Ανάπτυξη έως 4,8% βλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής-SOS για τουρισμό λόγω κρουσμάτων

Δήμητρα Καδδά
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Ανάπτυξη έως 4,8% βλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής-SOS για τουρισμό λόγω κρουσμάτων
Η πορεία της πανδημίας και ο τουρισμός είναι οι δύο παράμετροι που θα κρίνουν την πορεία της οικονομίας. Οι τρεις αβεβαιότητες για το μέλλον. Μεγάλη βελτίωση στο πεδίο των εκκρεμών συντάξεων.

Σαφώς βελτιωμένες προβλέψεις για την πορεία του ΑΕΠ φέτος, με την προσωρινή εκτίμηση για το ρυθμό ανάκαμψης να φτάνει έως το 4,8% περιλαμβάνει η νέα έκθεση για το Α τρίμηνο του 2021 από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Ωστόσο καθιστά σαφές ότι ακόμα υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι στην οικονομία και αβεβαιότητες, οι οποίες συνδέονται και με την πορεία της πανδημίας αλλά και με την πορεία του τουρισμού.

Εφιστά την προσοχή στο θέμα του δυισμού αναφορικά με τις επιδόσεις της χώρας σε εμβολιασμούς (που πάνε καλά) και σε αριθμό κρουσμάτων. Με το 2ο πεδίο να προκαλεί τριγμούς στις τουριστικές ροές.

Αλλά και καταγράφει τα τρία προβλήματα της επόμενης μέρας δίνοντας έμφαση στις μεγάλες πληγές που μπορεί να προκαλέσει μία άνιση στήριξη του επιχειρηματικού κόσμου και του ιδιωτικού τομέα.

Πηγές του γραφείου θεωρούν προφανές πως θα γίνουν ρυθμίσεις χρεών αφού «είναι αυτονόητο πως θα πρέπει με κάποιον ομαλό τρόπο να γίνουν οι πληρωμές». Δίνουν έμφαση σε εναλλακτική στήριξη (πχ μέσω κατάρτισης) προς όσους δεν επιβιώσουν. Για το κατώτατο μισθό και για πιθανή αναθεώρηση του το γραφείο έχει τη θέση πως δεν πρέπει να μείνει παγωμένος. Επίσης καταγράφει πολύ μεγάλη πρόοδο στην εικόνα για τις εκκρεμείς συντάξεις.

Η μελέτη

Η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2021 και παρουσιάστηκε από τον Συντονιστή του Γραφείου Φραγκίσκο Κουτεντάκη.

Εκτιμά πως οι οικονομικές εξελίξεις στο πρώτο τρίμηνο του 2021 είναι ενθαρρυντικές, δεδομένων των συνθηκών. Η ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2021 ήταν -2,3%, καταγράφοντας σαφώς ηπιότερη ύφεση από όλες τις προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του Γραφείου Προϋπολογισμού.

«Εφόσον τα επόμενα τρίμηνα εξελιχθούν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η ετήσια μεγέθυνση αναμένεται να υπερβεί το βασικό μας σενάριο (2,7%), και να κινηθεί κοντύτερα στο θετικό σενάριο μεταξύ 3,6% και 4,8%» εκτιμάται.

Αναφέρει πως σε θετική κατεύθυνση κινήθηκαν και οι σημαντικότερες μακροοικονομικές μεταβλητές: η ανεργία παραμένει σταθερή, ο αποπληθωρισμός περιορίζεται και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βελτιώνεται. Επίσης, αξιοσημείωτη επιτυχία είχε και η πρόσφατη έκδοση δεκαετούς ομολόγου, με το spread σε σχέση με τo γερμανικό ομόλογο να μειώνεται κάτω από τις 100 μονάδες. Οι βραχυχρόνιοι δείκτες, τέλος, κατέγραψαν σημαντική βελτίωση τον Μάιο με τη μερική άρση των περιοριστικών μέτρων και την επιτάχυνση του εμβολιαστικού προγράμματος.

