Υψηλότερος ανταγωνισμός αναμένεται μεταξύ συστημικών και μικρότερων τραπεζών για την στήριξη και τη χρηματοδότηση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Οι «Big Four» έχοντας εδραιώσει τη θέση τους στο κομμάτι των μεγάλων εταιρικών χορηγήσεων φαίνεται να εξετάζουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους και προς τα μεγαλύτερου ρίσκου, τμήματα γι' αυτές, όπως είναι οι μικρομεσαίες, στις οποίες ωστόσο, έχουν έντονη παρουσία οι πιο μικρές τράπεζες.
Η «στρόφιγγα» προς αυτές έχει μεν ανοίξει, αλλά σε ήπιο βαθμό από τις μεγάλες τράπεζες, λόγω και των αυστηρών πιστωτικών κριτηρίων. Επιπλέον, η στάθμιση του DTC ως προς το CET1 περιορίζει την ικανότητά τους ή - και την προθυμία τους να διευρύνουν τα χαρτοφυλάκια δανείων τους σε αυτά τμήματα, που φέρουν υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου (βλ. ΜμΕ).
Υπό αυτό το πρίσμα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μέτριες προς δυσχερείς συνθήκες χρηματοδότησης. Ενδεικτικό είναι, πως σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το 15% των ελληνικών μικρομεσαίων βρίσκεται αντιμέτωπο με στενά χρηματοδοτικά πλαίσια, με πιο συνηθισμένη αιτία, την απόρριψη αιτημάτων χρηματοδότησης. Επιπλέον, το ποσοστό των εταιρειών που αναφέρουν ότι έχουν λάβει μικρότερη χρηματοδότηση από αυτή που ζήτησαν ή αποθαρρύνθηκαν κατά το στάδιο υποβολής έχει αυξηθεί σημαντικά.
Το σύνολο δανείων προς τις μικρομεσαίες εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 2019, ενώ τα δάνεια προς τις μεγάλες επιχειρήσεις αυξάνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό περίπου 7% από το 2019, γεγονός που θα μπορούσε, να υποδηλώνει ένα υποχρηματοδοτούμενο τμήμα των πρώτων. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Wood, ο δανεισμός προς τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις ενέχει μεγαλύτερο ρίσκο για τις τράπεζες, στη βάση πιθανώς και της σημαντικά χαμηλότερης παραγωγικότητας της εργασίας έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου, σε αυτά τα τμήματα (χαμηλής διεύρυνσης κλάδοι ή - και έλλειψη επενδύσεων από τις μικρομεσαίες, ίσως λόγω χρηματοδοτικών περιορισμών).
«Αιχμή του δόρατος» για τις μικρότερες τράπεζες...
Βέβαια, καθώς οι μικρομεσαίες αποτελούν τον «κορμό» της ελληνικής οικονομίας, προκύπτουν σημαντικές ευκαιρίες για τις τράπεζες που είναι αποφασισμένες να βελτιώσουν την πρόσβαση αυτών στη χρηματοδότηση. Η Optima κινήθηκε ταχύτερα από τον ανταγωνισμό τα τελευταία χρόνια, καλύπτοντας το κενό που άφησαν οι συστημικές μέσω της αποστροφής του ρίσκου σε αυτά τα τμήματα της αγοράς, καταγράφοντας οργανική αύξηση του μεριδίου αγοράς της στα δάνεια μικρομεσαίων, στο 4,5%, σε μόλις πέντε χρόνια λειτουργίας, όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Wood.
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, το δανειακό χαρτοφυλάκιο της Optima διαμορφώθηκε στα 3,97 δισ. ευρώ. Tα 3,042 δισ. ευρώ αφορούν wholesale, εκ των οποίων τo 38% αφορά τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα (ανοικτές γραμμές - κανονικά δάνεια), που αποτελεί βασική προτεραιότητα της τράπεζας, σύμφωνα με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της τράπεζας, Δημήτρη Κυπαρίσση. Στη βάση του υψηλότερου ανταγωνισμού, οι αναλυτές αναμένουν ελαφρώς χαμηλότερη και μειούμενη δυναμική σε αυτό το πεδίο, με την Optima να καταγράφει, ένα μέσο ρυθμό ανάπτυξης 15% τα επόμενα χρόνια, έναντι 22% το 2024. Παρόλα αυτά, το μερίδιο αγοράς της Optima θα αυξηθεί κατά σχεδόν 240 μονάδες βάσης μέχρι το 2027 στις ΜμΕ, και το συνολικό κατά περίπου 170 μονάδες βάσης, στο 5,1%, το 2027.
Η τράπεζα καθοδηγεί για καθαρή πιστωτική επέκταση 1 δισ. ευρώ για φέτος, με τη Wood να αναμένει CAGR (μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης) στο 23% περίπου στην τριετία, έναντι περίπου 7% για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Σε αυτό το πεδίο (μικρομεσαίες και μικρές) στρέφει το βλέμμα της και η Attica, καθώς από τα 3,513 δισ. ευρώ ενήμερα δάνεια, το 40% αφορά μικρομεσαίες στο wholesale. Η τράπεζα σχεδιάζει να διευρύνει δυναμικά το χαρτοφυλάκιο δανείων της τα επόμενα τρία χρόνια, με μέσο ετήσιο ρυθμό, CAGR, σχεδόν 30%, που μεταφράζεται σε καθαρή πιστωτική επέκταση άνω του 1 δισ. ευρώ ετησίως. Βέβαια, στις βασικές προτεραιτότητες της τράπεζας είναι η επιτάχυνση της λειτουργικότητας της νέας τραπεζικής δομής (ενοποίηση συστημάτων) μέχρι τα τέλη του 2025 και ο εξορθολογισμός κόστους.
Ευρύτερα, οι αναλυτές, αναμένουν διατήρηση της ζήτησης για χρηματοδοτήσεις από τις μικρομεσαίες, με αύξηση του ανταγωνισμού, εν μέσω μεγαλύτερης εμπλοκής των «Big Four», της ανάδυσης της Attica και της συμπαγούς ανάπτυξης της Optima, για την οποία αποτελεί αιχμή του δόρατος το συγκεκριμένο πεδίο.
... άλλα έτοιμες για μεγαλύτερη «εμπλοκή» οι τέσσερις συστημικές
Οι τέσσερις συστημικές, έχοντας επιστρέψει σε υψηλά επίπεδα βιώσιμης κερδοφορίας, εξυγιαίνοντας τους ισολογισμούς τους και επιταχύνοντας την απόσβεση του DTC, εκτιμάται ότι θα αυξήσουν σταδιακά και σε ήπιο βαθμό την έκθεσή τους σε τμήματα της οικονομίας που ενέχουν υψηλότερο ρίσκο, όπως οι μικρομεσαίες, με τα στεγαστικά φαίνεται να θεωρούνται από τις τράπεζες, ως ένα πεδίο χαμηλής αναπτυξιακής δυναμικής, με CAGR 2% μεταξύ 2025 - 2027. Άλλωστε, οι διοικήσεις καθοδηγούν για μια υγιή πιστωτική επέκταση στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και σε αυτό εδράζονται και οι διάφορες στρατηγικές κινήσεις, όπως αυτή της Alpha Bank, με την εξαγορά της FlexFin στο factoring.
Οι μεγάλες εταιρικές χορηγήσεις θα παραμείνουν, αναμφίβολα, ο βασικός «μοχλός» ανάπτυξης των τεσσάρων συστημικών. Ωστόσο, η Wood αναμένει μεγαλύτερη διεύρυνση των δανειακών τους χαρτοφυλακίων προς τις μικρομεσαίες και τις μικρές επιχειρήσεις (SMEs - Small Businesses), επιδιώκοντας ανάπτυξη και κερδοφορία. Ενδεικτικό πως το 2024, και οι τέσσερις συστημικές κατέγραψαν αύξηση του χαρτοφυλακίου εταιρικών δανείων σε μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις από 3% (Πειραιώς) έως 19% (Eurobank).