάθε χρόνο και προειδοποιεί ότι η κλιματική αλλαγή θα εντείνει τη συχνότητα και τη σοβαρότητα της λειψυδρίας, παρά το γεγονός ότι οι υδατικές αντλήσεις στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 15% μεταξύ 2000 και 2019.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τελευταία έκθεση «Europe’s State of Water» του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος συνοψίζει τρεις μεγάλες προκλήσεις: προστασία και αποκατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων, επίτευξη του στόχου «μηδενικής ρύπανσης» και προσαρμογή στις αυξανόμενες απειλές από λειψυδρία, ξηρασία και πλημμύρες.
Η ουσία είναι ότι η Ευρώπη καλείται να κάνει δύο πράγματα ταυτόχρονα: να περιορίσει τη ζήτηση και τις απώλειες στους υδροδοτικούς της συστήματα και να επενδύσει σε ανθεκτικές, ευέλικτες υποδομές, που δεν καταρρέουν στην πρώτη ακραία βροχόπτωση ή στον επόμενο καύσωνα.
Σε χώρες της Νότιας Ευρώπης όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, αυτή η ανάγκη έχει μεταφραστεί σε επιθετικές επενδύσεις σε «έξυπνα» δίκτυα, επαναχρησιμοποίηση νερού, αφαλάτωση χαμηλού ενεργειακού αποτυπώματος και υβριδικά συστήματα για τη διαχείριση πλημμυρών. Η συζήτηση πλέον δεν περιορίζεται στο πόσο νερό έχουμε, αλλά στο πόσο ανθεκτικά είναι τα συστήματα που στηρίζουν την κοινωνία και την οικονομία, από την αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία έως την αστική ύδρευση.
Η ελληνική πραγματικότητα: Ξηρασία, πλημμύρες και ένα σύστημα στα όριά του
Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με μια οξυνόμενη υδατική κρίση, η οποία δεν περιορίζεται σε μεμονωμένα φαινόμενα αλλά αποτυπώνει δομικές αδυναμίες του συστήματος διαχείρισης νερού. Τα διαθέσιμα επίσημα στοιχεία δείχνουν ταυτόχρονη πίεση από την παρατεταμένη ξηρασία και την αυξανόμενη έκθεση σε πλημμυρικούς κινδύνους, με τις επιπτώσεις να γίνονται πλέον άμεσα ορατές.
Στην Αττική, οι δύο βασικοί ταμιευτήρες ύδρευσης, ο Μόρνος και η Υλίκη, έχουν καταγράψει απώλειες αποθεμάτων της τάξης του 40% τα τελευταία χρόνια, οδηγώντας το λεκανοπέδιο στη σοβαρότερη κρίση υδροδότησης της τελευταίας δεκαετίας. Την ίδια στιγμή, οι επικαιροποιημένοι χάρτες πλημμυρικού κινδύνου επιβεβαιώνουν ότι οι ίδιες περιοχές παραμένουν εκτεθειμένες σε όλα τα σενάρια επαναφοράς, από πλημμύρες μέσης συχνότητας έως ακραία φαινόμενα πολύ μεγάλης έντασης, αναδεικνύοντας τη διαχρονική ευαλωτότητα του υδρολογικού συστήματος της πρωτεύουσας. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη κήρυξη της Αττικής σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω λειψυδρίας καταγράφεται ως σαφής ένδειξη ότι η υδατική πίεση έχει πλέον μετατραπεί σε θεσμικό και επιχειρησιακό ζήτημα.
Η εικόνα αυτή δεν αφορά μόνο το λεκανοπέδιο. Σε νησιωτικές περιοχές, όπως η Λέρος και η Πάτμος, η επάρκεια νερού έχει τεθεί σε καθεστώς αυξημένης επιτήρησης, με τις τοπικές αρχές να προειδοποιούν για οριακές συνθήκες, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους αυξημένης ζήτησης. Η γεωγραφική διασπορά των προβλημάτων ενισχύει την εκτίμηση ότι η υδατική κρίση αποκτά πλέον εθνικά χαρακτηριστικά.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ΕΥΔΑΠ αναγνωρίζει ανοιχτά τις «νέες συνθήκες που δημιουργεί η κλιματική κρίση και η παρατεταμένη ξηρασία» και έχει παρουσιάσει επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 2,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2025-2034. Το σχέδιο περιλαμβάνει 167 έργα σε ύδρευση, αποχέτευση και ενεργειακή και ψηφιακή αναβάθμιση υποδομών, με 729 εκατ. ευρώ να κατευθύνονται σε έργα ύδρευσης, 1,6 δισ. ευρώ σε έργα αποχέτευσης και 193 εκατ. ευρώ σε παρεμβάσεις ενεργειακού και ψηφιακού χαρακτήρα.
Η πρόκληση για την Ελλάδα παραμένει διπλή. Αφενός, απαιτείται δραστικός περιορισμός των απωλειών στα δίκτυα ύδρευσης, όπου σε αρκετούς δήμους οι διαρροές υπερβαίνουν το 40%, και επιτάχυνση του εκσυγχρονισμού των υποδομών. Αφετέρου, το νερό αναδεικνύεται σε κρίσιμο παράγοντα οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας, καθώς επηρεάζει άμεσα τον τουρισμό, την αγροτική παραγωγή και τη λειτουργία αστικών και νησιωτικών περιοχών.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι σαφές. Η Ευρώπη εισέρχεται σε περίοδο διαρκούς υδατικής πίεσης, με την κλιματική αλλαγή να επιταχύνει τις υφιστάμενες ανισορροπίες, και η Ελλάδα βρίσκεται ήδη στην πρώτη γραμμή. Τα χαμηλά επίπεδα των ταμιευτήρων και η αυξανόμενη συχνότητα ακραίων υδρολογικών φαινομένων καθιστούν εμφανές ότι τα όρια των υφιστάμενων υποδομών δοκιμάζονται ταυτόχρονα από τη λειψυδρία και τις πλημμύρες.