Για αυξημένους κινδύνους «στο άμεσο μέλλον», αλλά και επαρκή κεφαλαιακά «μαξιλάρια» προκειμένου να τους αντιμετωπίσουν, κάνει λόγο σε ανάλυσή της η DBRS.
Πιο συγκεκριμένα, οι αναλυτές του οίκου σχολιάζουν ότι οι ισχυρότεροι ισολογισμοί και η αύξηση των κερδών έχουν ενισχύσει την κεφαλαιακή επάρκεια των ευρωπαϊκών τραπεζών τα τελευταία χρόνια, παρά τις αυξημένες ρυθμιστικές πιέσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του πλαισίου Basel IV, από τον Ιανουάριο του 2025, σχολιάζει σε έκθεσή της η DBRS. Παράλληλα, τα ενισχυμένα κεφαλαιακά επίπεδα των τραπεζών έχουν επιτρέψει και την αύξηση των αποδόσεων προς τους μετόχους, ωστόσο, όπως εκτιμούν οι αναλυτές του οίκου, «η ευελιξία των τραπεζών ως προς την ανταμοιβή των μετόχων πιθανότατα θα περιοριστεί τα επόμενα χρόνια, λόγω της συρρίκνωσης της κερδοφορίας σε σχέση με τα σημερινά υψηλά επίπεδα».

«Παρά τους αυξημένους ρυθμιστικούς περιορισμούς, την υψηλότερη διανομή μερισμάτων και τη μερική υποχώρηση της κερδοφορίας, οι ευρωπαϊκές τράπεζες διατηρούν σημαντικά κεφαλαιακά περιθώρια ασφαλείας πάνω από τα ελάχιστα ρυθμιστικά όρια. Αυτό θεωρούμε ότι αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στην αβεβαιότητα την οποία εντείνουν οι γεωπολιτικές εντάσεις και ο παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος» σχολιάζει η DBRS.

Σημαντικά περιθώρια ασφαλείας και αυξανόμενοι κίνδυνοι
Παρά τους παραπάνω παράγοντες, η DBRS επισημαίνει ότι οι τράπεζες σε Ελλάδα (σ.σ. αφορά τις τέσσερις συστημικές τράπεζες) Ιταλία και Πορτογαλία παρουσίασαν τα υψηλότερα κεφαλαιακά περιθώρια έναντι των ελάχιστων απαιτήσεων για CET1, ενώ οι τράπεζες στην Ιρλανδία, στις σκανδιναβικές χώρες και στο Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτουν μικρότερα, αλλά επαρκή περιθώρια, τα οποία αντανακλούν και υψηλότερες ρυθμιστικές απαιτήσεις.

Η DBRS σημειώνει ότι το τρέχον επίπεδο περιθωρίου CET1 προσφέρει στις ευρωπαϊκές τράπεζες αποθέματα για την απορρόφηση πιθανών ζημιών από απρόβλεπτους κινδύνους. Οι αυξημένοι κίνδυνοι στο άμεσο μέλλον σχετίζονται κυρίως με τις γεωπολιτικές εντάσεις και τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο. Παρότι η άμεση έκθεση των τραπεζών σε αυτούς τους κινδύνους θεωρείται διαχειρίσιμη, οι έμμεσες συνέπειες από μια πιθανή επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, αύξηση της ανεργίας και κάμψη της επιχειρηματικής δραστηριότητας ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο.
Σύμφωνα με την DBRS, οι διανομές μερισμάτων από τις τράπεζες εκτιμάται ότι θα μειωθούν τα επόμενα δύο χρόνια, καθώς η κερδοφορία των τραπεζών αναμένεται να πιεστεί λόγω συρρίκνωσης των επιτοκιακών περιθωρίων και πιθανής αύξησης του κόστους πιστωτικού κινδύνου, εξαιτίας των γεωπολιτικών εντάσεων και του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου. «Επιπλέον, σε ορισμένες χώρες, οι τράπεζες πρέπει ακόμη να απορροφήσουν πλήρως τον αντίκτυπο του κανονιστικού πλαισίου Basel IV, το οποίο θα εφαρμοστεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια. Τέλος, οι συνεχιζόμενες συγχωνεύσεις και εξαγορές, εφόσον ολοκληρωθούν επιτυχώς, θα οδηγήσουν επίσης σε κατανάλωση κεφαλαίων» εξηγεί ο οίκος.