Καθώς κλείνουμε το έτος και δημοσιεύσαμε την τελευταία μας μηνιαία πρόβλεψη για το 2025, επισημαίνουμε δύο ρίσκα που δεσπόζουν και θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά την ευρωπαϊκή οικονομία το 2026. Και τα δύο προέρχονται από το εξωτερικό, αλλά αγγίζουν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής σταθερότητας και οικονομίας.
1. Οι ανησυχίες για μια “φούσκα” της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) έχουν ενταθεί, καθώς οι αποτιμήσεις εκτοξεύονται και τα κέρδη της αγοράς συγκεντρώνονται σε μια μικρή ομάδα αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών. Οι μετοχικές αποτιμήσεις κορυφαίων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο ΑΙ (όπως οι OpenAI, Nvidia και Oracle) αυξάνονται με ρυθμό πολύ ταχύτερο από τα κέρδη τους, ενώ επενδύσεις χρηματοδοτούμενες μέσω χρέους σε chips και data centers βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Το παράδοξο είναι πως, ενώ οι περισσότερες ΑΙ επενδυτικές δομές είναι Αμερικάνικες, η Ευρώπη εμφανίζεται ιδιαίτερα εκτεθειμένη. Σύμφωνα με στοιχεία της Morningstar, τα ευρωπαϊκά επενδυτικά κεφάλαια κατέχουν σχεδόν τα δύο τρίτα των παγκόσμιων assets σε ΑΙ και Big Data funds. (22,7 δισ. δολάρια από τα 38,1 δισ.). Αυτό σημαίνει ότι μια απότομη διόρθωση των αγορών στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού θα μεταφερθεί άμεσα στην ευρωπαϊκή οικονομία μέσω χαμηλότερων τιμών μετοχών και εταιρικών ομολόγων, αποδυναμώνοντας ισολογισμούς και υπονομεύοντας τον ιδιωτικό πλούτο. Παράλληλα, η επιβράδυνση της δυναμικής του κλάδου θα περιορίσει τη ζήτηση για ευρωπαϊκά κεφαλαιουχικά αγαθά και βιομηχανικό εξοπλισμό, τομείς όπου η Ευρώπη διαθέτει σημαντική εξαγωγική παρουσία. Δεν γνωρίζουμε αν μια τέτοια διόρθωση θα μετατραπεί σε συστημικό πρόβλημα, αλλά εκτιμούμε ότι θα έχει υπολογίσιμες συνέπειες για την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής οικονομίας.
2. H Νέα Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας των ΗΠΑ, και το ρήγμα ανάμεσα σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον που βαθαίνει. Η δημοσίευση της Νέας Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας των ΗΠΑ σηματοδοτεί μια ουσιαστική μετατόπιση στον τρόπο που η Ουάσινγκτον αντιλαμβάνεται την Ευρώπη. Μεταξύ άλλων, το κείμενο μιλά ανοιχτά για την ανάγκη οι ΗΠΑ να «καλλιεργήσουν αντίσταση» εντός ευρωπαϊκών κρατών, έχοντας ήδη προκαλέσει έντονες αντιδράσεις μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών μιλώντας χαρακτηρίζοντας το κείμενο μια ως μια ευθεία πράξη παρέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα της Γηραιάς Ηπείρου. Η Γαλλία έκανε λόγο για μια «εξαιρετικά σκληρή αποσαφήνιση» της νέας αμερικανικής σκέψης, ενώ ο Γερμανός καγκελάριος χαρακτήρισε τμήματα της στρατηγικής «απαράδεκτα». Σε μια συγκυρία όπου οι διατλαντικές σχέσεις έχουν ήδη δοκιμαστεί από εμπορικούς δασμούς και διαφωνίες στη βιομηχανική πολιτική, η νέα αυτή στρατηγική προσθέτει νέο βάρος. Για την Ευρώπη, αυτό κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη να προχωρήσει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα προς την στρατηγική αυτονομία και την ενίσχυση των αμυντικών της δαπανών - μια συζήτηση που θα κυριαρχήσει το 2026.
Παρά τους γεωπολιτικούς κραδασμούς, η Ευρωζώνη εισέρχεται στο 2026 σε ανθεκτική βάση
Μετά από μια συγκρατημένη επιτάχυνση της οικονομικής της ανάπτυξης στο Γ’ τρίμηνο του 2025 (+0.2% τριμηνιαίως, έναντι 0.1% στο Β’ τρίμηνο) η Ευρωπαϊκή οικονομία εισέρχεται στο 2026 με συγκρατημένη αισιοδοξία. Οι υπηρεσίες θα συνεχίζουν να αποτελούν τον κύριο μοχλό της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς η βιομηχανική παραγωγή αναμένεται να παραμείνει υποτονική υπό την αυξανόμενη πίεση τόσο από τον ενισχυμένο ανταγωνισμό των κινεζικών προϊόντων όσο και από τους δασμούς των ΗΠΑ. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι δημόσιες δαπάνες (κυρίως μέσω των εξοπλιστικών προγραμμάτων) θα ενισχύσουν επίσης την οικονομική δραστηριότητα, αν και η επιβράδυνση των αυξήσεων στους μισθούς από τη μία και η δημοσιονομική δυσπραγία σε σημαντικά κράτη μέλη από την άλλη θα περιορίσουν κάπως αυτή τη δυναμική.
Ευνοϊκότερες χρηματοδοτικές συνθήκες λόγω της μείωσης των επιτοκίων στο 2% αναμένεται να στηρίξουν σταδιακά τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Σημειώνουμε πάντως πως η παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού παραμένει το αδύναμο σημείο της Ευρωζώνης. Παρά την ανθεκτική απασχόληση (αύξηση 0.2% στο Γ’ τρίμηνο) και την ανεργία να συνεχίζει να κινείται σταθερά κοντά σε ιστορικό χαμηλό (6.4% τον Οκτώβριο), η παραγωγικότητα της εργασίας —οριζόμενη ως πραγματική ακαθάριστη αξία (real Gross Value Added) ανά συνολικές ώρες εργασίας— στο Γ’ τρίμηνο του 2025 μειώθηκε κατά 0.1% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ έχει αυξηθεί σωρευτικά μόλις κατά 2.3% από τα προ-πανδημίας επίπεδα (έναντι περίπου 6% στις ΗΠΑ).
Εν κατακλείδι, προβλέπουμε η οικονομία της Ευρωζώνης πως θα συνεχίσει μια ήπια αλλά σταθερή ανάκαμψη, της τάξεως του 1,2% το 2026 και 1,3% το 2027. Το 2026 είναι μια ακόμα χρονιά που η Ευρώπη θα χρειαστεί να κοιτάξει πιο προσεκτικά τις χρόνιες δομικές αδυναμίες της - παραγωγικότητα, αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, στρατηγική αυτονομία - και να αποφασίσει πόσο γρήγορα επιθυμεί να προχωρήσει στην ενίσχυση της οικονομικής της ανθεκτικότητας.