«Φωτιά» έχουν πάρει τα πιεστήρια χρήματος στις τέσσερις πλευρές του πλανήτη, με τις κεντρικές τράπεζες να έχουν ήδη διοχετεύσει στις παγκόσμιες οικονομίες φτηνή ρευστότητα 9 τρισ. δολαρίων.
Το ποσό αυτό είναι τεράστιο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ισοδυναμεί με την αξία όλων των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται στις ΗΠΑ σε διάστημα έξι μηνών.
Η αλήθεια είναι ότι οι τέσσερις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες –Fed, ΕΚΤ, BoE και BoJ– έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τα «ταμπού» της κλασικής οικονομικής θεωρίας και έχουν φανεί ιδιαίτερα γενναιόδωρες από το 2008 που εκδηλώθηκε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση, σε μια προσπάθεια να επιταχύνουν την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Το σχέδιο ήταν απλό: με την παροχή φτηνής χρηματοδότησης στο τραπεζικό σύστημα, οι τράπεζες θα έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους, ενισχύοντας έτσι την επιχειρηματική δραστηριότητα και τις καταναλωτικές δαπάνες.
«Αν παίρνατε μια ομάδα οικονομολόγων του 2008 και να τους φέρνατε στο σήμερα αποκαλύπτοντάς τους ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν αγοράσει ομόλογα 9 τρισ. δολαρίων και συνεχίζουν να… ψάχνουν, πιθανότητα δεν θα πίστευαν λέξη», σχολιάζει στο CNN Money ο Michael Pearce από την Capital Economics.
Υπό κανονικές συνθήκες, για να έχουν αυτό το αποτέλεσμα, οι κεντρικές τράπεζες αρκούσε να μειώσουν τα επιτόκια, μειώνοντας έτσι και το κόστος δανεισμού για τράπεζες και ιδιώτες. Στα μηδενικά επίπεδα, όμως, που είναι σήμερα τα επιτόκια –και σε πολλές περιπτώσεις μηδενικά– πόσο ακόμη να μειωθούν; Έτσι, ο Mario Draghi και οι ομόλογοί του έβαλαν μπρος το λεγόμενο «μπαζούκα» -τα έκτακτα μέτρα νομισματικής πολιτικής, όπως είναι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
«Η κύρια επίδραση της πολιτικής αυτής φαίνεται πως είναι η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων και η εκτίναξη των τιμών των ομολόγων», σχολιάζει ο Pearce. «Δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το QE έχει επηρεάσει ουσιαστικά την οικονομική ανάπτυξη ή τον πληθωρισμό».
Μόνο η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) έχει «τυπώσει» 3,9 τρισ. δολάρια, στους τρεις γύρους ποσοτικής χαλάρωσης που έχει εφαρμόσει από το 2008 που ξέσπασε η κρίση μέχρι τον Οκτώβριο του 2014. Πλέον, έχει περάσει σε φάση «σφιχτής» νομισματικής πολιτικής με την αύξηση των επιτοκίων τον περασμένο Δεκέμβριο. Έχει εξαγγείλει και νέες αυξήσεις, αλλά διστάζει προς το παρόν να προχωρήσει στο δεύτερο βήμα.
Από τον Μάρτιο του 2009, η Τράπεζα της Αγγλίας (BoE) έχει υλοποιήσει τρεις γύρους χαλάρωσης, συνολικής αξίας 500 δισ. δολαρίων. Ενεργοποίησε ξανά το πρόγραμμά της τον φετινό Αύγουστο, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσει τον αντίτυπο από του επικείμενου Brexit.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BoJ), η οποία υπήρξε πρωτοπόρος της ποσοτικής χαλάρωσης με την έναρξη του προγράμματος ομολόγων το 2001 και τη λήξη του το 2006, στόχευε κυρίως στην αντιμετώπιση του αποπληθωρισμού. Τον Απρίλιο 2013, επανήλθε δριμύτερη με αγορά ομολόγων αξίας 2,5 τρισ. δολαρίων.
Και για να έρθουμε στα δικά μας, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ήταν η τελευταία που «μπήκε στον χορό» των τρισεκατομμυρίων, ξεκινώντας το δικό της πρόγραμμα QE τον Μάρτιο του 2015, με λήξη τον Μάρτιο του 2017. Παρά τις εκτιμήσεις για το αντίθετο, ο Mario Draghi δεν προχώρησε την Πέμπτη σε παράταση της ποσοτικής χαλάρωσης, κάτι που όμως εκτιμάται πως δεν θα αποφύγει να κάνει έως το τέλος του έτους.