Βελτίωση καταγράφει η αγορά εργασίας στην Ελλάδα την τελευταία διετία, μειώνοντας το χάσμα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, τα ποσοστά απασχόλησης παραμένουν χαμηλά και εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, τους νέους, τα άτομα με αναπηρία και τους μετανάστες.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Κομισιόν για το Πλαίσιο Κοινωνικής Σύγκλισης στην Ελλάδα, το ποσοστό απασχόλησης του γενικού πληθυσμού καταγράφει ανοδική τάση, αυξημένο από 60,8% το 2019 σε 69,3% το 2024. Ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ, καθώς ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι στο 75,8%.
Ο λόγος που παραμένει η απόκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο έγκειται στο ότι ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες δυσκολεύονται να μπουν ή να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας. Πιο συγκεκριμένα:
Γυναίκες: Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν περισσότερα εμπόδια στη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας σε σύγκριση με τους άνδρες. Το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών έχει αυξηθεί σταθερά την τελευταία δεκαετία, φτάνοντας το 59,9% το 2024. Ωστόσο, παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών (78,7%).
Το 2024, το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων ανήλθε σε 18,8 εκατοστιαίες μονάδες, καθιστώντας το ένα από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ (10 εκατοστιαίες μονάδες). Η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη για τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες (55-64), καθώς μόνο το 46,7% αυτών ήταν εργαζόμενες το 2024 (σε σύγκριση με το 69,2% των ανδρών στην
ίδια ηλικιακή ομάδα).
Επιπλέον, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να εργάζονται με μερική απασχόληση από τους άνδρες (10,3% και 3,1% αντίστοιχα), ενώ είναι πιο πιθανό να παραμείνουν άνεργες, καθώς το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας των γυναικών (7,3%) είναι σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών (4%).
Οι ανισότητες μεταξύ των φύλων εξαρτώνται από το μορφωτικό επίπεδο, καθώς όσες γυναίκες έχουν ολοκληρώσει εκπαίδευση χαμηλότερη από την πρωτοβάθμια ή κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι λιγότερο ενεργές στην αγορά εργασίας κατά 33,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τους άνδρες. Αυτό το χάσμα έχει διευρυνθεί περαιτέρω από το 2019 κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες. Παρόμοια τάση παρατηρείται και στις γυναίκες που έχουν ολοκληρώσει ανώτερη δευτεροβάθμια και μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, με το χάσμα των φύλων να ανέρχεται σε 23,9 ποσοστιαίες μονάδες το 2024.
Νέοι: Παρά την πρόοδο που έχει παρατηρηθεί στα ποσοστά απασχόλησης των νέων στην Ελλάδα, υπάρχει ακόμη μεγάλο περιθώριο βελτίωσης, δεδομένου ότι η συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας περιορίστηκε στο 36,1% το 2024, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 49,6%.
Παρότι μειώθηκε στο 14,2% το ποσοστό των νέων που δεν εργάζονται, ούτε συμμετέχουν σε εκπαίδευση ή κατάρτιση (NEETs, 15-29), παραμένει από τις χειρότερες επιδόσεις στην ΕΕ. Τα υψηλότερα ποσοστά NEETs παρατηρούνται στην Ήπειρο (23,0%), τα Ιόνια Νησιά (22,2%) και τη Δυτική Μακεδονία (20,1%), ενώ η Αττική (14,0%), η Δυτική Ελλάδα (12,5%) και η Κρήτη (15,3%) έχουν καταφέρει να τα μειώσουν αισθητά.
Άτομα 55+: Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πολίτες στην Ελλάδα είναι πιο πιθανό να παραμείνουν άνεργοι, καθώς δυσκολεύονται να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας. Άλλωστε το 65,1% των ανέργων ηλικίας 55-64 ετών είναι μακροχρόνια άνεργοι (Q42024).
Μετανάστες: Προκλήσεις εξακολουθούν να υπάρχουν και για τους υπηκόους τρίτων χωρών (από χώρες εκτός ΕΕ), των οποίων το ποσοστό απασχόλησης ήταν 62,9% το 2023, 5,1 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο.
Τα ποσοστά ανεργίας των μεταναστών ποικίλλουν μεταξύ των περιφερειών, με τα υψηλότερα ποσοστά να παρατηρούνται στις βόρειες περιοχές της χώρας (Δυτική Μακεδονία, Κεντρική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία-Θράκη). Σε μια γηράσκουσα κοινωνία όπως η ελληνική, η αποτελεσματική ένταξη των μη ενεργών ατόμων σε όλες τις περιοχές είναι ζωτικής σημασίας, τονίζει η έκθεση της Κομισιόν.