Δεν διαπιστώνει ολιγοπώλια στον κλάδο της ιδιωτικής υγείας της χώρας μας η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην τελική κλαδική έρευνα που δημοσίευσε χθες. Την ίδια στιγμή όμως χτυπάει καμπανάκι για την αδιαφάνεια στην τιµολόγηση, ενώ αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα της πρόσφατης νομοθετικής παρέμβασης για το νέο δείκτη που θα δημιουργήσει η ΕΛΣΤΑΤ για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων υγείας.
Ασύμμετρη πληροφόρηση
Σύμφωνα με την έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα τελευταία έτη καταγράφεται σταθερά αύξηση στο κόστος ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, ενώ απασχολεί έντονα το συνεχώς αυξανόμενο κόστος των ασφαλιστικών προγραμμάτων υγείας, χωρίς δυνατότητα των ασφαλισμένων να προβλέψουν τη μελλοντική του εξέλιξη. Επιπλέον, η κλαδική έρευνα της ΕΑ ανέδειξε το ζήτημα της διακριτικής τιμολόγησης πελατών και της αδιαφάνειας στην τιμολόγηση των υπηρεσιών υγείας, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δυσχερή τη σύγκριση υπηρεσιών και επαλήθευση των χρεώσεων με βάση τα δημοσιευμένους τιμοκαταλόγους των ιδιωτικών κλινικών.
«Αν και η ασύμμετρη πληροφόρηση μεταξύ του κατόχου των γνώσεων για το αγαθό της υγείας σε σύγκριση με τις γνώσεις του ασθενή είναι εγγενές χαρακτηριστικό των αγορών παροχής υπηρεσιών υγείας, η έλλειψη διαφάνειας, προβλεψιμότητας και συγκρισιμότητας στις τιμές τόσο των υπηρεσιών υγείας όσο και των υπηρεσιών ασφάλισης υγείας εντείνει το πρόβλημα αυτό και αφαιρεί οποιαδήποτε δυνατότητα του καταναλωτή/ασθενή να επιλέξει ιδιωτική κλινική ή ασφαλιστικό οργανισμό βάσει κόστους, και εν τέλει να έχει έλεγχο επί των δαπανών του σε ένα τόσο σημαντικό αγαθό», σημειώνεται στην έκθεση .
Σύμφωνα με την έκθεση, η υποχρεωτική ανάρτηση τιμοκαταλόγων από τις ιδιωτικές κλινικές είναι θετικό βήμα αλλά δεν φτάνει. Για αυτό προτείνει την κωδικοποίηση και τυποποίηση των υπηρεσιών υγείας, ώστε να διευκολυνθεί έτι περαιτέρω ο καταναλωτής στη σύγκριση των τιμών, να ενισχυθεί η διαφάνεια και και εν τέλει η καταναλωτική συνείδηση.
Ακόμη συνιστά εποπτεία των παρόχων όχι μόνο αναφορικά με την τυπική τους συμμόρφωση με την υποχρέωση ανάρτησης τιμοκαταλόγων αλλά και αναφορικά με φαινομενικά τεχνικές λεπτομέρειες υλοποίησης, που θα διασφαλίσουν την ομοιογένεια, διαχειρισιμότητα και συγκρισιμότητα της αναρτώμενης πληροφορίας. «Με τον τρόπο αυτό δύναται να ενισχυθεί η καταναλωτική συνείδηση, ενισχύοντας εμμέσως τον ανταγωνισμό στον κλάδο», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Αδυναμίες στον νέο δείκτη
Σε ό,τι αφορά την τιμολόγηση των υπηρεσιών ασφάλισης υγείας, η έρευνα σημειώνει πως η συμβολή του δείκτη ΕΔΥ με τον οποίο συνδέθηκε η ετήσια αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων σε μακροχρόνιες συμβάσεις ασφάλισης υγείας, στην αύξηση των ασφαλίστρων υγείας κατά τη διετία 2024-2025, ήταν ιδιαίτερα προβληματική.
