Το αμερικανικό δολάριο που εδώ και καιρό θεωρείται πυλώνας σταθερότητας και ασφαλές καταφύγιο για τους επενδυτές, έχει υποχωρήσει κατά περίπου 15% από το υψηλό του τον Σεπτέμβριο του 2022. Και, καθώς η αμερικανική πολιτική συνεχίζει να θέτει σε δοκιμασία την αξία του νομίσματος, προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα: κινδυνεύει το καθεστώς του δολαρίου ως ασφαλούς επενδυτικού καταφυγίου;
Η ελβετική Julius Baer σχολιάζει σε ανάλυσή της ότι, μέχρι τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024 και λίγο αργότερα, το δολάριο κατέγραφε ένα νέο κύμα ενίσχυσης. Αυτό οφειλόταν στις προσδοκίες των αγορών ότι ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα ενίσχυε τη δυναμική των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων μέσω φιλοαναπτυξιακών πολιτικών, όπως απορρύθμιση, βελτίωση της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας και νέες μειώσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων. Ωστόσο, αυτή η αισιοδοξία άρχισε να διαβρώνεται όταν ήρθαν στο προσκήνιο όλο και πιο έντονες εμπορικές αντιπαραθέσεις με βασικούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Η αστάθεια κορυφώθηκε με την ανακοίνωση τιμωρητικών δασμών-αντιποίνων στις 2 Απριλίου, γεγονός που οδήγησε σε ραγδαία πτώση του δολαρίου άνω του 10%.
Διαβάστε επίσης: On air διαμάχη Τραμπ - Πάουελ για την ανακαίνιση της Fed με φόντο τα επιτόκια
Η αρνητική στάση των επενδυτών απέναντι στο δολάριο εξαπλώθηκε στις αγορές, καθώς άρχισαν να αμφισβητούν τον ρόλο του ως ασφαλούς καταφυγίου, κυρίως αφόρου το αμερικανικό νόμισμα έπαψε να ακολουθεί την πορεία των επιτοκίων μετά το σοκ της «Ημέρας Απελευθέρωσης». Πρόσθετες εξελίξεις, όπως η πρόσφατη ψήφιση του «One Big Beautiful Bill Act» (OBBBA), που παγίωσε υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μια μη βιώσιμη πορεία χρέους, καθώς και η συνεχιζόμενη πολιτική πίεση στη Fed για μείωση επιτοκίων, υπονόμευσαν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο δολάριο.
Οι αναλυτές της Julius Baer εκτιμούν ότι το δολάριο έχει εισέλθει σε μια μακροπρόθεσμη καθοδική πορεία, η οποία τροφοδοτείται από πολιτικές που παρακάμπτουν θεσμικά αντίβαρα, υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία και τελικά απειλούν την αξία του νομίσματος.

Προκλήσεις για το καθεστώς ασφαλούς καταφυγίου
Όπως εξηγεί η ελβετική τράπεζα, ιστορικά δεν είναι ασυνήθιστο να χάνει το δολάριο αξία όταν η ίδια η αμερικανική οικονομία αποτελεί πηγή της αβεβαιότητας. Το δασμολογικό σοκ στις 2 Απριλίου επηρέασε τις ΗΠΑ περισσότερο από άλλες χώρες, συμβάλλοντας στην υποχώρηση του δολαρίου. Η ιδιότητα του ασφαλούς καταφυγίου τείνει να επανέρχεται μόνο όταν επιβραδύνεται η παγκόσμια οικονομία ή όταν εισέρχεται σε ύφεση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κρίση του 2008, η οποία ξεκίνησε στις ΗΠΑ: το δολάριο αρχικά υποχώρησε, αλλά καθώς η κρίση επεκτάθηκε παγκοσμίως, το δολάριο ενισχύθηκε, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο του ως ασφαλούς επένδυσης.
Για να χάσει το δολάριο τον χαρακτήρα του ασφαλούς επενδυτικού καταφυγίου, θα πρέπει να υιοθετηθούν πολιτικές που διαβρώνουν τα θεμέλια της σταθερότητας και αξιοπιστίας του, ιδίως πολιτικές που αποδυναμώνουν τους θεσμούς. Η προσέγγιση του Τραμπ, με συχνή χρήση προεδρικών διαταγμάτων και παράκαμψη των θεσμικών οργάνων, αυξάνει τον κίνδυνο για τη σταθερότητα του αμερικανικού συστήματος. Αυτή η προσέγγιση συνεχίζει να αποτελεί απειλή για τη φήμη του δολαρίου ως ασφαλούς και αξιόπιστης επένδυσης.
Η πτώση δεν έχει τελειώσει
Οι αναλυτές της Julius Baer εκτιμούν πάντως ότι, με τα σημερινά δεδομένα, υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω πτώση του αμερικανικού νομίσματος, για τρεις βασικούς λόγους.
Αρχικά, η αστάθεια της πολιτικής του Προέδρου Τραμπ ενδέχεται να συνεχιστεί, συντηρώντας τη δυσπιστία των αγορών. Ο Τραμπ πιθανώς θα συνεχίσει να ασκεί πίεση σε εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ μέσω «οικονομικού πόνου». Ωστόσο, αυτή η αρνητική δυναμική μπορεί να μετριαστεί, καθώς οι επενδυτές φαίνεται να δείχνουν μειωμένη ευαισθησία στις πολιτικές εξαγγελίες του Τραμπ. Αρκετοί, όπως σχολιάζουν οι αναλυτές της Julius Baer, δείχνουν να ασπάζονται πλέον το αφήγημα TACO («Trump Always Chickens Out», δηλαδή ότι τελικά υπαναχωρεί). Υπάρχει επίσης πιθανότητα η εμπορική διαμάχη να καταλήξει σε συμφωνίες με χαμηλότερους δασμούς και να μην επιβεβαιωθούν τα χειρότερα σενάρια. «Παρόλα αυτά, θεωρούμε ότι οι πιθανότητες για νέες αρνητικές εξελίξεις και αύξηση της μεταβλητότητας παραμένουν υψηλές, στερώντας από τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία την εικόνα της ‘εξαιρετικότητας’ και διατηρώντας τη δυσπιστία προς το δολάριο» σχολιάζει η JB.
Κατά δεύτερον, η προσοχή των επενδυτών στρέφεται πλέον στη δημοσιονομική κατάσταση των ΗΠΑ. Μετά την ψήφιση του OBBBA, που διατηρεί υψηλά τα δημοσιονομικά βάρη, το αμερικανικό δημόσιο χρέος ενδέχεται να καταστεί λιγότερο ελκυστικό, ακόμη και αν οι εναλλακτικές ασφαλείς τοποθετήσεις είναι περιορισμένες. Η διεύρυνση του ελλείμματος και η αυξανόμενη επιβάρυνση από τα επιτόκια ασκούν πίεση στη Fed να μειώσει το βασικό της επιτόκιο, αποδυναμώνοντας το πλεονέκτημα του δολαρίου. Αυτές οι εξελίξεις ενισχύουν τη δυσπιστία προς τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία και το αμερικανικό νόμισμα.
Τέλος, ο συνδυασμός δημοσιονομικού και εμπορικού ελλείμματος (το λεγόμενο «δίδυμο έλλειμμα») διευκολύνει την πτώση του δολαρίου όταν οι εισροές κεφαλαίων δεν επαρκούν για να καλύψουν τις εκροές. Καθώς οι επενδυτές ενδέχεται να περιορίσουν τις τοποθετήσεις τους σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία, και ειδικά σε κρατικά ομόλογα, οι μειωμένες εισροές θα επιταχύνουν περαιτέρω την υποχώρηση του δολαρίου και τη συνέχιση της καθοδικής πορείας του.
Πολιτικά κίνητρα για την υποτίμηση
Η επιθυμία της αμερικανικής κυβέρνησης για ένα ασθενέστερο δολάριο έχει αποτελέσει αντικείμενο ευρείας συζήτησης από την έναρξη της θητείας Τραμπ. Οι εικασίες για μια άτυπη συμφωνία τύπου «Mar-a-Lago» με στόχο την υποτίμηση του δολαρίου, παρόμοια με το Plaza Accord του 1985, ώστε να μειωθούν τα εμπορικά ελλείμματα, έχουν υποχωρήσει.
Αν όμως η κυβέρνηση Τραμπ προχωρήσει σε μέτρα χρηματοοικονομικής καταστολής, που είχαν στο παρελθόν εξεταστεί, τότε το δολάριο θα χάσει περαιτέρω την ιδιότητα του ασφαλούς καταφυγίου. Η τοποθέτηση ενός προσώπου προσκείμενου στον Τραμπ στη θέση του επόμενου προέδρου της Fed, ενισχύοντας τον έλεγχο της κυβέρνησης στη νομισματική πολιτική, θα μπορούσε επίσης να διαβρώσει την εμπιστοσύνη στην ανεξαρτησία της Fed και των θεσμών γενικότερα.
Η πιθανή ανατροπή
Ωστόσο, όπως σχολιάζει η Julius Baer, υπάρχει ακόμη η πιθανότητα να υποχωρήσει η ασταθής χάραξη πολιτικής ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του 2026 ή λόγω της συνειδητοποίησης των οικονομικών επιπτώσεων που έχει προκαλέσει. Σε αυτό το σενάριο, μπορεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία και το δολάριο, επαναφέροντας τη «μοναδικότητα» τους και προσελκύοντας εκ νέου επενδυτικές εισροές.
Μάλιστα, οι ΗΠΑ αναμένεται να εμφανίσουν ταχύτερη ανάπτυξη και υψηλότερα επιτόκια από άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες το 2026. Αν η επενδυτική προσοχή επιτρέψει στις αποδόσεις να καθορίζονται από την ανάπτυξη και τα επιτόκια, και όχι από την αξιοπιστία του θεσμικού πλαισίου, τότε οι προοπτικές για το δολάριο θα βελτιωθούν.
Σε αυτό το σενάριο, το δολάριο ενδέχεται να ακολουθήσει αντίστοιχη πορεία με την πρώτη προεδρική θητεία Τραμπ, όταν το δολάριο υποχώρησε περίπου 10% κατά το πρώτο έτος λόγω του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, αλλά ανέκαμψε στη συνέχεια με την στροφή σε αναπτυξιακές πολιτικές ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών.
