Απόφαση σύμφωνα με την οποία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία την οποία φέρονται ότι υπέστησαν το 2012 οι εμπορικές τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως του ελληνικού χρέους (PSI) εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην υπόθεση T-749/15 (Nausicaa Anadyomène SAS και Banque d'escompte κατά ΕΚΤ) το Δικαστήριο της ΕΕ απέρριψε την αγωγή και απέκλεισε με τον τρόπο αυτόν κάθε ευθύνη της ΕΚΤ, επιβεβαιώνοντας όσα είχε ήδη κρίνει έναντι των φυσικών προσώπων που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα.
Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι εμπορικές τράπεζες δεν μπορούν να επικαλούνται την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε την αρχή της ασφάλειας δικαίου σε τομέα όπως αυτόν της νομισματικής πολιτικής, το αντικείμενο του οποίου υφίσταται συνεχείς προσαρμογές σε συνάρτηση με τις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας.
Κατά το Γενικό Δικαστήριο, καμία δήλωση ή πράξη της ΕΚΤ δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως παρακίνηση προς τους επενδυτές να αποκτήσουν ή να συνεχίσουν να κατέχουν ελληνικά χρεόγραφα, καθόσον η ΕΚΤ περιορίστηκε στην αποκατάσταση της ασφάλειας των εν λόγω τίτλων προκειμένου να διατηρήσει προσωρινώς τη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του Ευρωσυστήματος, αντιδρώντας στις εξαιρετικές συνθήκες της χρηματοπιστωτικής αγοράς καθώς και στη διατάραξη της συνήθους αποτιμήσεως των ελληνικών χρεογράφων.
Κατά συνέπεια, η πολιτική της ΕΚΤ δεν περιελάμβανε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις ότι δεν θα επερχόταν ενδεχόμενη πτώχευση της Ελλάδας, αλλά ούτε και πρόσκληση, έστω και έμμεση, προς αγορά ή διατήρηση ελληνικών χρεογράφων.
Επιπλέον, ως επιμελείς και ενημερωμένοι επιχειρηματίες, οι εμπορικές τράπεζες λογίζεται ότι γνώριζαν την εξαιρετικά ασταθή οικονομική κατάσταση που καθόριζε τη διακύμανση της αξίας των ελληνικών χρεογράφων, καθώς και τον μη αμελητέο κίνδυνο χρεοκοπίας της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να στηρίζονται στην προσωρινή διατήρηση από την ΕΚΤ της επιλεξιμότητας των τίτλων αυτών, και επομένως προέβησαν σε επενδύσεις υψηλού κινδύνου.
Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διότι οι εμπορικές τράπεζες που απέκτησαν ελληνικά χρεόγραφα, αφενός, και η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αφετέρου, δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση.
Συγκεκριμένα θεωρεί πως προβαίνοντας στην αγορά ελληνικών χρεογράφων, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ενήργησαν στο πλαίσιο της ασκήσεως της θεμελιώδους αποστολής τους, με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της ορθής διαχειρίσεως της νομισματικής πολιτικής.
H υποχρέωση της Ελλάδας για πιστωτική ενίσχυση υπέρ των εθνικών κεντρικών τραπεζών υπό τη μορφή προγράμματος επαναγοράς εξασφάλιζε τη διατήρηση του περιθωρίου χειρισμών των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος και αφορούσε έτσι μια κατάσταση που δεν ήταν συγκρίσιμη με εκείνη στην οποία βρίσκονταν οι ιδιώτες επενδυτές
Το ίδιο ισχύει για την κατάσταση των τραπεζών ή των εμπορικών εταιριών που απέκτησαν ελληνικά χρεόγραφα με σκοπό την επίτευξη κέρδους (ήτοι για να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή απόδοση των επενδύσεών τους).