Ωστόσο, «η καλύτερη του αναμενόμενου πορεία της οικονομικής δραστηριότητας κατά το πρώτο τρίμηνο δεν πρέπει να υπερτιμηθεί καθώς οι οικονομικές προκλήσεις και αβεβαιότητες θα διατηρηθούν και μετά το τέλος της πανδημίας» αναφέρεται.

Το υγειονομικό μέτωπο

Βραχυπρόθεσμα, η κρίσιμη αβεβαιότητα είναι η εξέλιξη της υγειονομικής κατάστασης που αναμένεται να επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα των επόμενων τριμήνων, επισημαίνεται.

Το Γραφείο εξηγεί πως «η χώρα μας βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο ποσοστό του πλήρως εμβολιασμένου πληθυσμού αλλά ξεπερνάει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην αναλογία των ημερήσιων κρουσμάτων και θανάτων. Αυτό δείχνει ότι παρά την αποτελεσματικότητα της πορείας των εμβολιασμών, η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και της νοσοκομειακής περίθαλψης παραμένει σχετικά χαμηλή. Συνέπεια αυτής της αναντιστοιχίας είναι η καθυστερημένη άρση των περιοριστικών μέτρων και η διατήρηση της πίεσης στο σύστημα υγείας, με αρνητικές οικονομικές συνέπειες που εκδηλώνονται κυρίως μέσω του τουρισμού. Η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως προορισμού και οι περιορισμοί που θέτουν τα κράτη προέλευσης στους πολίτες τους που ταξιδεύουν στη χώρα μας, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την υγειονομική της εικόνα. Είναι επομένως σημαντικό να βελτιωθεί αυτή η εικόνα και να προσεγγίσει γρήγορα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πριν την ολοκλήρωση της τουριστικής περιόδου».

Οι 3 κίνδυνοι

Μεσοπρόθεσμα, οι αβεβαιότητες συνδέονται με την άρση των έκτακτων επεκτατικών μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, αναφέρεται. Αυτή η μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής αποτελεί μια μείζονα πρόκληση τόσο από μακροοικονομική όσο και από δημοσιονομική σκοπιά, εκτιμά.

«Η μακροοικονομική αφορά τις επιχειρήσεις που λάμβαναν για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταβιβαστικές πληρωμές από τον κρατικό προϋπολογισμό και οι οποίες, πλέον, θα επαναλειτουργήσουν χωρίς την κρατική στήριξη. Η παρατεταμένη διακοπή της παραγωγικής τους λειτουργίας ενδέχεται να έχει προκαλέσει μόνιμες απώλειες, εξαιτίας της απαξίωσης του κεφαλαιακού αποθέματος και των εργασιακών δεξιοτήτων. Με δεδομένο ότι η δημοσιονομική επέκταση δεν ήταν δυνατόν να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες της πανδημίας, θα υπάρχουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά με συσσωρευμένα χρέη που θα χρειαστούν πρόσθετη ρευστότητα για να τα εξυπηρετήσουν. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα που έχει συσσωρευτεί στο τραπεζικό σύστημα λόγω των ειδικών νομισματικών συνθηκών και των αυξημένων αποταμιεύσεων δεν μπορεί να καλύψει αυτές τις ανάγκες. Αντίθετα, αναμένεται να στραφεί προς τη χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων σε ανερχόμενους κλάδους, όπως άλλωστε προβλέπει και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τίθεται, επομένως, το ζήτημα της ανακατανομής του κεφαλαίου και της απασχόλησης από τους κλάδους που αδυνατούν να επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας προς τους δυναμικούς κλάδους που πληρούν κριτήρια μακροχρόνιας βιωσιμότητας. Μια τέτοια διαδικασία δεν είναι ούτε γρήγορη ούτε ομαλή. Θα πρέπει, εκτός από τη στήριξη των ανερχόμενων κλάδων, να υπάρξει και μέριμνα για τη διευκόλυνση της μετάβασης των συντελεστών παραγωγής από τους φθίνοντες κλάδους».

