Στο επίπεδο ρεκόρ των 2,5 τρισ. ευρώ έφθασε το συνολικό δημόσιο χρέος της Γερμανίας το 2024, που περιλαμβάνει συν τοις άλλοις την τοπική αυτοδιοίκηση, αντιπροσωπεύοντας μία αύξηση 2,6% ή κατά 60 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2023, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis).
Το κατά κεφαλήν χρέος του δημόσιου τομέα προς τράπεζες και ιδιωτικές εταιρείες ανήλθε στα 30.062 ευρώ σε σύγκριση με 29.393 ευρώ το 2023, που σημαίνει μία αύξηση της τάξης των 669 ευρώ. Είναι η πρώτη φορά που ξεπερνά το επίπεδο των 30.000 ευρώ και αποδίδεται κυρίως στα χρέη των κρατιδίων, των δήμων και των κοινοτήτων.
Να σημειωθεί ότι το χρέος αφορά τις οφειλές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, των κρατιδίων, των δήμων και των κοινοτήτων και των ασφαλιστικών ταμείων προς τράπεζες και ιδιωτικές εταιρείες.
Τα στοιχεία αυτά σκιαγραφούν μια ανησυχητική αύξηση των οφειλών τόσο σε τράπεζες όσο και σε ιδιωτικές εταιρείες, σηματοδοτώντας την κρισιμότητα του ζητήματος για τη γερμανική οικονομία, την ώρα που δεν έχει επιλύσει τα διαρθρωτικά της προβλήματα, όπως γραφειοκρατία, υψηλό ενεργειακό κόστος και έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Ενώ είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος της, τα τελευταία χρόνια βαίνει αυξανόμενο. Σύμφωνα δε, με τελευταίες εκτιμήσεις της Handelsblatt, το δημόσιο χρέος της Γερμανίας αναμένεται να επιβαρυνθεί κατά επιπλέον 1,5 τρισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία από την χαλάρωση του φρένου χρέους. Αυτό δυνητικά θα έθετε τη Γερμανία σε παραβίαση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις
Η μεγαλύτερη αύξηση (10,3%) παρατηρήθηκε σε επίπεδο δήμου, όπου το σύνολο ανήλθε στα 170,5 δισ. ευρώ, η πέμπτη συνεχόμενη ετήσια αύξηση σε αυτόν τον τομέα, ανέφερε η στατιστική υπηρεσία.
Σε επίπεδο πολιτειών, το συνολικό χρέος αυξήθηκε κατά 2,1%, στα 607,3 δισεκατομμύρια ευρώ, η πρώτη αύξηση από το 2021. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, υπήρξε επίσης αύξηση 2,1%, φτάνοντας τα 1,73 τρισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, το συνολικό χρέος κοινωνικής ασφάλισης μειώθηκε κατά 73,9%.
Από τα 16 κρατίδια της Γερμανίας, οι τρεις πόλεις-κρατίδια συνέχισαν να έχουν το υψηλότερο κατά κεφαλήν χρέος. Η Βρέμη ηγείται με χρέος 33.900 ευρώ ανά άτομο, ακολουθούμενη από το Βερολίνο και το Αμβούργο.
Από την άλλη πλευρά, το ανατολικό γερμανικό κρατίδιο της Σαξονίας είχε το χαμηλότερο κατά κεφαλήν χρέος, ύψους 2.400 ευρώ, με τα δύο νότια κρατίδια της Βαυαρίας και της Βάδης-Βυρτεμβέργης να αναφέρουν ελαφρώς υψηλότερα ποσοστά χρέους.
Καμπανάκι κινδύνου από Scope
Την ίδια στιγμή, ο οίκος Scope προειδοποίησε ότι το χρέος της Γερμανίας αναμένεται να αυξηθεί στο 74% του ΑΕΠ έως το 2030 από 62,5% πέρυσι λόγω της αύξησης των δαπανών για την άμυνα και τις υποδομές.
Το γερμανικό κοινοβούλιο ενέκρινε το Μάρτιο σχέδια για μαζική αύξηση των δαπανών, τερματίζοντας δεκαετίες δημοσιονομικού συντηρητισμού.
