«Στόχος της κυβέρνησης είναι να κλείσει η αξιολόγηση μέχρι το τέλος του χρόνου. Και φαίνεται πως σε αυτόν το στόχο κινούνται και ισχυροί ευρωπαϊκοί θεσμοί και παράγοντες. Όμως τόσο η εκκρεμότητα ως προς την τελική στάση του ΔΝΤ, όσο και η ασάφεια στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό μέχρι το σχηματισμό κυβέρνησης μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα», σημείωσε αναφορικά με το κλείσιμο της γ’ αξιολόγησης», σημείωσε ο υφυπουργός Οικονομίας, κ. Πιτσιόρλας σε συνέντευξή του στη «Βραδυνή της Κυριακής».
«Ακριβώς για αυτό η κυβέρνηση επιδιώκει να ισχυροποιήσει τη θέση της στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων επιδεικνύοντας μια σταθερή και αποφασιστική στάση στο θέμα της κάλυψης των δικών μας υποχρεώσεων και δεσμεύσεων, ώστε να αφαιρέσουμε κάθε έδαφος για ανακίνηση ζητημάτων. Βεβαίως αυτό δε σημαίνει ότι σε ορισμένα –ευτυχώς λίγα- πολιτικά ζητήματα δεν θα χρειαστούν σκληρές διαπραγματεύσεις. Όμως σε πλήθος τεχνικής φύσεων «προαπαιτούμενα» δεν υπάρχει λόγος καθυστερήσεων και ταλαντεύσεων», πρόσθεσε.
Ο κ. Πιτσιόρλας σημείωσε ότι δεν θα ληφθούν νέα μέτρα ενώ αναφορικά με τις επενδύσεις επεσήμανε ότι «η κυβέρνηση κάνει ό,τι πρέπει από τη δική της πλευρά ώστε να ολοκληρωθεί γρήγορα η διαδικασία για την έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος και να ξεκινήσει η υλοποίηση του έργου. Βεβαίως όλα πρέπει να γίνουν με σεβασμό στη νομοθεσία και τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Και κάτι ακόμα. Όλα πρέπει να γίνονται με στόχο να διαμορφωθούν οι απαραίτητες ευρείες συναινέσεις για ένα τόσο μεγάλο έργο. Ένα έργο που δίχασε για μεγάλο διάστημα την κοινωνία και εκ των πραγμάτων θα σφραγίσει τη φυσιογνωμία της Αθήνας.
Όσοι νομίζουν ότι αυτά τα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν είτε με φωνές, είτε απλώς με κυβερνητικές εντολές κάνουν λάθος. Και όχι μόνο κάνουν λάθος, αλλά προδίδουν και μια ορισμένη αντίληψη. Μια αντίληψη που βρίσκεται στη ρίζα του προβλήματος αναξιοπιστίας της χώρας. Φιλοεπενδυτικό κλίμα υπάρχει όταν υπάρχουν σαφείς κανόνες που τηρούνται απαρέγκλιτα από όλους. Όταν υπάρχει ένα καθεστώς όπου η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία υπόσχεται παρακάμψεις των κανόνων, τότε όχι φιλοεπενδυτικό κλίμα δε διαμορφώνεται, αλλά καταστρέφονται η εικόνα και η αξιοπιστία της χώρας», είπε.
Για τις Σκουριές εκτίμησε ότι «υπό την προϋπόθεση της απάντησης σε όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με τις επιπτώσεις των μεθόδων εξόρυξης στο περιβάλλον και την υγεία των πολιτών. Στη διευκρίνιση αυτών ακριβώς των ζητημάτων σκοπεύει και η διαδικασία της Διαιτησίας που προέκρινε το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Και νομίζω ότι πολύ καλά έκανε, διότι έτσι θα οδηγηθούμε σε μια τελική απόφαση που θα πρέπει να είναι αποδεκτή από όλες τις πλευρές. Όποια κι αν είναι αυτή».
Σχολιάζοντας το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών σημείωσε ότι «Με τη νίκη του Εμανουέλ Μακρόν επί της Μαρίν Λεπέν η δημοκρατική Ευρώπη πήρε μια βαθειά ανάσα. Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών επαναφέρει την ανησυχία και τα δυσοίωνα σημάδια στο ευρωπαϊκό προσκήνιο. Ο Μακρόν πάντρεψε αριστοτεχνικά την ελπίδα για την ανόρθωση του γαλλικού γοήτρου με την προοπτική αλλαγής των πολιτικών επιτάχυνσης των ενοποιητικών διαδικασιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Μακρόν ζήτησε από τους Γάλλους να στρατευτούν στο σχέδιο αλλαγής της Ευρώπης και τους έπεισε ότι αυτός είναι ο δρόμος για να λυθούν και τα δικά τους προβλήματα.
Στη Γερμανία οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις υπερασπίστηκαν το ευρωπαϊκό status quo υπερεκτιμώντας την υπεροχή της Γερμανίας στο σημερινό πλαίσιο και την καλύτερη οικονομική της κατάσταση. Όμως αυτά δε φάνηκαν αρκετά να αντιμετωπίσουν ούτε τη δυσαρέσκεια των πολιτών για τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, ούτε την ανησυχία τους για το «αύριο» και το απροσδιόριστο αίσθημα απειλής που κυριαρχεί σε μεγάλα ζητήματα της γερμανικής κοινωνίας.
Νομίζω ότι στο αποτέλεσμα των εκλογών απεικονίζεται αυτή η πραγματικότητα και θεωρώ ότι εάν αυτό το αποτέλεσμα ερμηνευθεί σωστά, τότε θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει την αφετηρία μιας σοβαρής κινητοποίησης και τελικώς να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα θετικά. Θα μπορούσε δηλαδή να λειτουργήσει ως μια πολύ ηχηρή προειδοποίηση και μια πολύ ισχυρή ώθηση για μεγάλες και τολμηρές πρωτοβουλίες. Τώρα και πριν είναι πολύ αργά».