Πρόκειται για μαραθώνιο υψηλών ταχυτήτων. Ο λόγος για την προσπάθεια που θα πρέπει να καταβάλει η ΕΕ για να διασφαλίσει το μέλλον της από τους νέους κινδύνους και μέτωπα, αλλά και για να κλείσει το «χάσμα» που υπάρχει με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Χάσμα σε όρους, για παράδειγμα, επενδύσεων, ΑΕΠ και παραγωγικότητας.
Ουσιαστικά ο Μάριο Ντράγκι ρίχνει το «γάντι» στα κράτη με το πόρισμά του το οποίο αναμενόταν εδώ και πολύ καιρό. Δίνει την αφορμή για να αρχίσει μια συζήτηση που πιθανότατα θα διαρκέσει πολύ καιρό (η πολιτικο-οικονομική κατάσταση στο τρίπολο Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας δεν ευνοεί τον επόμενο χρόνο αποφάσεις). Για αυτό ίσως και στο πόρισμα των 400 σελίδων λέγονται οι «αλήθειες» για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη της Ευρώπης και για τις ανάγκες που υπάρχουν, υπολογίζεται το κόστος των επιπλέον επενδύσεων (750-800 δισ. ευρώ ετησίως) για να αυξηθούν οι επενδύσεις στην ΕΕ από το 22% του ΑΕΠ σήμερα στο 27% του ΑΕΠ, αλλά και γίνονται προτάσεις που περιλαμβάνουν από κοινό δανεισμό, έως νέα χρηματοδότηση ή ακόμη και αναβολή της αποπληρωμής των δανείων που τροφοδοτούν το Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU) για την κάλυψη των αναγκών της Κομισιόν για νέες επενδύσεις.
Η αλήθεια είναι όμως πως, όποια και να είναι η πορεία των συζητήσεων, η ανάγκη για κοινές παρεμβάσεις στην άμυνα, στη στήριξη της βιομηχανίας της ΕΕ ή στη θωράκιση των πολιτών από «φυγόκεντες» δυνάμεις και της Ευρώπης από τις κρίσεις που μαίνονται ή έρχονται θα οδηγήσει σε έναν συμβιβασμό. Άρα σχέδιο φυγής προς τα εμπρός (επαρκές ή όχι, εγκαίρως ή με υστέρηση), θα υπάρξει.
Η Ελλάδα έχει ήδη τοποθετηθεί σε αυτή τη συζήτηση με πρωτοβουλίες και για το θέμα των αμυντικών δαπανών, για την ενοποίηση των κεφαλαιαγορών ή για ένα νέο Ταμείο Ανάκαμψης Νο2 και για ισχυρό νέο πακέτο πόρων συνοχής (ΕΣΠΑ). Και έχει -προφανώς- πιο ισχυρή φωνή από ό,τι λίγα χρόνια πριν. Είναι επίσης αλήθεια, πως η Ελλάδα χρειάζεται μία ισχυρή Ευρώπη η οποία θα βάλει το χέρι στην «τσέπη» για να χρηματοδοτήσει το μέλλον, γιατί οι ανάγκες για τη χώρα μας είναι πολλές. Είναι πολλές γιατί η υστέρηση σε όρους παραγωγικότητας, εισοδήματος και επενδύσεων είναι μεγάλη. Το δείχνουν και τα στοιχεία της έκθεσης Ντράγκι που μετρούν την απόσταση κάθε κράτους από τις ΗΠΑ. Δείχνουν λοιπόν πως η Ελλάδα πρέπει να τρέξει πρώτα τον «μαραθώνιο» σύγκλισης με την Ευρώπη.
Η ίδια εικόνα αποτυπώνεται πιο ξεκάθαρα στα στοιχεία για τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα που δέχθηκαν μεγάλη πίεση τον καιρό των μνημονιακών κρίσεων και, ναι μεν ανακάμπτουν με τη βοήθεια των κονδυλίων του Tαμείου Aνάκαμψης και του ΕΣΠΑ, αλλά ακόμη πρέπει να γίνουν πολλά: η Κομισιόν στην νέα έκθεση για τα δημόσια οικονομικά που ανακοίνωσε την ίδια ημέρα με το πόρισμα Ντράγκι αναφέρει πως 12 κράτη έχουν μερίδιο παραγωγικών επενδύσεων ως αναλογία του ΑΕΠ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (16,7%) και η πιο χαμηλή επίδοση είναι με 12,4% αυτή της Ελλάδας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο στόχος που έθεσε ο Πρωθυπουργός για το 2027 για μία Ελλάδα «πιο δίκαιη και παραγωγική, πιο κοινωνική, πιο πράσινη, πιο ψηφιακή» που θα έχει καλύψει το χαμένο έδαφος της εποχής των μνημονίων είναι πολύ σημαντικό να επιτευχθεί. Ο στόχος για ΑΕΠ πάνω από 260 δισ., για ανεργία κάτω από 8% και για εξαγωγές πάνω από 50% του ΑΕΠ με διπλάσιες επενδύσεις από το 2019, θα είναι ένα ακόμη «βήμα» προς μία πολυετή διαδρομή που θα πρέπει να ακολουθήσει η χώρα. Να μην ξεχνάμε, μετά από διαπραγματεύσεις (που συνεχίζονται μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών) έγιναν εφικτά μέτρα στήριξης αξίας 1,45 δισ. ευρώ για τους επόμενους 15 μήνες έως το τέλος του 2025. Και τούτο λόγω των «σφικτών» (στο διηνεκές) νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και της ανάγκης να μειωθεί το δημόσιο χρέος. Για τον ίδιο δημοσιονομικό λόγο η ανάπτυξη της Ελλάδας ναι μεν είναι και φέτος ανθεκτική και υπερδιπλάσια του μέσου όρου της ΕΕ αλλά βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη στήριξη των Βρυξελλών, το ίδιο και οι επενδύσεις.
Το ζητούμενο τώρα λοιπόν είναι η «ένταση της ανάπτυξης» όπως είπε ο πρωθυπουργός μιλώντας ξανά για 2πλή σύγκλιση κέντρου και περιφέρειας. Ετσι, όσο έξω θα μαίνεται η μάχη για τα κοινά εργαλεία θωράκισης της Ευρώπης, «εντός» ο πολιτικός κόσμος, η κρατική μηχανή, οι θεσμοί και οι κοινωνικοί εταίροι, αλλά και οι πολίτες και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να τρέξουν το δικό τους μαραθώνιο, ανάλογα προφανώς με τις δυνατότητες και με την ισχύ τους. Αλλά και με επίγνωση πως ο μαραθώνιος για τη σύγκλιση αυτή έχει ήδη αρχίσει να ανεβάζει ταχύτητα και θα πρέπει να καταφέρουμε ως χώρα να τον ακολουθήσουμε. Και πρέπει να αρχίσει να τρέχει ταχύτερα ο ιδιωτικός τομέας.