Το κενό ΦΠΑ (VAT gap) αποτελεί έναν από τους πλέον σύνθετους αλλά και ουσιαστικούς δείκτες αξιολόγησης της λειτουργίας ενός φορολογικού συστήματος. Δεν αποτυπώνει απλώς τη φοροδιαφυγή με τη στενή έννοια, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα της φορολογικής συμμόρφωσης, της διοικητικής ικανότητας, της ποιότητας των δεδομένων και της αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών μηχανισμών.
Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται συστηματικά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως εργαλείο συγκριτικής αξιολόγησης μεταξύ των κρατών-μελών της. Ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της δυνητικής φορολογικής υποχρέωσης, δηλαδή των εσόδων που θα εισπράττονταν σε συνθήκες πλήρους συμμόρφωσης, και των πραγματικών εισπράξεων. Περιλαμβάνει απώλειες που οφείλονται σε φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή, αφερεγγυότητα, διοικητικά λάθη, αλλά και καθυστερήσεις ή αδυναμίες στην είσπραξη.
Με βάση τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (VAT Gap in Europe – Report 2025), τα οποία δημοσιεύθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα, η Ελλάδα κατέγραψε μία από τις σημαντικότερες βελτιώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την περίοδο 2019-2023. Συγκεκριμένα, το κενό ΦΠΑ μειώθηκε από 24,0% το 2019 σε 11,4% το 2023, δηλαδή κατά περίπου 12,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Μάλιστα, οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις δείχνουν περαιτέρω μείωση στο 9,0% για το 2024, γεγονός που ενισχύει την εικόνα μιας σταθερής και διατηρήσιμης καθοδικής πορείας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σε αναθεώρηση προς τα κάτω των εκτιμήσεων του κενού ΦΠΑ για τα έτη 2021 και 2022. Η αναθεώρηση αυτή δεν συνδέεται με αλλαγή της μεθοδολογίας, αλλά με τη διαθεσιμότητα πιο ακριβών και επικαιροποιημένων δεδομένων από τις ελληνικές αρχές. Το στοιχείο αυτό έχει διπλή σημασία.
Πρώτον, επιβεβαιώνει ότι η αρχική βελτίωση της επίδοσης της χώρας δεν ήταν αποτέλεσμα στατιστικών παραδοχών, αλλά πραγματικής ενίσχυσης της συμμόρφωσης. Δεύτερον, καταδεικνύει τη βελτίωση της θεσμικής ικανότητας της φορολογικής διοίκησης στη συλλογή, επεξεργασία και αξιοποίηση δεδομένων. Η ποιότητα των διοικητικών στοιχείων αποτελεί προϋπόθεση για κάθε σοβαρή πολιτική καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Κατά την περίοδο 2019-2023, η κυβερνητική πολιτική στον τομέα της φορολογίας χαρακτηρίστηκε από μια συνειδητή στρατηγική επιλογή: τη μετατόπιση του βάρους από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη βελτίωση της συμμόρφωσης. Η επιλογή αυτή ήταν κρίσιμη για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους. Η αύξηση των συντελεστών, ιδίως σε ένα περιβάλλον φορολογικής κόπωσης, τείνει να υπονομεύει τη συμμόρφωση και να ενισχύει τα κίνητρα παραβατικότητας.
Αντιθέτως, η βελτίωση της είσπραξης με σταθερούς συντελεστές ενισχύει τη φορολογική δικαιοσύνη και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. Κεντρικός άξονας της πολιτικής αυτής υπήρξε η θέσπιση κινήτρων για την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Η διεύρυνση της χρήσης ψηφιακών μέσων πληρωμής περιορίζει την αδήλωτη οικονομική δραστηριότητα, ενισχύει την ιχνηλασιμότητα των συναλλαγών και διευκολύνει τους ελέγχους.
Η διεθνής εμπειρία και η βιβλιογραφία καταδεικνύουν ότι η αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών συνδέεται άμεσα με τη μείωση της φοροδιαφυγής, ιδίως στον ΦΠΑ. Στην ελληνική περίπτωση, η πολιτική αυτή λειτούργησε συμπληρωματικά με άλλες παρεμβάσεις, ενισχύοντας συνολικά τη φορολογική συμμόρφωση. Επίσης, προωθήθηκε ο ψηφιακός μετασχηματισμός των φορολογικών ελέγχων.
Η μετάβαση από εκτεταμένους, οριζόντιους ελέγχους, σε στοχευμένους ελέγχους βάσει ανάλυσης κινδύνου βελτίωσε την αποτελεσματικότητα της φορολογικής διοίκησης. Η αξιοποίηση εργαλείων ανάλυσης δεδομένων, διασταυρώσεων και αυτοματοποιημένων διαδικασιών επέτρεψε τον έγκαιρο εντοπισμό αποκλίσεων και ύποπτων προτύπων συμπεριφοράς.
Σημαντικό στοιχείο αυτής της προσέγγισης είναι ο προληπτικός χαρακτήρας των ελέγχων. Η γνώση ότι οι συναλλαγές καταγράφονται και αναλύονται συστηματικά λειτουργεί αποτρεπτικά, μειώνοντας την ανάγκη για εκ των υστέρων κατασταλτικές παρεμβάσεις. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η ψηφιοποίηση της φορολογικής διαδικασίας μέσω της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, των ηλεκτρονικών βιβλίων και της ψηφιακής διαβίβασης στην πλατφόρμα myDATA.
Η διασύνδεση των επιχειρηματικών συναλλαγών με τα πληροφοριακά συστήματα της φορολογικής διοίκησης ενίσχυσε τη διαφάνεια και περιόρισε τη δυνατότητα απόκρυψης φορολογητέας ύλης. Τα εργαλεία αυτά συμβάλλουν καθοριστικά στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, στην αύξηση της οικειοθελούς συμμόρφωσης και στην πρόληψη φαινομένων φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής.
Παράλληλα, μειώνουν το διοικητικό κόστος τόσο για το κράτος όσο και για τις επιχειρήσεις, δημιουργώντας ένα πιο φιλικό και αποτελεσματικό φορολογικό περιβάλλον. Η μείωση του κενού ΦΠΑ δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Όμως, οι πρόσθετοι πόροι που προκύπτουν από τη βελτίωση της συμμόρφωσης επιστρέφουν στην κοινωνία και ενισχύουν κρίσιμους τομείς της δημόσιας πολιτικής, όπως η υγεία, η παιδεία, η άμυνα και ασφάλεια, καθώς και οι υποδομές.
Με τον τρόπο αυτό, η αποτελεσματική είσπραξη των φόρων συνδέεται άμεσα με την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών και τη συνολική αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον όπου, το 2023, το μέσο κενό ΦΠΑ αυξήθηκε, η ελληνική εμπειρία αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Καταδεικνύει ότι η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής δεν είναι ζήτημα συγκυρίας, αλλά αποτέλεσμα θεσμικής ενίσχυσης, ψηφιακού μετασχηματισμού και άσκησης συνεκτικής οικονομικής πολιτικής. Η πρόοδος που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια συνιστά ισχυρή βάση για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και τη σταθερή σύγκλιση με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές.