Οι νεότερες γενιές Ελλήνων οικονομολόγων γνωρίζουν ελάχιστα τον καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη και πολύ λιγότερο το έργο του. Και όμως: όταν πέθανε το 1935, την νεκρολογία του την έγραψε ο ίδιος ο Κέινς. Οπαδός των κλασσικών οικονομολόγων της φιλελεύθερης σχολής, θα παραμείνει μέχρι το τέλος του βίου του οπαδός της άποψης ότι o ρόλος του κράτους πρέπει να παραμείνει περιορισμένος και η κρατική δραστηριότητα να μην επεκτείνεται πέρα από ορισμένα όρια. Ο Ανδρεάδης είναι αντίθετος στις κρατικοποιήσεις και στην αύξηση των κρατικών δαπανών, ιδιαίτερα των κοινωνικών δαπανών.
Στην εκδήλωση που διοργάνωσε σήμερα το απόγευμα η Τράπεζα της Ελλάδος για να τιμήσει την μνήμη και την εν γένει προσφορά του εξέχοντα καθηγητή Δημόσιων Οικονομικών και ακαδημαϊκού, μίλησαν ο καθηγητής Βασίλης Ράπανος (μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και πρόεδρος της Alpha Bank), ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, και ο ίδιος ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας. Στην εκδήλωση παρευρέθηκε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, τραπεζίτες και άλλοι παράγοντες του δημόσιου βίου της χώρας.
Ο Ανδρεάδης ήταν πολυγραφότατος και πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές άλλες γλώσσες. Κλασσικά θεωρούνται πλέον τα έργα του, «Ιστορία της Τράπεζας της Αγγλίας» και «Ιστορία της Ελληνικής Δημόσιας Οικονομίας». Το τελευταίο μάλιστα έργο, έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά και έχει γνωρίσει από τότε αρκετές ανατυπώσεις. Οι νεότερες γενιές Ελλήνων οικονομολόγων, μπορεί να γνωρίζουν ελάχιστα τον Ανδρεάδη και πολύ λιγότερο το έργο του. Είναι όμως γνωστός στους ιστορικούς και κυρίως στους οικονομικούς ιστορικούς. Για το έργο του και ιδίως για την Ιστορία της Τράπεζας της Αγγλίας και την Ιστορία της Ελληνικής Δημόσιας Οικονομίας, έχουν εκφραστεί με τα καλύτερα λόγια διάσημοι οικονομολόγοι, όπως o Χικς, ο Άινζιγκ και o ίδιος ο Κέινς. Πέρα όμως από το ιστορικό του έργο, ο Ανδρεάδης ασχολήθηκε και με κρίσιμα θέματα δημοσιονομικής θεωρίας και πολιτικής, αλλά αυτή η πλευρά του έργου του, διάσπαρτη κυρίως στα εγχειρίδια της δημόσιας οικονομικής και φορολογίας, δεν έχει προσελκύσει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των οικονομολόγων.
Ο λόγος για τον οποίον ίσως ο Ανδρεάδης δεν έχει γίνει γνωστός, είναι σύμφωνα με τον Βασ. Ράπανο, ότι συνδέεται με το ότι δεν συνέγραψε μονογραφία ή κάποιο δοκίμιο δημοσιονομικής θεωρίας ή πολιτικής. Πέρα από τις παραδόσεις του για τους φοιτητές, στις οποίες βρίσκει κανείς εκτεταμένες θεωρητικές προσεγγίσεις σε θέματα φορολογίας, δημοσίων δαπανών και του ρόλου του κράτους γενικότερα, στα υπόλοιπα έργα του απουσιάζει η θεωρητική προσέγγιση και ανάλυση. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα περισσότερα ιστορικά έργα του, παρατηρείται μια λεπτομερειακή και μάλλον στεγνή ανάλυση των γεγονότων, με πολυπληθείς αναφορές σε αρχεία και άλλες εργασίες Ελλήνων και ξένων, χωρίς να επιδιώκεται η θεωρητική εξήγηση των φαινομένων, ή να γίνεται παραπομπή σε θεωρητικές προσεγγίσεις για παρόμοια φαινόμενα. Επιλεκτικά και σπάνια μόνο ξεφεύγει ο Ανδρεάδης από την πεζή αναφορά των γεγονότων, για να εκφέρει κρίσεις για την οικονομική πολιτική της εποχής που εξετάζει.
Αν και ο ίδιος ο Ανδρεάδης θεωρεί τον εαυτό του εκλεκτικό φιλελεύθερο, εντούτοις, σύμφωνα με τον Β. Ράπανο, δεν μπορεί να θεωρηθεί νεοκλασικός, καθώς παραμένει προσκολλημένος στον κλασικό φιλελευθερισμό και η νεοκλασική σχολή σκέψης που γνώρισε σημαντική πρόοδο την εποχή του, δεν φαίνεται να τον επηρεάζει. Μάλιστα πολλές από τις απόψεις που αναπτύχθηκαν ή και αναβίωσαν στην περίοδο του «νεοφιλελευθερισμού» (1970 -1990) είχαν διατυπωθεί με μεγάλη ευκρίνεια και σαφήνεια από τον Ανδρεάδη, από τις αρχές μάλιστα του εικοστού αιώνα. Ο Ανδρέαδης υποστήριξε ότι η βαριά φορολογία δημιουργεί αντικίνητρα για παραγωγική δραστηριότητα και συχνά γίνεται σημαντικό κίνητρο για κοινωνικές εξεγέρσεις. Υποστηρίζει χαρακτηριστικά ότι η Αρχαία Αθήνα έχασε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο εξαιτίας της βαρύτατης φορολογίας που αναγκάστηκε να επιβάλει στους συμμάχους της. Σίγουρα, αν έβλεπε τα σημερινά επίπεδα των δημόσιων δαπανών για κοινωνικές μεταβιβάσεις, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, θα έφριττε.
Ο Ανδρέαδης είχε υποστηρίξει χαρακτηριστικά ότι «...τα δημοκρατικά πολιτεύματα έχουσι μεν πολλά τα καλά, αλλά και ρέπουσι προς μεγάλας δαπάνας, αίτινες εν τέλει οδηγούν αυτά εις όλεθρον». Ο ίδιος δεν δέχεται ότι ο φόρος μπορεί να επιδιώκει άλλους σκοπούς και ιδιαίτερα κοινωνικοπολιτικούς. Κατά τη γνώμη του, οι άλλες επιδιώξεις «εκφυλίζονται» σε κομματικούς σκοπούς, με αποτέλεσμα να θεσπίζονται ευρύτατες φοροαπαλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της φορολογικής βάσης - κάτι που παραβιάζει την αρχή του παvδήμoυ των φόρων, που είναι η βασική αρχή που πρέπει να διέπει ένα καλό φορολογικό σύστημα.
Προλογίζοντας την εκδήλωση, ο διευθυντής της Athens Review of Books, Μανώλης Βασιλάκης, εξήρε την πολυσχιδή προσωπικότητα του Ανδρεάδη, η οποία υπερβαίνει τα στενά ακαδημαϊκά όρια ενός οικονομολόγου καθηγητή. Όπως ανέφερε, χαρακτηριστικά αποτελεί ένα φαινόμενο αναγεννησιακού ανθρώπου, Homo Universalis, που όμοιό του έχει να αναφανεί από την εποχή του Αδαμάντιου Κοραή. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «το εύρος και βάθος των γνώσεων και ενδιαφερόντων του, το πολυειδές, πολυσχιδές, το διεθνές κύρος του, η παγκόσμια ακτινοβολία του, δεν γίνεται να περιγραφούν σε λίγες γραμμές. Αρκούμαστε να επαναλάβουμε αυτό που έγραψε ο Κώστας Ουράνης: 'Για τον καθηγητή Ανδρεάδη μπορεί να λεχθή, χωρίς καμία υπερβολή, ότι υπήρξε μία διεθνής φυσιογνωμία. Μετά τον …Παρθενώνα και τον Βενιζέλον, ήταν ό,τι οι ξένοι εγνώριζαν από την Ελλάδα - όταν δεν εγνώριζαν τίποτα».
Σημειώνεται ότι ό ίδιος ο Ανδρεάδης ανέλαβε με τη συγγραφή άρθρων, να προβάλλει στο εξωτερικό το έργο των Βικέλα, Πολυλά, Κονδυλάκη, Χατζόπουλου, Μαβίλη, Μαρκορά, Μορεάς, Ξενόπουλου, Παντελή Χορν κ.ά.,. Επιπροσθέτως κατέβαλλε επίπονες προσπάθειες προκειμένου να μεταφραστεί και να εκδοθεί το έργο του Κωστή Παλαμά στα γαλλικά, φροντίζοντας ακόμη και για τη χρηματοδότησή της συγκεκριμένης έκδοσης.
Στην ομιλία του, ο Γιάννης Στουρνάρας, αναφερόμενος στην «Ιστορία της Τράπεζας της Αγγλίας» του Ανδρέα Ανδρεάδη, σημείωσε ότι ο αναγνώστης της μπορεί να τη διαβάσει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να εστιάσει στις αλλαγές που επήλθαν στον ρόλο των κεντρικών τραπεζών από τότε που το βιβλίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1904, στις οποίες οφείλουμε πολλές από τις κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών, σε όρους νομισματικής σταθερότητας. Ο δεύτερος τρόπος είναι να εστιάσει στις συνέχειες: «Να αναγνωρίσει πόσα από τα θεμελιώδη διλήμματα που εμφανίζονται στην αφήγηση του Ανδρεάδη παραμένουν μαζί μας μέχρι σήμερα: η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ πιστωτικής χαλάρωσης, προς αντιμετώπιση μιας έκτακτης κατάστασης, και επιζήμιας χαλαρότητας, που ανεβάζει τις τιμές των αγαθών και των περιουσιακών στοιχείων· η επιλογή ανάμεσα στη διαφύλαξη της πιστωτικής σταθερότητας και την αποθάρρυνση κερδοσκοπικών συμπεριφορών».
Στην ομιλία του ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, ανέλυσε τις μεθοδολογικές αρχές βάσει των οποίων κινήθηκε επιστημονικά ο Ανδρεάδης. Σύμφωνα με αυτές, η αφηρημένη θεωρία και η εμπειρική πραγματικότητα έπρεπε να αλληλοσυμπληρώνονται και η οποιαδήποτε μονομερής επιστημονική προσέγγιση έκρυβε κινδύνους και πιθανά λανθασμένα επιστημονικά συμπεράσματα: «Με κριτήριο την σύνθεση θεωρίας και πράξης, ο Ανδρεάδης ανέλυσε τις αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της Τουρκοκρατίας και της σύγχρονης Ελλάδας, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η άνθηση του όποιου πολιτισμού και η κατίσχυση οποιουδήποτε πολιτειακού καθεστώτος, απαιτούσε υγιή δημόσια οικονομικά ή, με άλλα λόγια, αποφυγή σπατάλης του Δημοσίου».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