Οι αυξανόμενες δαπάνες για πληρωμές τόκων και κοινωνική ασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων και της υγειονομικής περίθαλψης, θα μειώσουν τη δημοσιονομική ευελιξία, επισημαίνει ο οίκος. Επομένως, το ποσοστό των διαθέσιμων κεφαλαίων στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό είναι πιθανό να μειωθεί από 24% σε μόλις 3% έως το 2035.
Προκειμένου να διατηρηθεί περιθώριο ελιγμών, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις - για παράδειγμα στις συντάξεις και την αγορά εργασίας - είναι απαραίτητες, αναφέρει η έκθεση. Ένα ταμείο υποδομών ύψους 500 δις. ευρώ, το οποίο αποτελεί επίσης μέρος της αύξησης των δαπανών, θα μπορούσε να αυξήσει το αναπτυξιακό δυναμικό της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης στο 1% από το τρέχον 0,7%, σύμφωνα με τη Scope.
Συγκριτικά, το αναπτυξιακό αποτέλεσμα των πρόσθετων αμυντικών δαπανών θα είναι μέτριο, εκτιμά ο οίκος, υπολογίζοντας ότι για κάθε ευρώ που επενδύεται από το κράτος στην άμυνα, 50 σεντς θα φτάσουν στη γερμανική οικονομία ως κίνητρο ανάπτυξης.
To δημοσιονομικό έλλειμμα
Την ίδια στιγμή, το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της Γερμανίας για την τριετία 2027-2029 υπολογίζεται στα 172 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό του υπουργού Οικονομικών Λαρς Κλίνγκμπαϊλ.
Οι ελπίδες έγκεινται στην ανάπτυξη και τη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους, γράφει η DW επικαλούμενη το Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο (RND). «Το νέο ποσό είναι κατά 30 δισ. ευρώ μεγαλύτερο από τον τελευταίο χρηματοοικονομικό σχεδιασμό, όπως αυτός είχε προκύψει πριν από μόλις μερικές εβδομάδες. Η ανάληψη χρέους αυξάνεται επίσης, φτάνοντας συνολικά στα 708 δισ. ευρώ – μία αύξηση ύψους 4 δισ. ευρώ».
Όπως εξηγεί το γερμανικό μέσο, «ο κύριος λόγος για το μεγαλύτερο έλλειμμα είναι ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου για το πακέτο ανάπτυξης της γερμανικής κυβέρνησης συνασπισμού, έγιναν ευρείες οικονομικές παραχωρήσεις προς τα κρατίδια και τους δήμους της χώρας, που είναι ήδη υπερχρεωμένοι. Το πώς θα κλείσουν οι τρύπες είναι ακόμη άγνωστο. Στους κυβερνητικούς κύκλους λέγεται πως αυτό αποτελεί τη βασική πρόκληση στον τομέα της χρηματοοικονομικής πολιτικής.
«Ο προϋπολογισμός του 2026, τον οποίο αναμένεται να παρουσιάσει ο Κλίνγκμπαϊλ, είναι ο τελευταίος προϋπολογισμός της παρούσας κυβέρνησης που θα μπορεί κανείς να κάνει τα στραβά μάτια», σχολιάζει από την πλευρά της η Frankfurter Allgemeine Zeitung. «Τα χρέη είναι υπερβολικά και δικαιολογούνται μόνο για δύο λόγους: επειδή θα προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια στη Γερμανία και επειδή θα δώσουν στη χώρα να αντισταθμίσει τις ελλείψεις προηγούμενων ετών.
Ο «συνταγματικός ελιγμός» της κυβέρνησης με την αναθεώρηση του φρένου χρέους «δημιούργησε μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων, ωστόσο δεν αναιρεί τις πολιτικές υποχρεώσεις», συνεχίζει η εφημερίδα της Φρανκφούρτης. «Ο κυβερνητικός συνασπισμός υπονόμευσε την πειθαρχία που πρέπει να επιδεικνύουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στην εν λόγω κατάσταση. Αυτό βέβαια ήταν αναπόφευκτο. Προκειμένου όμως το πακέτο για την ανάπτυξη να καθορίσει την ατζέντα του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς και να μείνει στην ιστορία της Γερμανίας, ο προϋπολογισμός για το 2026 θα πρέπει να αποτελέσει ένα σημείο καμπής», καταλήγει η FAZ.