Ο ΕΔΥ αντικαταστάθηκε από τον υπό διαμόρφωση νέο δείκτη από την ΕΛΣΤΑΤ, που θα τεθεί σε εφαρμογή από τη 1η Ιανουαρίου 2026. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνιστά ιδιαίτερη προσοχή στο σχεδιασμό και εφαρμογή του νέου δείκτη ΕΔΑ, καθώς δημιουργείται ένας γενικότερος προβληματισμός σχετικά με το ενδεχόμενο πρόκλησης σοβαρών στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό για τους εξής λόγους :
Πρώτον, ο εξωγενής καθορισμός του δείκτη αναπροσαρμογής ασφαλίστρων σε μακροχρόνια συμβόλαια ασφάλισης υγείας αφαιρεί έως ένα βαθμό την πίεση από τις ασφαλιστικές εταιρείες να διαπραγματευτούν χαμηλότερες αποζημιώσεις με τους παρόχους υγείας. Οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν πιο εύκολα να πάρουν τη θέση ενός παθητικού μεσάζοντα, ο οποίος μετακυλύει τις χρεώσεις στους ασφαλισμένους.
Δεύτερον, αν και η νομοθεσία δεν «επιβάλλει» αντίστοιχες αυξήσεις στα ασφάλιστρα, οπωσδήποτε τις «αντικειμενικοποιεί» στα μάτια των καταναλωτών, μέσω της ύπαρξης ενός εγκεκριμένου από το κράτος δείκτη αύξησης κόστους. Συνεπώς, και εξ αυτής της απόψεως μειώνει την πίεση στις ασφαλιστικές εταιρείες για διαπραγμάτευση τιμών με τους παρόχους υγείας, και οι καταναλωτές γίνονται παθητικοί δέκτες των αναπροσαρμογών, με σχεδόν ανύπαρκτες, εναλλακτικές επιλογές (αποδοχή των αυξήσεων ή καταγγελία με σοβαρή περιουσιακή ζημία και χαμηλές πιθανότητες εκ νέου ασφάλισης).
Τρίτον, η ύπαρξη του δείκτη δημιουργεί ένα εστιακό σημείο (focal point) για την αύξηση τιμών. Οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν έχουν πλέον το κίνητρο να επιδοθούν σε τιμολογιακό ανταγωνισμό, αντιθέτως έχουν το κίνητρο να αναπροσαρμόσουν τα ασφάλιστρα με βάση το δείκτη.
Μέτριος βαθμός συγκέντρωσης
Η έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού διαπιστώνει πως στον κλάδο των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας εμφανίζεται μέτριος βαθμός συγκέντρωσης, με έξι σημαντικούς ομίλους να δραστηριοποιούνται σε αυτόν και τρεις ισχυρές ανεξάρτητες εταιρείες.
Οι εξαγορές που έχουν λάβει χώρα από ξένα επενδυτικά κεφάλαια τα τελευταία έτη δεν έχουν μεταβάλλει δραματικά το βαθμό συγκέντρωσης από το 2019 έως το 2022, παρότι από την έρευνα διαφαίνεται ότι η αντίληψη των ιδιωτικών κλινικών είναι ότι υφίστανται πάροχοι υπηρεσιών υγείας με ισχύ στην αγορά. Κινητικότητα στις εξαγορές παρόχων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας παρατηρείται έως και σήμερα.
Αναφέρεται πως χρειάζεται περαιτέρω εξορθολογισμός του ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία των ιδιωτικών κλινικών (εγχείρημα που εκκίνησε ήδη με το ν. 4600/2019), προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η αύξηση της δυναμικότητάς τους για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας. Μέτριος είναι ο βαθμός συγκέντρωσης και στις υπηρεσίες ασφάλισης υγείας, όπου τουλάχιστον δεκατρείς ασφαλιστικές εταιρείες προσφέρουν νοσοκομειακά προγράμματα.