«Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να διαγράφει ανοδική τροχιά, παρά την επιμονή των διεθνών προκλήσεων που διαμορφώνουν ένα περιβάλλον αβεβαιότητας», αναφέρει ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ, Παναγιώτης Λιαργκόβας στη σύνοψη του νέου τεύχους του περιοδικού του Κέντρου «Οικονομικές Εξελίξεις». Για το σύνολο του 2025 το ΚΕΠΕ αναθεώρησε τον ρυθμό ανάπτυξης στο 2,2%, οριακά χαμηλότερα από την προηγούμενη εκτίμησή (2,3%).
«Συνολικά, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο. Η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει έναν ολοκληρωμένο και πολυδιάστατο σχεδιασμό πολιτικής, ικανό να απαντήσει τόσο στις εξωτερικές προκλήσεις όσο και στις εσωτερικές διαρθρωτικές αδυναμίες», αναφέρει ο πρόεδρος του ΔΣ και επιστημονικός διευθυντής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών.
Αναλυτικά στη σύνοψη για το νέο τεύχος των «Οικονομικών Εξελίξεων» ο κ. Λιαργκόβας σημειώνει:
Η παρατεταμένη γεωπολιτική αστάθεια –με επίκεντρο την Ερυθρά Θάλασσα, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις εύθραυστες σχέσεις ΗΠΑ Κίνας– επιδρά στο διεθνές εμπόριο και επηρεάζει καίρια τις εξαγωγικές δυνατότητες χωρών όπως η Ελλάδα.
Παράλληλα, η υποχώρηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου το τελευταίο τρίμηνο σχετίζεται εν μέρει με εγχώριους παράγοντες, όπως οι ασάφειες στο ρυθμιστικό πλαίσιο για την οικοδομική δραστηριότητα, ενώ αντανακλά και τη στάση αναμονής που υιοθετεί μερίδα των επενδυτών λόγω της διεθνούς ρευστότητας.
Η αναπροσαρμογή των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, οι μεταβολές στη νομισματική πολιτική, αλλά και η αργή ανάκαμψη της Ευρωζώνης εντείνουν τον προβληματισμό.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, η ελληνική οικονομία εμφανίζει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,5% το τέταρτο τρίμηνο του 2024 και 2,2% το πρώτο τρίμηνο του 2025, επιδόσεις σημαντικά υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ιδιωτική κατανάλωση αποτέλεσε βασικό μοχλό στήριξης, ενισχυόμενη από την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων, τη μείωση της ανεργίας και τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Ωστόσο, η κάμψη σε τομείς όπως οι εξαγωγές υπηρεσιών και οι τουριστικές εισπράξεις αποτελεί ένδειξη της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από εξωτερικές παραμέτρους.
Για το σύνολο του 2025, στο ΚΕΠΕ αναθεωρήσαμε τον ρυθμό ανάπτυξης στο 2,2%, οριακά χαμηλότερα από την προηγούμενη εκτίμησή μας (2,3%).
Η δυναμική της χρηματιστηριακής αγοράς εντός του 2025 επιβεβαιώνει την αυξημένη εμπιστοσύνη των επενδυτών. Οι θετικές αποδόσεις, ιδιαίτερα στον δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης, η αύξηση της συνολικής κεφαλαιοποίησης, αλλά και οι επιτυχείς εκδόσεις ομολόγων του Δημοσίου συνδέονται με την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Η ψήφιση του Ν. 5193/2025 για την ενίσχυση της κεφαλαιαγοράς αναμένεται να επιδράσει πολλαπλασιαστικά, διευκολύνοντας την πρόσβαση των ΜμΕ σε χρηματοδότηση και ενισχύοντας τη σύνδεση της παραγωγής με τις αγορές κεφαλαίου.
Η απασχόληση αυξάνεται
Η αγορά εργασίας παρουσιάζει θετικές ενδείξεις, με μείωση της ανεργίας στο 9% τον Μάρτιο του 2025 και περαιτέρω αύξηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης. Ειδικά οι τομείς των επαγγελματικών υπηρεσιών, της εκπαίδευσης και του εμπορίου καταγράφουν τη μεγαλύτερη αύξηση.
Ωστόσο, παραμένουν σταθερά προβλήματα: υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους, στις γυναίκες και στους μακροχρόνια ανέργους, καθώς και γεωγραφικές ανισότητες που καταδεικνύουν την ανάγκη για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και περιφερειακή στόχευση.
Αξιοσημείωτο είναι και το φαινόμενο της αύξησης των κενών θέσεων εργασίας –ιδίως στον τουρισμό– που καταδεικνύει διαρθρωτικές αδυναμίες στην αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας. Το φαινόμενο αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις και στη δυναμική του τουριστικού προϊόντος της χώρας, σε μια περίοδο κατά την οποία ο ανταγωνισμός μεταξύ των προορισμών εντείνεται.
Οι κοινωνικές ανισότητες επιμένουν
Σε κοινωνικό επίπεδο, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται, οι κοινωνικές ανισότητες επιμένουν. Η ενεργειακή φτώχεια μειώθηκε στα περισσότερα μη φτωχά νοικοκυριά, αλλά αυξήθηκε σημαντικά στα φτωχά, με διακυμάνσεις ανά περιφέρεια.
Η ενεργειακή επάρκεια παραμένει ελλιπής σε μεγάλο τμήμα της υπαίθρου, με τις περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Ιονίων Νήσων να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη επιδείνωση.
Η επιδείνωση του δείκτη παρατηρείται και στα μη φτωχά νοικοκυριά, γεγονός που υπογραμμίζει τη γενικευμένη φύση του προβλήματος. Το ζήτημα αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για συνεκτική πολιτική ενεργειακής δικαιοσύνης και αναβάθμισης υποδομών.
Η γεωργία αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή
Η γεωργία αναδεικνύεται ξανά ως κρίσιμος τομέας όχι μόνο για την οικονομία αλλά και για την κοινωνική και εδαφική συνοχή. Αν και η συνεισφορά της στο ΑΕΠ είναι περιορισμένη, η σημασία της υπερβαίνει την παραγωγική της διάσταση. Η περίοδος 2019–2023 ανέδειξε την ευαλωτότητα του κλάδου, εξαιτίας της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης, του πολέμου στην Ουκρανία και των έντονων κλιματικών διαταραχών (Ιανός, Daniel).
Οι συνέπειες ήταν ιδιαίτερα έντονες στη Θεσσαλία, με σοβαρές ζημιές σε καλλιέργειες, υποδομές και ζωικό κεφάλαιο. Παρά τη συγκυριακή αύξηση του αγροτικού εισοδήματος, αυτή δεν συνδέεται με διαρθρωτική πρόοδο. Αντιθέτως, παρατηρείται μείωση της απασχόλησης, επιδείνωση της αναλογίας εισροών προς παραγωγή και αυξημένη εξάρτηση από εισαγόμενες εισροές.
Η βιωσιμότητα της ελληνικής γεωργίας δεν μπορεί να βασιστεί σε πρόσκαιρες ενισχύσεις, αλλά απαιτεί στοχευμένη στρατηγική ανασυγκρότησης, με αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης, στήριξη της απασχόλησης και διαφοροποίηση των εκμεταλλεύσεων.
Η αγορά ακινήτων εμφανίζει τάσεις υπερθέρμανσης
Στην αγορά ακινήτων, η ανάκαμψη των τιμών υπερβαίνει τον ρυθμό αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό δημιουργεί φραγμούς στην πρόσβαση σε προσιτή στέγαση, ιδιαίτερα για νέους και ευάλωτα νοικοκυριά. Η επενδυτική δραστηριότητα ενισχύθηκε από προγράμματα όπως η «Χρυσή Βίζα», αλλά η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια έχει μειωθεί από το 2022, πιθανότατα λόγω αυξανόμενων επιτοκίων και τιμών. Παράλληλα, η στεγαστική πίστη συρρικνώνεται, ενώ προγράμματα όπως το «Σπίτι μου» αναμένεται να συμβάλουν θετικά.
Χρειάζονται στοχευμένες παρεμβάσεις για την εξισορρόπηση προσφοράς και προσιτότητας. Η στέγαση αναδεικνύεται έτσι σε νέα κοινωνική πρόκληση.
Η αμοιβή της εργασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολείπεται κατά πολύ του ευρωπαϊκού μέσου όρου
Οι αμοιβές εργασίας στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ (34% το 2024), παρουσιάζουν διαχρονική υστέρηση έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου (47%). Μετά τη βελτίωση έως το 2011–2012, η τάση αντιστράφηκε λόγω των προγραμμάτων προσαρμογής, ενώ η πανδημία, ο πληθωρισμός και η δομή της αγοράς εντείνουν το φαινόμενο. Το χάσμα μεταξύ παραγωγικότητας και μισθών παραμένει θετικό στους περισσότερους κλάδους, καταδεικνύοντας πιέσεις στους εργαζομένους και αναδεικνύοντας την ανάγκη ενίσχυσης της θέσης της εργασίας. Η ανάγκη για επανακαθορισμό των όρων κατανομής του παραγόμενου πλούτου είναι πλέον επιτακτική.
Συνολικά, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο
Η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει έναν ολοκληρωμένο και πολυδιάστατο σχεδιασμό πολιτικής, ικανό να απαντήσει τόσο στις εξωτερικές προκλήσεις όσο και στις εσωτερικές διαρθρωτικές αδυναμίες.
Η ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας απαιτεί ένα σταθερό και προβλέψιμο ρυθμιστικό περιβάλλον, που θα διευκολύνει την αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού και θα περιορίσει τη στάση αναμονής που υιοθετείται σε συνθήκες διεθνούς αβεβαιότητας. Παράλληλα, η περαιτέρω ενίσχυση της πλήρους, σταθερής και ποιοτικής απασχόλησης πρέπει να αποτελέσει κεντρική προτεραιότητα, με έμφαση στην άρση των εμποδίων ένταξης για τους νέους, τις γυναίκες και τους μακροχρόνια ανέργους.
Η αντιμετώπιση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων απαιτεί στοχευμένες πολιτικές που θα διασφαλίζουν την καθολική πρόσβαση σε αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ιδίως για τα ευάλωτα νοικοκυριά και τις περιοχές που πλήττονται δυσανάλογα από τις κρίσεις. Η στήριξη της αγροτικής παραγωγής με όρους βιωσιμότητας και η εξισορρόπηση μεταξύ της αύξησης των τιμών των ακινήτων και της προσιτής κατοικίας για τα νοικοκυριά συνιστούν, επίσης, αναγκαίες προϋποθέσεις για μια συνεκτική και δίκαιη αναπτυξιακή στρατηγική.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση της θέσης της εργασίας (ιδίως της μισθωτής) και η πιο ισόρροπη κατανομή των καρπών της ανάπτυξης αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας, της κοινωνικής συνοχής και της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του αναπτυξιακού υποδείγματος.