Τοίχο βρίσκουν οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για ριζική αλλαγή του ΕΝΦΙΑ. Οι εκπρόσωποι των δανειστών εμφανίζονται αρνητικοί απέναντι σε οποιαδήποτε σημαντική τροποποίηση του φόρου, τον οποίο θεωρούν εξαιρετικά επιτυχημένο λόγω της μεγάλης εισπραξιμότητας που έχει.
Υπό αυτό το πλαίσιο, και με «όπλο» τα επιπλέον έσοδα που αναμένεται να φέρει η επιβολή συμπληρωματικού φόρου και στις εκτός σχεδίου και οικισμού εκτάσεις, η κυβέρνηση προωθεί μια σειρά μικρο-αλλαγών στην φορολόγηση ακίνητης περιουσίας.
Πιο συγκεκριμένα, εξετάζεται η χαλάρωση των εισοδηματικών κριτηρίων που απαιτούνται για την έκπτωση ή την απαλλαγή από τον φόρο αλλά και η αύξηση του αφορολόγητου ορίου για την απαλλαγή από τον συμπληρωματικό φόρο.
Ένα ακόμη ενδεχόμενο που εξετάζει το οικονομικό επιτελείο είναι οι στοχευμένες μειώσεις του κύριου φόρου σε πυκνοκατοικημένες περιοχές με χαμηλή τιμή ζώνης.
Γιατί δεν αλλάζει ο ΕΝΦΙΑ
Η κυβέρνηση, όπως έχει εξαγγείλει και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφωνας Αλεξιάδης, αναζητά τρόπο με τον οποίο ο ΕΝΦΙΑ θα γίνει «δικαιότερος» και για αυτό τον λόγο θέλει να υπολογίζεται ο φόρος βάσει της συνολικής αξίας της ακίνητης περιουσίας των φορολογουμένων. Θέλει ουσιαστικά να δημιουργηθεί μια κλίμακα φορολόγησης, όπου όσο μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία έχει κάποιος τόσο πιο πολύ θα πληρώνει, ενώ θα προβλέπονται και φοροαπαλλαγές για φορολογούμενους με μικρής αξίας ακίνητα.
Ωστόσο οι Θεσμοί εμφανίζονται αρνητικοί σε τόσο ριζικές αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ. Και αυτό διότι θεωρούν πως η φορολόγηση του συνόλου της ακίνητης περιουσίας με φοροαπαλλαγές και κλιμακωτή επιβάρυνση θα επηρεάσει την εισπραξιμότητα του φόρου, η οποία είναι από τις πιο υψηλές στο σύνολο της άμεσης φορολόγησης. Από τα περίπου 3,2 δισ. ευρώ βεβαιωμένα έσοδα κάθε χρόνο, εισπράττονται τα 2,65 δισ. ευρώ, πρόκειται δηλαδή για εισπραξιμότητα 83%.