Εξηγεί επίσης πως οι μακροοικονομικές αβεβαιότητες μεταφέρονται και στα δημόσια οικονομικά. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, η άρση των έκτακτων μέτρων θα προκαλέσει μια δημοσιονομική βελτίωση κατά 7 περίπου μονάδες ΑΕΠ (από -7,2% το 2021 σε -0,3% το 2022). Η πραγματοποίηση αυτής της πρόβλεψης εξαρτάται από την ομαλή επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που αδυνατούν να επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα εισοδήματος είναι αναμενόμενο να μην μπορούν να αποπληρώσουν τις τρέχουσες και τις συσσωρευμένες φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Ο δημόσιος τομέας ίσως χρειαστεί να τους παρέχει πρόσθετη οικονομική στήριξη, αφενός για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και αφετέρου για να διευκολύνει τη μετάβασή τους σε πιο παραγωγικούς κλάδους και δραστηριότητες. Επομένως, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι στη διαδικασία αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας, τόσο από την πλευρά των εσόδων όσο και από την πλευρά των δαπανών, οι οποίοι θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.

Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν και ένα τρίτο μέτωπο σύμφωνα με το Γραφείο: «οι απώλειες που προκάλεσε η πανδημία και το κόστος των παρεμβάσεων για τον περιορισμό των επιπτώσεων δεν θα εξαφανιστούν μόλις τελειώσει η πανδημία. Η επαναφορά στην ανάκαμψη δεν αρκεί να ιδωθεί μόνο μέσα από τα συνολικά μεγέθη και τους μέσους όρους, αλλά πρέπει να λάβει υπόψη και τις έντονες ασυμμετρίες μεταξύ κλάδων, νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Το ζήτημα των ανισοτήτων δεν έχει λάβει τη δέουσα προσοχή και ενδέχεται να αποδειχθεί σημαντικότερο στα επόμενα χρόνια. Σε πρόσφατο δοκίμιο εργασίας του ΔΝΤ, διαπιστώθηκε η διαχρονική θετική συσχέτιση μεταξύ πανδημιών και κοινωνικής έντασης. Οι πανδημίες επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική μεγέθυνση και εντείνουν την ανισότητα, δημιουργώντας συνθήκες που οξύνουν τις κοινωνικές εντάσεις. Οι κοινωνικές εντάσεις, με τη σειρά τους, προκαλούν πρόσθετες μειώσεις στην οικονομική μεγέθυνση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Το πρόβλημα μπορεί να εκδηλωθεί εντονότερα σε χώρες με σχετικά αδύναμο θεσμικό πλαίσιο και μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας, όπως η Ελλάδα, και να δημιουργήσει περισσότερες αβεβαιότητες για την επόμενη μέρα»…

Δημοσιονομικό αποτέλεσμα Ελλάδας 2020

Το γραφείο εκτιμά πως το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα (ισοζύγιο) της Γενικής Κυβέρνησης για το 2020 σε όρους ESA 2010 διαμορφώθηκε στα -16.130 εκατ. ευρώ, ή -9,7% του ΑΕΠ. Το πρωτογενές αποτέλεσμα (χωρίς τους τόκους δημοσίου χρέους) διαμορφώθηκε στα -11.185 εκατ. ευρώ, ή -6,7% του ΑΕΠ σε όρους ESA. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας το πρωτογενές ισοζύγιο διαμορφώθηκε σε έλλειμμα -12.493 εκατ. ευρώ, ή -7,5% του ΑΕΠ.

Η σημαντική δημοσιονομική επιδείνωση προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα έκτακτα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που πραγματοποιήθηκαν εντός του 2020 για την αντιμετώπιση της πανδημίας καθώς και από τη σημαντική μείωση του ΑΕΠ εξαιτίας της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας.

