ΛΑΡΚΟ: Τελευταία ευκαιρία εξυγίανσης – Το νικέλιο «σανίδα σωτηρίας» αλλά μόνο με υψηλές επενδύσεις

Κώστας Δεληγιάννης
Viber Whatsapp Μοιράσου το
ΛΑΡΚΟ: Τελευταία ευκαιρία εξυγίανσης – Το νικέλιο «σανίδα σωτηρίας» αλλά μόνο με υψηλές επενδύσεις
Παράγοντες του κλάδου εκτιμούν σε τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ τα κεφάλαια για τον εκσυγχρονισμό παραγωγής σιδηρονικελίου και στα 400 εκατ. για την παραγωγή νικελίου και κοβαλτίου. «Αγκάθια» τα τεράστια προβλήματα που κουβαλά η βιομηχανία.

Από μία εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση –που περιλαμβάνει από τη μια πλευρά δυσεπίλυτα εμπόδια, και από την άλλη μεριά ορισμένα σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα– «περνά» η απάντηση για το μέλλον της ΛΑΡΚΟ. Έτσι, ενόψει της επικείμενης υποβολής των δεσμευτικών προσφορών στους δύο παράλληλους διαγωνισμούς για την ιδιωτικοποίησή της, παράγοντες του κλάδου της μεταλλουργίας επισημαίνουν πως το διεθνές περιβάλλον δημιουργεί όντως ένα «παράθυρο ευκαιρίας», ώστε υπό προϋποθέσεις να μπορεί να υπάρξει επόμενη ημέρα για την ελληνική νικελοβιομηχανία.

Από την άλλη πλευρά, όπως επισημαίνουν οι ίδιοι παράγοντες, οι προϋποθέσεις για να αξιοποιηθεί αυτό το «παράθυρο ευκαιρίας» περιλαμβάνουν μία μεγάλη σειρά προκλήσεων που θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ο νέος επενδυτής. Έτσι, όπως προσθέτουν, ο πήχης για την ιδιωτικοποίηση τοποθετείται αρκετά χαμηλά, αφού η υποβολή ακόμη και μίας προσφοράς θα πρέπει να θεωρείται επιτυχία.

Στο «μέτωπο» των προκλήσεων, την πρώτη θέση καταλαμβάνει ο άμεσος τερματισμός της κατάστασης οικονομικής αιμορραγίας στην οποία έχει περιέλθει εδώ και χρόνια η επιχείρηση λόγω έλλειψης επενδύσεων, με την κατακόρυφη μείωση του κόστους παραγωγής. Παράλληλα, η ΛΑΡΚΟ θα χρειαστεί να εκσυγχρονιστεί μέσα σε λίγα χρόνια ώστε να γίνει μία «κανονική» ευρωπαϊκή βιομηχανία.

Αυτό σημαίνει κατʼ αρχάς πως θα χρειαστεί να συμμορφωθεί με την περιβαλλοντική νομοθεσία – τη στιγμή που σήμερα δεν τηρεί σχεδόν καμία από τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις). Επίσης, θα πρέπει να δρομολογηθεί ο περιορισμός του ανθρακικού της αποτυπώματος, ώστε να περιορισθεί το κόστος προμήθειας δικαιωμάτων ρύπων.

Το μόνο βέβαιο είναι πως η ιδιωτικοποίηση που «τρέχει» αυτή τη στιγμή αποτελεί εκ των πραγμάτων την τελευταία ευκαιρία εξυγίανσης της βιομηχανίας, αφού σε περίπτωση που ναυαγήσει, η ΛΑΡΚΟ θα οδηγηθεί σε πτώχευση και λουκέτο. Επομένως, θα σημάνει το τέλος μίας επιχείρησης που αποτέλεσε για 10ετίες ναυαρχίδα της ελληνικής και ευρωπαϊκής μεταλλουργίας.

Οι απαιτούμενες επενδύσεις

Αν ωστόσο έχουν αίσια έκβαση οι διαγωνισμοί, σύμφωνα με τα ίδια στελέχη του κλάδου, οι απαιτούμενες κινήσεις για την επανεκκίνηση της ΛΑΡΚΟ «μεταφράζονται» σε επενδύσεις τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ και χρειάζονται ώστε να βελτιωθεί και να «θωρακισθεί» περιβαλλοντικά η υφιστάμενη μέθοδος λειτουργίας (πυρομεταλλουργία), με την οποία παράγει αποκλειστικά σιδηρονικέλιο (κράμα νικελίου και σιδήρου), το οποίο αποτελεί πρώτη ύλη για την παραγωγή χάλυβα.

Τουλάχιστον θεωρητικά, η συγκυρία ευνοεί παράλληλα τη «στροφή» της βιομηχανίας και στην παραγωγή νικελίου και κοβαλτίου – δύο πρώτων υλών που έχουν χαρακτηρισθεί ως ο «χρυσός της νέας εποχής», καθώς χρησιμοποιούνται στην κατασκευή μπαταριών και επομένως εμπλέκονται τόσο στην ηλεκτροκίνηση, όσο και στην «πράσινη» μετάβαση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.

Με αυτό τον τρόπο, η ΛΑΡΚΟ θα αμείβεται και για το κοβάλτιο που παράγει, και το οποίο παραμένει ανεκμετάλλευτο εμπορικά με την πυρομεταλλουργία, καθώς απλώς ενσωματώνεται στο τελικό προϊόν. Ωστόσο, για τη «στροφή» αυτή θα χρειαστεί μία επένδυση της τάξης των 400 εκατ. ευρώ για τη νέα παραγωγική διαδικασία (υδρομεταλλουργία), για την υλοποίηση της οποίας θα απαιτηθεί επίσης ένα σημαντικό χρονικό διάστημα.

Ατού και «αγκάθια»

Όσον αφορά την παραγωγή σιδηρονικελίου, θετική παρακαταθήκη για την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων αποτελεί το γεγονός ότι αποτελεί τον μοναδικό παραγωγό σιδηρονικελίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έναν από τους πέντε μεγαλύτερους παγκοσμίως. Επίσης, ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι μια εξωστρεφής εταιρία, καθώς εξάγει το 100% της παραγωγής της, ενώ μάλιστα συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον αξιόπιστων παραγωγών στη διεθνή αγορά σιδηρονικελίου.

Στα ατού της εταιρείας περιλαμβάνεται επίσης το υψηλής κατάρτισης προσωπικό της, όπως και το γεγονός ότι διαθέτει ιδιόκτητο λιμάνι. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η πυρομεταλλουργία είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα. Επομένως, ο νέος επενδυτής θα πρέπει να εξασφαλίσει προμήθεια ρεύματος σε ανταγωνιστικό κόστος (κάτι καθόλου εύκολο στην παρούσα συγκυρία), με προοπτική μάλιστα συμμετοχής όσο το δυνατόν πιο «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής στο μέλλον, για να περιορισθεί το κόστος των δικαιωμάτων ρύπων.

Στην περίπτωση της «στροφής» στην παραγωγή νικελίου και κοβαλτίου, συγκριτικό πλεονέκτημα αποτελούν οι αρκετά μεγάλες διαθέσιμες ποσότητες ελληνικών σιδηρονικελιούχων κοιτασμάτων (λατερίτης), οι οποίες εκτιμώνται σε 2 εκατ. τόνους νικελίου, αντιστοιχώντας στο 90% των αποθεμάτων νικελίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια στιγμή, όμως, τα κοιτάσματα έχουν μέτρια έως χαμηλή περιεκτικότητα σε νικέλιο, κάτι που σημαίνει ότι θα χρειαζόταν να αναζητηθούν επιπλέον εγχώρια κοιτάσματα ή να προωθηθεί η εισαγωγή μεταλλεύματος, σημαντικής περιεκτικότητας σε νικέλιο.

Επενδυτικό ρίσκο αλλά και πρόσκληση

Η «υπόθεση ΛΑΡΚΟ» ήρθε ξανά στην επικαιρότητα στις 8 Μαρτίου, όταν οι τιμές του νικελίου υπερδιπλασιάστηκαν μέσα σε λίγες ώρες και ξεπέρασε τα επίπεδα-ρεκόρ των 100.000 δολάρια ανά μετρικό τόνο στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου (LME), με συνέπεια να διακοπεί η διαπραγμάτευσή του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το σιδηρονικέλιο που παράγει η ΛΑΚΡΟ «ακολουθεί» την τιμή του νικελίου, κάτι που σημαίνει ότι το προϊόν της βιομηχανίας κατέγραψε και αυτό ιστορικό υψηλό όλων των εποχών. Ωστόσο, το αμέσως επόμενο διάστημα η τιμή του νικελίου σημείωσε διαδοχικές «βουτιές», αγγίζοντας σε διαδοχικές διαπραγματεύσεις τα κάτω όρια διακύμανσης. Έτσι, στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας διαμορφωνόταν στα επίπεδα των 37.000 δολαρίων ανά μετρικό τόνο.

Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου της μεταλλουργίας, αν και οι αυξομειώσεις του προηγούμενου διαστήματος είναι ακραίες, «υπενθυμίζουν» ωστόσο την έντονη μεταβλητότητα των τιμών του νικελίου (και επομένως και του σιδηρονικελίου). Επομένως, πέρα από τα όποια κέρδη στις εποχές εκτίναξης των τιμών των μετάλλων, ο επενδυτής θα πρέπει να διασφαλίσει πως η βιομηχανία δεν θα «γράφει» ζημίες και στις περιόδους «ιστορικών χαμηλών» των τιμών των παραγόμενων προϊόντων.

Η εξάρτηση των εσόδων της ΛΑΡΚΟ από τις χρηματιστηριακές τιμές του νικελίου (και μάλιστα σε μία εποχή που κάθε ευρωπαϊκή βιομηχανία έχει να ανταγωνισθεί στον «διεθνή στίβο» επιχειρήσεις από άλλα μέρη του κόσμου με πιο ευνοϊκό πλαίσιο λειτουργίας), δείχνει πως στην περίπλοκη εξίσωση για το μέλλον της ΛΑΡΚΟ δεν υπάρχουν εύκολες «συνταγές επιτυχίας». Όπως επίσης και ότι εκτός από τα υψηλά κεφάλαια, η εξυγίανση της βιομηχανίας προϋποθέτει και εξίσου υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο.

Τα χρόνια της απαξίωσης

Η ΛΑΡΚΟ κατάφερε να γίνει «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής μεταλλουργίας χάρις στην υψηλή τεχνογνωσία, τις πρωτοποριακές μεθόδους παραγωγής που ανέπτυξε, αλλά και στα ιδιόκτητα κοιτάσματα. Ωστόσο, ο πτωτικός «κύκλος» των διεθνών κύκλου νικελίου από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχε ως συνέπεια από τις αρχές της επομένης δεκαετίας να προστεθεί στις προβληματικές και να περάσει το 1982 στον έλεγχο του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ).

Θύμα ολιγωριών, κακοδιαχείρισης, πελατειακών επιλογών και λανθασμένων αποφάσεων των κυβερνήσεων που ακολούθησαν, η ΛΑΡΚΟ συνέχισε να λειτουργεί τα επόμενα έτη διαγράφοντας «κύκλους» κερδοφόρων και ζημιογόνων χρήσεων, ανάλογα με τις εκάστοτε διακυμάνσεις των διεθνών τιμών του νικελίου. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι ζημίες ήταν συχνότερες και μεγαλύτερες από τα όποια κέρδη, «μεταφράζεται» σε σταδιακά διόγκωση του παθητικού της εταιρείας, η οποία συσσωρεύει παράλληλα χρέη από δανειακές υποχρεώσεις και την αθέτηση πληρωμής προμηθευτών – πρώτα από όλα στη ΔΕΗ, για την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνει. Σήμερα τα χρέη της ΛΑΡΚΟ εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 500 εκατ. ευρώ περίπου.

Η πορεία της εταιρείας επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που έκρινε παράνομες τις κρατικές ενισχύσεις ύψους 135,8 εκατ. ευρώ της περιόδου 2008-2011, ζητώντας να ανακτηθούν τα ποσά από το Δημόσιο. Το ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων στέρησε τη βιομηχανία από την πρόσβαση σε ευρωπαϊκά επενδυτικά προγράμματα, τα οποία θα της επέτρεπαν να εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό της. Μάλιστα, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, αποτέλεσε χαμένη ευκαιρία η συμφωνία του 2014 μεταξύ της Κομισιόν και της ελληνικής κυβέρνησης για τη συμμόρφωση της χώρας στην απόφαση, καθώς τα τότε δεδομένα έδιναν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.

Ως συνέπεια, το τελευταίο επενδυτικό πρόγραμμα υλοποιήθηκε την περίοδο 2005-2007, ενώ τμήμα του βασικού εξοπλισμού της χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970. Έτσι, σε μία εποχή όπου το ενεργειακό κόστος άρχισε να διαγράφει ανοδική πορεία, και οι διεθνείς τιμές νικελίου να σημειώνουν ακόμη χαμηλότερες «πτήσεις», απώλεσε αμετάκλητα κάθε δυνατότητα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς της.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider