Τα τελευταία χρόνια η αγορά συναλλάγματος δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στο δημόσιο χρέος, ειδικά σε ό,τι αφορά τις χώρες του G10. Αυτό όμως φαίνεται να έχει αλλάξει εδώ και μερικές εβδομάδες, με την αγορά να στρέφει όλο και πιο έντονα το ενδιαφέρον της στη βιωσιμότητα του χρέους των G10 (πέρα από όσα συμβαίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες).
Όπως σχολιάζει η Commerzbank, η Γαλλία βρίσκεται στο προσκήνιο αυτής της αλλαγής, ωστόσο, το πρόβλημα αυτό δεν περιορίζεται μόνο στη Γαλλία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο νέος προϋπολογισμός θα παρουσιαστεί στα τέλη Νοεμβρίου, και οι αγορές ήδη ανησυχούν για τα πιθανά αποτελέσματα. Στο μεταξύ, προ ημερών το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου των ΗΠΑ δημοσίευσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το έλλειμμα των ΗΠΑ αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα φέτος, στα 1,8 τρισ. δολάρια.
Πώς και γιατί επηρεάζονται οι ισοτιμίες
Θα πρέπει να ξετυλίξουμε μια «αλυσίδα» πρόσφατων εξελίξεων, όπως λέει ο αναλυτής της Commerzbank για τις αγορές συναλλάγματος, Michael Pfister, για να καταλάβουμε πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο.
Όταν στα τέλη Φεβρουαρίου εμφανίστηκαν τα πρώτα δημοσιεύματα για το γερμανικό δημοσιονομικό πακέτο, το ευρώ ενισχύθηκε σημαντικά. Κι αυτό διότι, με τα έως τότε στοιχεία, μπορούσε να διαπιστώσει κανείς ότι οι χώρες που είχαν δαπανήσει περισσότερα κατά την πανδημία, κατά κανόνα ανταμείφθηκαν στη συνέχεια με ισχυρότερη ανάπτυξη. Όμως η σύνδεση της ισχυρότερης ανάπτυξης με το νόμισμα δεν είναι τόσο απλή.

Κι εδώ ο Pfister εξηγεί ότι υπάρχουν δύο κανάλια επιρροής. Κατά πρώτον, η ισχυρότερη ανάπτυξη δίνει στη κεντρική τράπεζα τη δυνατότητα να επικεντρωθεί περισσότερο στον πληθωρισμό. Ουσιαστικά, μπορεί να ακολουθήσει πιο συσταλτική νομισματική πολιτική απ’ όσο θα ήταν εφικτό αν η ανάπτυξη ήταν αδύναμη. Να αυξήσει για παράδειγμα τα επιτόκια, κάτι που ευνοεί το νόμισμα.
Κατά δεύτερον, η ισχυρότερη ανάπτυξη οδηγεί σε ισχυρότερο νόμισμα όταν οι επενδύσεις σε μια συγκεκριμένη χώρα είναι πιο κερδοφόρες. Αυτό το έχουμε δει στις ΗΠΑ για μεγάλο διάστημα, καθώς τα πολύ υψηλότερα πραγματικά επιτόκια οδήγησαν τελικά σε αυξημένη ζήτηση για το δολάριο, καθώς όλοι ήθελαν να επωφεληθούν από την ισχυρή ανάπτυξη.
Τι έχει αλλάξει;
Φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι η αγορά έχει φτάσει στα όριά της, σχολιάζει ο αναλυτής της Commerzbank, τονίζοντας ότι τα ελλείμματα είναι ήδη εξαιρετικά υψηλά και οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να αδυνατούν να τα διαχειριστούν.
Επιπλέον, οι δαπάνες δεν οδηγούν πλέον κατ’ ανάγκη σε ανάπτυξη. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η οικονομία αποδυναμώνεται παρά τα ελλείμματα-ρεκόρ (αν και για διαφορετικούς λόγους), γεγονός που σημαίνει ότι η Fed δε μπορεί να το αγνοήσει και πρέπει να εφαρμόσει μια νομισματική πολιτική λιγότερο συσταλτική (π.χ. να μειώσει τα επιτόκια).
Η αγορά συναλλάγματος χρειάζεται σταθερότητα. Η σταθερότητα είναι τόσο σημαντική, ώστε δε μπορεί πλέον να αγνοήσει τις διαφωνίες μεταξύ των κυβερνήσεων της Δύσης σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική. Ο Pfister εκτιμά μάλιστα ότι αυτό, πιθανότατα, θα είναι κυρίαρχο στοιχείο στις αγορές τους επόμενους μήνες.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, φέρνει την στερλίνα και το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες η αγορά των options εμφανίζεται όλο και πιο νευρική ενόψει του επερχόμενου προϋπολογισμού της βρετανικής κυβέρνησης.

Το γράφημα της Commerzbank δείχνει ότι οι επενδυτές πληρώνουν πλέον περισσότερο για να προστατευθούν από μια πιθανή πτώση της στερλίνας, κάτι που σημαίνει ότι προεξοφλούν αυξημένο ρίσκο ενόψει του νέου βρετανικού προϋπολογισμού. Με απλά λόγια, η αγορά προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο οι δημοσιονομικές αποφάσεις του Λονδίνου να κλονίσουν την εμπιστοσύνη στη σταθερότητα της οικονομίας και του νομίσματος.