Δημοσιονομικό αποτέλεσμα χωρών Ευρωζώνης 2020

Συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης το πρωτογενές έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα το 2020 (-6,7%) υπερβαίνει τον μέσο όρο (-5,7%). Οι χώρες με τη χειρότερη δημοσιονομική επίδοση σε όρους πρωτογενούς αποτελέσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν η Ισπανία και η Μάλτα (-8,8%), ακολουθούμενες από την Γαλλία (-7,9%) και την Αυστρία (-7,6%).

Το συνολικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα (ισοζύγιο) ως ποσοστό του ΑΕΠ (κατά ESA) στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε -9,7%, με τα υψηλότερα ελλείμματα να καταγράφονται στην Ισπανία (-11%) και στην Μάλτα (-10,1%) και τα χαμηλότερα ελλείμματα στο Λουξεμβούργο (-4,1%) και στη Γερμανία (-4,2%). Στο σύνολο της Ευρωζώνης, το συνολικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε -7,2%.

Το ακαθάριστο χρέος Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε από το 180,5% το 2019 στο 205,6% το 2020 και παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη.

Δημοσιονομικά στοιχεία Ιανουαρίου - Απριλίου 2021

Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές το πρώτο τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου του 2021 καταγράφει πρωτογενές έλλειμμα 7.496 εκατ. ευρώ που ισοδυναμεί με επιδείνωση 4.975 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο πρώτο τετράμηνο του προηγούμενου έτους.

Ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσιάζει ταμειακό πρωτογενές αποτέλεσμα (πρωτογενές έλλειμμα 6.201 εκατ. ευρώ) μειωμένο κατά 4.685 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο πρώτο τετράμηνο του 2020. Στην πλευρά των εσόδων, εμφανίζονται αυξημένα τα φορολογικά έσοδα κατά 723 εκατ. ευρώ και τα μη φορολογικά και μη τακτικά έσοδα κατά 244 εκατ. ευρώ, ενώ τα έσοδα του ΠΔΕ εμφανίζονται αυξημένα κατά 75 εκατ. ευρώ.

Στην πλευρά των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού παρατηρείται αύξηση κατά 5.750 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο πρώτο τετράμηνο του 2020, η οποία αποδίδεται στην αύξηση των δαπανών ΠΔΕ κατά 1.092 εκατ. ευρώ, των Πρωτογενών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού κατά 4.462 εκατ. ευρώ, και των δαπανών για τόκους κατά 196 εκατ. ευρώ.

Η μεγαλύτερη αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης κατά 477 εκατ. ευρώ το πρώτο τετράμηνο του 2021 έναντι μικρότερης αύξησης κατά 417 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο πρώτο τετράμηνο του 2020 είχε περισσότερο αρνητική επίπτωση στο πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης το πρώτο τετράμηνο του 2021.

Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις δημοσίου

Τον Απρίλιο του 2021 καταγράφηκε μείωση των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου κατά 93 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2020. Ειδικότερα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές μειώθηκαν κατά 37 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 1.745 εκατ. ευρώ και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων μειώθηκαν κατά 56 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 570 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Απριλίου του 2021, διαμορφώθηκε στα 109,1 δις ευρώ, αυξημένο κατά 3,4 δις ευρώ σε σχέση με τον Απρίλιο του 2020. Η αύξηση αυτή αναλύεται (α) στις ληξιπρόθεσμες οφειλές προηγούμενου διαστήματος ύψους 1,2 δις ευρώ που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα, (β) στις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 7,6 δις ευρώ που δημιουργήθηκαν και (γ) στις εισπράξεις και διαγραφές 5,4 δις ευρώ.

Επίσης., σύμφωνα με την 1η Τριμηνιαία Έκθεση Προόδου Έτους 2021 του ΚΕΑΟ, το σύνολο των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2021 διαμορφώθηκε στα 37,8 δις ευρώ, δηλαδή παρουσίασε αύξηση κατά 234,2 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η αύξηση αυτή προέρχεται από την αύξηση των πρόσθετων τελών (κατά 359,7 εκατ. ευρώ), καθώς οι κύριες οφειλές σημείωσαν μείωση κατά 125,5 εκατ. ευρώ.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider