Η πολιτική σκοπιμότητα ναρκοθετεί την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας

Μιχάλης Γ. Αργυρού
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Η πολιτική σκοπιμότητα ναρκοθετεί την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας

Σε λίγους μήνες το τρίτο ελληνικό πρόγραμμαθα φτάσει στο τέλος του. Οι συζητήσεις για το καθεστώς που θα το διαδεχθείβρίσκονται σήμερα σε πλήρη εξέλιξη.Το ζητούμενο από τη συμφωνία που θα προκύψει μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της για τη μεταμνημονιακή περίοδο είναι η δημιουργία συνθηκών που θα μεγιστοποιούν τους μελλοντικούςελληνικούς ρυθμούς ανάπτυξης και θαελαχιστοποιούν την αβεβαιότητα που τους περιβάλλει. Ασφαλώς,κανένα οικονομικό πρόγραμμα, όσο καλά κατηρτισμένο κι αν είναι, δεν μπορεί να εγγυηθεί τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις, αφού πάντοτε υπάρχει η πιθανότητα απρόβλεπτων αρνητικών αναταράξεων. Από την άλλη όμως, υπάρχουν οικονομικά ρίσκα τα οποία γνωρίζουμε και μπορούμε,με τις κατάλληλες πολιτικές,να μετριάσουμε.Σε αυτό το άρθρο εστιάζω σε αυτή την κατηγορία. ‘Όπως εξηγώ, ορισμένες αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί, αφήνουν την ελληνική οικονομία εκτεθειμένη σε αχρείαστα ρίσκα.

Η πρώτη πηγή αχρείαστου ρίσκου είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα. Η ελληνική κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους πιστωτές της εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους (3.5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060) που στη πράξη επιδιώκονταιμε υπερφορολόγηση του ιδιωτικού τομέα. Είναι αλήθεια ότι το ύψος και η χρονική διάρκεια των πλεονασμάτων ζητήθηκε από ορισμένες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.Αυτές ελέγχονται για την οικονομική ορθότητα των επιλογών τους, αφού τα συμφωνηθέντα πλεονάσματα είναι πέραν πάσης αμφιβολίας υπερβολικά υψηλά. Εντούτοις, σε μεγάλο βαθμό οι υπερβολικές αυτές αξιώσεις προέκυψαν ως αποτέλεσμα της απροθυμίας της ελληνικής κυβέρνησης να προωθήσει αναγκαίες οικονομικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις, με στόχο να αποφύγει το πολιτικό τους κόστος. Από την άλλη, η υπερφορολόγησηείναι αποκλειστικά επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης με την οποία, όπως έχω εξηγήσει σε άλλο άρθρο, η κυβέρνηση επιδιώκει πολιτικά οφέλη μέσω αναδιανομής πόρων προς τμήματα του εκλογικού σώματος στα οποίαθεωρεί ότι έχει προνομιακή πρόσβαση και έναντι των οποίων επιχειρεί να δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης.[1] Συμπερασματικά, οι στόχοι και το μείγμα της μεταμνημονιακής δημοσιονομικής πολιτικής αποφασίστηκε κυρίως με βάση πολιτικές προτεραιότητες που εκθέτουν την Ελλάδα σε δύο κατηγορίες οικονομικών κινδύνων. Ο πρώτος είναι κίνδυνος αναποτελεσματικότητας. Αποθαρρύνοντας την εργασία και τις επενδύσεις, η υπερφορολόγηση βλάπτει τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας,που υπονομεύει και την επίτευξη του στόχου πλεονάσματος. Ο δεύτερος είναι κίνδυνος διατηρησιμότητας. Εφόσον τα πλεονάσματα αποδειχθούν ανέφικτα, αναπόφευκτα θα προκύψει το ερώτημα της αντίδρασης των αγορών σε τυχόν αποτυχία επίτευξής τους.

Η αντίδραση αυτή δεν μπορεί να προβλεφθεί σήμερα. Σε μεγάλο βαθμό, η στάση των αγορών έναντι των ελληνικών ομολόγων θα καθοριστεί από τη συμφωνία που θα προκύψει για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά σε προηγούμενο άρθρο μου,[2] και όπως επισημαίνουν όλες οι ανεξάρτητες μελέτες βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, ο εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 έχει καταστήσει αναγκαία μια σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Το καλύτερο για την Ελλάδα, θα ήταν η ελάφρυνση χρέους να είναι εμπροσθοβαρής, μεγάλη και να μην υπόκειται σε όρους. Αυτό θα προσέδιδε στο ελληνικό χρέος δυναμική διατηρησιμότητας και θα διευκόλυνε την οικονομική ανάκαμψη υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα ακολουθήσει εφεξής μια αξιόπιστη μεταρρυθμιστική οικονομική πολιτική. Με δεδομένους όμως τους περιορισμούς που θέτουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες, αλλά και η αντίθεση σημαντικής μερίδας της κοινής γνώμης στις πιστώτριες χώρες, τέτοια εξέλιξη είναι μάλλον ανέφικτη. Έτσι, ουσιαστική ελάφρυνση χρέους μπορεί να προκύψει μόνο με μετάθεση σε μεγάλο βάθος χρόνου των ημερομηνιών λήξης μεγάλου όγκου των επίσημων δανείων.

Εάν αυτό πράγματι συμβεί, οι πιστώτριες χώρες θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτεθειμένες στον ελληνικό δημοσιονομικό κίνδυνο. Σε αυτή την περίπτωση, η οικονομική λογική υπαγορεύει ότι για να προστατεύσουν τις αποταμιεύσεις των φορολογούμενών τους έναντι ενός ελληνικού δημοσιονομικού ατυχήματος, θα ζητήσουν η ελάφρυνση χρέους να γίνει τμηματικά και να συνδεθεί με την συνέχιση μεταρρυθμίσεων. Στην ουσία, αυτό θα μετατρέψει την ελάφρυνση χρέους σε ένα πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδατο οποίο θα συνοδεύεται από αιρεσιμότητα και ενισχυμένη εποπτεία, στοιχεία που θα ενισχυθούν ακόμα περισσότερο εφόσον στη συμφωνία ενσωματωθεί η (υπό προϋποθέσεις ευνοϊκή για την Ελλάδα) γαλλική πρόταση για σύνδεση των μελλοντικών πληρωμών εξυπηρέτησης του χρέους με το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Παρά την οικονομική της λογική, μια τέτοια διευθέτηση, εφόσον θα εκτείνεται σημαντικά σε βάθος χρόνου, μπορεί να αντιμετωπίσει πρόβλημα αξιοπιστίας: Η μεγάλη χρονική της διάρκεια θα σημάνει για τις αγορές κίνδυνοανατροπής τηςαπό όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, είτε λόγω δυστοκίας στην επίτευξη των φιλόδοξων στόχων πλεονάσματος είτε εξαιτίας πίεσης της κοινής γνώμης, ειδικά όταν η διατήρηση της συμφωνίας θα εξαρτάται από πολλαπλές εθνικές εκλογικές διαδικασίες. Έτσι, μια συμφωνία ελάφρυνσης χρέους έναντι μεταρρυθμίσεων κινδυνεύει να μην λειτουργήσει ως επαρκής εγγύηση για την διατηρήσιμη δυναμική του ελληνικού χρέους.

Το πρόβλημα που περιγράψαμε παραπάνω μπορεί να περιοριστεί σταδιακά εφόσον η ελληνική οικονομική πολιτική εφαρμόσει μετά το τέλος του προγράμματος μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν τη διατηρησιμότητα του χρέους μέσω βελτιωμένης αναπτυξιακής δυναμικής. Όμως, όπως δείχνει και η σημαντική διαφορά αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έναντι των ομολόγων των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αυτό το κέρδος αξιοπιστίας δεν θα υπάρχει στην αρχή της μεταμνημονιακής περιόδου. Θα πρέπει να κτισθεί, πράγμα που σημαίνει ότι οι όποιες αμφιβολίες των αγορών για τη διατηρησιμότητα του χρέους θα είναι ισχυρότερες αμέσως μετά τη λήξη του ελληνικού προγράμματος. Σε αυτό το κρίσιμο διάστημα μετάβασης, ο ελληνικός δημοσιονομικός κίνδυνος μπορεί να εξαλειφθεί ενεργοποιώντας μια προληπτική πιστωτική γραμμή. Η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει την επιλογή αυτή και στη θέση της προκρίνει τη δημιουργία ενός ταμειακού αποθέματος που θα χρηματοδοτηθεί από τα πρωτογενή πλεονάσματα και νέο δημόσιο δανεισμό. Η κυβερνητική άποψη, την οποία υιοθετούν και Ευρωπαϊκοί πολιτικοί παράγοντες, είναι ότι η πιστοληπτική γραμμή θα αποστείλει στις αγορές λανθασμένα μηνύματα για την κατάσταση της ελληνικής οικονομία και θα δημιουργήσει αμφιβολίες για το βαθμό ιδιοκτησίας του προγράμματος των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.

Όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά σε πρόσφατο άρθρο μου,[3] τα επιχειρήματα αυτά δεν έχουν θεωρητική ή εμπειρική τεκμηρίωση. Πρώτο, τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία βρίσκεται διαρκώς στο μικροσκόπιο των αγορών, άρα η εισαγωγή της πιστοληπτικής γραμμής δεν εμπεριέχει καμία επιπλέον πληροφορία αναφορικά με τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Δεύτερο, όπως δείχνει η εμπειρία της Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Κύπρου σε καθεστώς μνημονίων, η ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων δεν κρίνεται από την ύπαρξη ή μη εξωτερικού ελέγχου αλλά από την αποφασιστικότητα που εκπέμπουν οι οικονομικές αρχές στην εφαρμογή της ενδεδειγμένης μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Τρίτο, και όπως γνωρίζουμε από την θεωρία και διεθνή εμπειρία κρίσεων σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, η πιστοληπτική γραμμή και το απόθεμα ρευστών διαθεσίμων δεν είναι υποκατάστατα αλλά συμπληρωματικά στοιχεία μιας υποδομής αποτροπής κερδοσκοπικών επιθέσεων, με τη γραμμή να είναι πιο αποτελεσματική από το απόθεμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ευεργετικών αποτελεσμάτων που μπορούν να προκύψουν από την εισαγωγή μιας αξιόπιστης εξωτερικής εγγύησης των δημοσιονομικών υποχρεώσεων μιας χώρας που βρίσκεται υπό την πίεση των αγορών, είναι η μείωση των αποδόσεων των ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας αμέσως μετά την εισαγωγή του προγράμματος ΟΜΤ τον Ιούλιο του 2012.[4] Η εμπειρία αυτή δείχνει ότι η απόρριψη της πιστοληπτικής γραμμής, όχι μόνο θα στερήσει από την Ελλάδα ένα σημαντικό σταθεροποιητικό πλεονέκτημα αλλά, σε συνδυασμό με τη στάσιμη/επιδεινούμενη εικόνα της ελληνικής πλευράς προσφοράς το διάστημα 2015-18, μπορεί να εκληφθεί ως αυξημένη πιθανότητα μελλοντικού πιστωτικού γεγονότος.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει την πιστοληπτική γραμμή είναι πολιτικός. Εξυπηρετεί μια επικοινωνιακή στρατηγική περί καθαρής εξόδου από την εποχή των μνημονίων και, όπως και η υπερφορολόγηση, αυξάνει τα περιθώρια αναδιανομής υπέρ τμημάτων του εκλογικού σώματος με τα οποία θεωρεί ότι έχει προνομιακή σχέση. Από την άλλη, η απόρριψη της πιστοληπτικής γραμμής απαλλάσσει τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από το πολιτικό κόστος που προκαλεί η αντίθεση μεγάλης μερίδας της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης σε περαιτέρω οικονομική υποστήριξη της Ελλάδας. Συμπερασματικά, η απόρριψη της πιστοληπτικής γραμμής έχει βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη για όσους εμπλέκονται στο ελληνικό πρόγραμμα υπό πολιτικούς περιορισμούς. Αντίθετα, όλοι οι τεχνοκρατικοί οργανισμοί (ΔΝΤ, ΕΚΤ και ESM) που συμμετέχουν στο ελληνικό πρόγραμμα χωρίς πολιτικούς περιορισμούς, αλλά και οι περισσότεροι ανεξάρτητοι οικονομικοί αναλυτές, έχουν υποστηρίξει την πιστοληπτική γραμμή ως ευνοϊκή για τα συμφέροντα της Ελληνικής οικονομίας. Η απόρριψη της είναι μια επιπλέον πηγή αχρείαστου ρίσκου με εν δυνάμει σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα στη προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.

Τέλος, το ελληνικό οικονομικό ρίσκο έχει αυξηθεί αχρείαστα εξαιτίας της απόφασης της κυβέρνησης να εισάγει ως εκλογικό σύστηματην απλή αναλογική. Η επιλογήαυτή εξ ορισμού αυξάνει τον πολιτικό κίνδυνο και δίνει κίνητρα σε καταναλωτές και επενδυτές (εγχώριους και ξένους) να κρατήσουν στάση αναμονής ενόψει της αποσαφήνισης του πολιτικού τοπίου. Αυτό επηρεάζει ανασταλτικά την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, γιατί συστέλλει τις συνθήκες ζήτησης και (μέσω χαμηλότερης επένδυσης) βάζει προσκόμματα στη βελτίωση των πλευράς προσφοράς της πραγματικής οικονομίας, που είναι και το κλειδί για την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης. Η εισαγωγή της απλής αναλογικής εξυπηρετεί τα πολιτικά συμφέροντα μιας κυβέρνησης που αναμένει να χάσει τις επόμενες εκλογές και επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της σημασίας του ρόλου της στο μετεκλογικό τοπίο, δεν εξυπηρετεί όμως τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας, για τα οποία προέχει η πολιτική προβλεψιμότητα.

Συμπερασματικά, το ελληνικό μεταμνημονιακό οικονομικό πλαίσιο έχει ήδη ναρκοθετηθεί πριν ακόμα διαμορφωθεί. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μια κλασσική στη βιβλιογραφία των οικονομικών κύκλων έκφραση της σύγκρουσης μεταξύ βραχυπρόθεσμων πολιτικών επιδιώξεων και μακροχρόνιας οικονομικής διατηρησιμότητας. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περίπτωσης που αναλύουμε είναι ότι οι οικονομικά μη άριστες αποφάσεις που έχουν παρθεί εξυπηρετούν τις βραχυπρόθεσμες πολιτικές επιδιώξεις περισσότερων από μια εθνικών αρχών. Για την ελληνική κυβέρνηση, οι αποφάσεις που αναλύσαμε παραπάνω αποσκοπούν στην αύξηση της πολιτικής της επιρροής μέσω μιας κομματικό-κεντρικής αναδιανομής πόρων προς στοχευμένα τμήματα του ελληνικού εκλογικού σώματος, υπό το μικρότερο δυνατό εξωτερικό έλεγχο. Για ορισμένες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι ίδιες αποφάσεις προσφέρουν σχετική ασφάλεια αναφορικά με την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους τα αμέσως προσεχή χρόνια ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα την πιθανότητα μεταφοράς νέων πόρων στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, απομακρύνουν το πολιτικά ευαίσθητο ελληνικό ζήτημα από την εσωτερική πολιτική τους ατζέντα για το χρονικό διάστημα που λίγο ως πολύ συμπίπτει με την κυβερνητική τους θητεία. Αυτό μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμα πολιτικά ωφέλιμο για τις κυβερνήσεις αυτές, δεν λύνει όμως το μακροχρόνιο ζήτημα βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και συνολικότερα της ελληνικής οικονομίας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας στήριξαν ουσιαστικά την Ελλάδα κατά τα χρόνια της κρίσης, επιβεβαιώνοντας ότι η θέση της Ελλάδας είναι στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Φαίνεται όμως ότι η δυνατότητα αναπτυξιακά αμερόληπτης εμπλοκής τους στα ελληνικά οικονομικά πράγματα βαίνει πολιτικά μειούμενη. Από εδώ και στο εξής, και όπως πρέπει να συμβεί για να επιτευχθεί η επιστροφή στην κανονικότητα, η Ελλάδα πρέπει να στηρίξει την πορεία ανάκαμψης της στις δικές της δυνάμεις. Όπως έχω αναλύσει διεξοδικά σε προηγούμενο άρθρο,[5] αυτό προϋποθέτει μια οικονομική και πολιτική αλλαγή, προσανατολισμένη στην οικονομική εξωστρέφεια καιανταγωνιστικότητα, τις ίσες ευκαιρίες και την κοινωνική συνοχή.

[1]Insider.gr, 28 Νοεμβρίου 2017. “Γιατί υπερφορολογεί η κυβέρνηση;”

http://www.insider.gr/apopseis/vlogs/68496/giati-yperforologei-i-kyvernisi

[2]Καθημερινή, 24 Μάϊου 2017,“Πού οδήγησε ο εκτροχιασμός του χρέους το 2015”

http://www.kathimerini.gr/910913/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/poy-odhghse-o-ektroxiasmos-toy-xreoys-to-2015

[3]Καθημερινή της Κυριακής, 23 Μαρτίου 2018. “Το κόστος και οι ωφέλειες της πιστοληπτικής γραμμής”

http://www.kathimerini.gr/954398/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/apoyh-to-kostos-kai-oi-wfeleies-ths-pistolhptikhs-grammhs

[4]Antonio Afonso, Michael G. Arghyrou, Maria-Dolores Gadea, Alexandros Kontonikas, ‘Whatever It Takes’ to Resolve the European Sovereign Debt Crisis? Bond Pricing Regime Switches and Monetary Policy Effects. Journal of International Money and Finance: https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0261560618302262

[5]Insider.gr, 24 Μαΐου 2017, “Η Ελλάδα είναι ένα θαύμα που περιμένει να συμβεί!”

http://www.insider.gr/apopseis/vlogs/48977/i-ellada-einai-ena-thayma-poy-perimenei-na-symvei

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider