Ελπιδοφόρα μηνύματα για την αντιμετώπιση των γλοιωμάτων, που μέχρι πριν από πέντε χρόνια είχαν εξαιρετικά κακή πρόγνωση, προκύπτουν από το Διεθνές Εφαρμοσμένο Φροντιστήριο για τη διάγνωση και διαχείριση των ασθενών με γλοίωμα εγκεφάλου, που διεξάγεται από την περασμένη Τετάρτη σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, από τη Νευροχειρουργική Κλινική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και την Ελληνική Νευροχειρουργική Εταιρεία. Η εκδήλωση πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ), της Νευροχειρουργικής Εταιρείας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SouthEast Europe Neurosurgical Society - SeENS) και της Ένωσης Νευροχειρουργών Μεσογείου (Mediterranean Association of Neurological Surgeons - MANS). Όπως δηλώνει στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» ο καθηγητής Νευροχειρουργικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πρόεδρος της Ελληνικής Νευροχειρουργικής Εταιρείας Κωνσταντίνος Φουντάς, οι επιστήμονες βλέπουν πλέον τα πράγματα με πολύ μεγαλύτερη αισιοδοξία, τόσο όσον αφορά στην ακρίβεια της διάγνωσης, όσο και στη θεραπευτική αντιμετώπιση και γενικότερα υποστήριξη των ασθενών με γλοίωμα εγκεφάλου, ενός πρωτοπαθούς όγκου που εμφανίζεται περίπου στο 2% του γενικού πληθυσμού. Είναι μία σχετικά σπάνια κακοήθεια, η οποία όμως αλλάζει τη ζωή του ασθενούς άρδην, τονίζει ο καθηγητής, για να διευκρινίσει στη συνέχεια ότι υπάρχει προδιάθεση για δύο ηλικιακές ομάδες:
Η χρήση κινητής τηλεφωνίας δεν ενοχοποιείται για την εμφάνιση γλοιωμάτων σε αντίθεση με την ιονίζουσα ακτινοβολία
«Η μία αφορά σε παιδιατρικούς ασθενείς, παιδιά κάτω των 15 ετών, και η δεύτερη ηλικιακή ομάδα αφορά άτομα μετά την πέμπτη δεκαετία της ζωής, έκτη, έβδομη, όγδοη. Όσο δηλαδή μεγαλώνει κανείς, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα να εμφανίσει ένα γλοίωμα εγκεφάλου» Υπάρχουν αιτιολογικοί παράγοντες; Προκύπτει εύλογα το ερώτημα: «Υπάρχουν δυστυχώς πάρα πολλοί αιτιολογικοί παράγοντες και αυτό δείχνει ότι δεν γνωρίζουμε ακόμη με ακρίβεια το ρόλο που παίζει ο καθένας από αυτούς. Έχουμε βάσιμες υποψίες ότι υπάρχουν γενετικοί παράγοντες, αλλά υπάρχει και μία σειρά από εξωγενείς περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν. Ξέρουμε πχ, ότι η ιονίζουσα ακτινοβολία (σσ ήλιος, κεραυνοί, πυρηνικά ατυχήματα, ραδιενεργά κοιτάσματα, ακτινοθεραπείες, αξονικοί τομογράφοι) αποτελεί σημαντικό παράγοντα προδιάθεσης και εμφάνισης γλοιωμάτων. Επίσης, υπάρχει μία μεγάλη συζήτηση για το αν άλλοι παράγοντες, όπως ας πούμε η χρήση κινητής τηλεφωνίας εμπλέκεται. Όμως, όλα τα δεδομένα που έχουμε μέχρι στιγμής, δεν την ενοχοποιούν για την εμφάνιση γλοιωμάτων».
Ανησυχητικά συμπτώματα
Ποια είναι άραγε τα συμπτώματα που πρέπει να ανησυχήσουν έναν άνθρωπο και να τρέξει στο γιατρό; «Τα συμπτώματα δυστυχώς των γλοιωμάτων είναι μη ειδικά συμπτώματα. Δεν υπάρχει δηλαδή ένα σύμπτωμα που θα είναι κόκκινη σημαία και θα υποψιάσει άμεσα έναν άνθρωπο. Ωστόσο εμμένουσα κεφαλαλγία, ειδικά σε ανθρώπους που δεν έχουν συχνά επεισόδια κεφαλαλγίας στη ζωή τους, είναι ένα σημάδι που θα πρέπει να τους οδηγήσει στον ειδικό, το ταχύτερο δυνατό. Επίσης, συμπτώματα που σχετίζονται με διαταραχές της συμπεριφοράς και συνήθως δεν είναι ανιχνεύσιμα από τον ίδιο τον ασθενή, αλλά από το κοντινό του περιβάλλον, είναι και αυτά ανησυχητικά. Όσο ταχύτερα μπει η διάγνωση, τόσο καλύτερη και αποτελεσματικότερη μπορεί να είναι η παρέμβαση που μπορεί να κάνει ο γιατρός».
Προσδόκιμο επιβίωσης ανάλογα με το ύψος της κακοήθειας
Ερ: Η πρόγνωση μέχρι και πριν από μερικά χρόνια ήταν εξαιρετικά κακή και η πενταετής επιβίωση στις περισσότερες περιπτώσεις όνειρο απατηλό. Σήμερα τι γίνεται; Απ:« Αυτό έχει αλλάξει την τελευταία πενταετία, αλλά για να το εξηγήσω θα πρέπει πρώτα να σας πω ότι τα γλοιώματα ταξινομούνται πλέον από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, με τη χρήση μίας τετράβαθμης κλίμακας από το 1 έως το 4. Η ταξινόμηση έχει να κάνει με την επιθετικότητα του όγκου, και κυρίως με τον βαθμό κυτταρικού πολλαπλασιασμού. Ο βαθμός 1 συνδέεται με χαμηλή κακοήθεια και σχετίζεται με πάρα πολύ καλή πρόγνωση, όπου η συντριπτική πλειονότητα αυτών των ασθενών έχουν τουλάχιστον δεκαετή επιβίωση. Για τα γλοιώματα δεύτερου βαθμού, ένα περίπου 75% έχει επίσης δεκαετή επιβίωση. Τα πράγματα είναι λίγο πιο άσχημα στον τρίτο βαθμό, όπου άνω του 60% των ασθενών επιτυγχάνουν τουλάχιστον πενταετή επιβίωση (σσ σύμφωνα με τους ειδικούς, η πενταετής επιβίωση δυνητικά σημαίνει και ίαση). Αρκετά πιο άσχημα είναι τα πράγματα στον τέταρτο βαθμό, αλλά όχι τόσο απογοητευτικά όσο ήταν στο παρελθόν. Με δεδομένο ότι η βλάβη βρίσκεται σε καλή ανατομική θέση (σσ πόσο εύκολα δηλαδή μπορεί να εξαιρεθεί χειρουργικά) τουλάχιστον το 50% των ασθενών επιτυγχάνει μία διετή επιβίωση. Ο μετωπιαίος και ο κροταφικός λοβός θεωρούνται οι πιο εύκολα διαχειρίσιμες χειρουργικά περιοχές». Όπως εξηγεί ο κ. Φουντάς, υπάρχουν και περιπτώσεις υποτροπής αυτών των όγκων τοπικά στην ίδια περιοχή που ήταν ο αρχικός εξαιρεθείς όγκος, μετά την πενταετία, αλλά όσο απομακρύνεται κανείς από την αρχική εξαίρεση του όγκου, μειώνεται η πιθανότητα αυτής της υποτροπής.
Η ανοσοθεραπεία κερδίζει συνεχώς έδαφος
Ερ: Τι έχει αλλάξει στις θεραπείες τα τελευταία χρόνια, για να έχει βελτιωθεί τόσο πολύ η πρόγνωση; Απ: «Η χειρουργική αντιμετώπιση έχει γίνει πολύ πιο ακριβής. Μπορούμε με ακρίβεια να εξαιρέσουμε πέρα από τα όρια της βλάβης, και σε αυτό μας έχει βοηθήσει πολύ η τεχνολογία που εξελίσσεται συνεχώς. Χρησιμοποιούμε όλα τα συστήματα μικρό πλοήγησης, χρησιμοποιούμε χειρουργική που διαθέτει διεγχειρητική ηλεκτροφυσιολογική παρακολούθηση. Και το σημαντικό είναι ότι χειρουργούμε την πλειονότητα των ασθενών, έχοντας τους σε εγρήγορση μέσα στο χειρουργείο. Οπότε μπορούμε να έχουμε συνεχή πληροφορία για το τι ακριβώς κάνουμε εκείνη τη στιγμή και πώς παρεμβαίνουμε στον εγκέφαλο τους. Επιπροσθέτως, έχει βελτιωθεί κατά πολύ η ακρίβεια της συμπληρωματικής ακτινοθεραπείας που χορηγούμε σε αυτούς τους ασθενείς, ενώ η χημειοθεραπεία είναι ένας ταχέως εξελισσόμενος χώρος, όπου πλέον έχουμε συνεχώς πιο ειδικά φάρμακα και πολύ πιο στοχευμένα. Την ίδια στιγμή έχουν αναπτυχθεί μέθοδοι ανοσοθεραπείας, η οποία έχει ξεκινήσει την τελευταία δεκαετία δειλά-δειλά και επεκτείνεται συνεχώς η χρήση της. Νομίζω ότι από ερευνητική άποψη είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στην αντιμετώπιση των γλοιωμάτων. Εκτιμώ ότι την επόμενη δεκαετία θα βλέπουμε όλο και περισσότερο να παρεμβαίνει κανείς με ανοσοθεραπεία σε αυτούς τους ασθενείς».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