Τι κάνουν για την κυκλική οικονομία οι ελληνικές επιχειρήσεις

Πένη Χαλάτση
Viber Whatsapp Μοιράσου το
Τι κάνουν για την κυκλική οικονομία οι ελληνικές επιχειρήσεις
Η Eunomia Research & Consulting πραγματοποίησε την πρώτη Ετήσια Έκθεση Κυκλικής Οικονομίας για λογαριασμό του ΣΕΠΑΝ.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις επενδύουν σε υποδομές και πρακτικές κυκλικής οικονομίας ακολουθώντας το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο και τα ευρωπαϊκά πρότυπα αλλά κάποιοι κλάδοι έχουν ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσουν για να φθάσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η βιομηχανία έχει στη φαρέτρα της χρηματοδοτικά εργαλεία και ευρωπαϊκούς πόρους αλλά και νέα πρότυπα επιχειρηματικών μοντέλων ενώ ευνοούνται ιδιαίτερα και οι συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.

Η Eunomia Research & Consulting πραγματοποίησε την πρώτη Ετήσια Έκθεση Κυκλικής Οικονομίας για λογαριασμό του ΣΕΠΑΝ με στόχο την εισαγωγή αρχών Κυκλικής Οικονομίας και την αξιολόγηση των τρεχουσών και μελλοντικών πρακτικών στην Ελλάδα σε βασικούς κλάδους όπως είναι οι κατασκευές και κατεδαφίσεις, τα τρόφιμα, τα πλαστικά, η επαναχρησιμοποίηση νερού, τα μέταλλα (αλουμίνιο, χάλυβας), τα λιπαντικά και οι συσκευασίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέχθηκαν, η βιομηχανία λιπαντικών δείχνει να προπορεύεται στις επιδόσεις κυκλικότητας ενώ σε πιο πρώιμο στάδιο βρίσκεται η επαναχρησιμοποίηση νερού.

Τι δείχνουν τα στοιχεία ανά κλάδο

Στον τομέα των κατασκευών και των κατεδαφίσεων, η ανάλυση εστιάζεται σε δύο επιλεγμένους υπο-τομείς με σημαντικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, στη Βιομηχανία τσιμέντου και στα Απόβλητα Κατασκευών και Κατεδαφίσεων (AEKK). Όπως αναφέρει η σχετική ανάλυση, η τοπική βιομηχανία τσιμέντου μπορεί να συν-επεξεργαστεί περαιτέρω ποσότητες αδρανών υλικών από AEKK, αντικαθιστώντας τον ασβεστόλιθο (βασικό στοιχείο του κλίνκερ) και να επιτρέψει την ανάκτηση μεγαλύτερων ποσοτήτων AEKK που παράγονται στην Ελλάδα. Ωστόσο, στη χώρα μας, τα ποσοστά ανακύκλωσης είναι προς το παρόν χαμηλά και θα πρέπει να βελτιωθούν σημαντικά τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το ποσοστό ανακύκλωσης των AEKK στην Ελλάδα κυμαινόταν μεταξύ 12% και 15% το 2015.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση που δημοσίευσε ο ΣΕΠΑΝ, ο κλάδος της συσκευασίας στην Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στην ενσωμάτωση στοιχείων Κυκλικής Οικονομίας και ιδιαίτερα της ανακύκλωσης στην αλυσίδα αξίας του. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία που ελήφθησαν από τον EOAN, το ποσοστό ανακύκλωσης των απορριμμάτων συσκευασίας έφτασε το 63,6% το 2018 (ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται στο 67,5%) ενώ για το χαρτί και το χαρτόνι το ποσοστό ανακύκλωσης ανέρχεται σε 91,5%.

Σε επίπεδο αγοράς, οι παραγωγοί συσκευασιών στην Ελλάδα συνεργάζονται στενότερα με τους προμηθευτές τους για να βελτιώσουν την αλυσίδα εφοδιασμού τους και να ορίσουν προδιαγραφές σύμβασης που πληρούν τους στόχους και τα πρότυπα προϊόντων της ΕΕ. Για παράδειγμα, ο ΣΥΒΙΠΥΣ (Σύνδεσμος Βιομηχανιών Παραγωγής Υλικών & Συσκευασίας) ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον EUROPEN (Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τις Συσκευασίες και το Περιβάλλον) στο πλαίσιο της Κυκλικής Οικονομίας.

Καλές πρακτικές όμως παρουσιάζει και ο κλάδος των τροφίμων. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη εκτίμηση, κάθε χρόνο παράγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση 88 εκατομμύρια τόνοι απορριμμάτων τροφίμων, με το σχετικό κόστος (σπατάλη αξίας) να εκτιμάται σε 143 δισεκατομμύρια ευρώ. Πάνω από το 50% των αποβλήτων τροφίμων που παράγονται στην ΕΕ σημειώνεται σε επίπεδο νοικοκυριών, τα οποία αποτελούν το βασικό τομέα ενδιαφέροντος για προγράμματα πρόληψης των αποβλήτων τροφίμων στα κράτη μέλη.

Στην Ελλάδα, οι ποσότητες βιοαποδομήσιμων αποβλήτων (ΒΑΑ) που έχουν οδηγηθεί σε ΧΥΤΑ, ξεπερνούν κατά σχεδόν 2 εκατ. τόνους τη μέγιστη επιτρεπόμενη ποσότητα που ορίζει η νομοθεσία και το προηγούμενο ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, κατά το έτος 2018, 2.771.773 τόνοι ΒΑΑ κατέληξαν σε ΧΥΤΑ, έναντι μέγιστης επιτρεπόμενης ποσότητας 910.000 τόνων ΒΑΑ. Μεταξύ 2015 και 2018, η χωριστή συλλογή βιοαποβλήτων αυξήθηκε από το 4,7% στο 5,7% της συνολικής ποσότητας βιοαποδομήσιμων αποβλήτων που παράγονται στη χώρα.

Όπως εκτιμά η έκθεση του ΣΕΠΑΝ, η βιομηχανία τροφίμων και ποτών καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για την πρόληψη των αποβλήτων στην πηγή με σκοπό τη μείωση του κόστους, αν και δεν υπάρχουν ολοκληρωμένες εθνικές πρωτοβουλίες για την προώθηση ή την υποστήριξη της πρόληψης των αποβλήτων τροφίμων, όπως υπάρχουν σε ορισμένες χώρες (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το WRAP ηγείται της πρωτοβουλίας Courtauld 2025). Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) συμμετέχει σε μια σειρά πρωτοβουλιών σε εθνικό επίπεδο για τη μείωση των αποβλήτων τροφίμων και τη στήριξη πιο υποβαθμισμένων κοινωνικών ομάδων. Ο φορέας συνεργάζεται στενά με τον οργανισμό «Μπορούμε» μέσω του προγράμματος ««Διάσωση & Προσφορά Τροφίμων», του οποίου αποστολή είναι ο περιορισμός της σπατάλης τροφίμων και η αύξηση της επισιτιστικής προσφοράς προς κοινωφελείς φορείς και τους ωφελούμενους τους.

Δεδομένου ότι όσον αφορά στη μείωση της σπατάλης τροφίμων και στην αξιοποίηση των αποβλήτων, τα νοικοκυριά διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι προφανές ότι υπάρχει τεράστιο περιθώριο αύξησης της ποσότητας των βιοαποβλήτων που συλλέγονται χωριστά από τα νοικοκυριά, και ήδη αρκετοί Δήμοι (όπως π.χ ο δήμος Βάρης- Βούλας- Βουλιαγμένης) υλοποιούν νέα συστήματα συλλογής βιοαποβλήτων, ακολουθώντας μια σειρά πιλοτικών προγραμμάτων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Ομοίως, όλοι οι μεγάλοι παραγωγοί τροφίμων (και λιγότερο οι μικρότεροι παραγωγοί και λιανοπωλητές) έχουν δημιουργήσει συστήματα ανακύκλωσης στην εφοδιαστική τους αλυσίδα, προκειμένου να μειωθεί η διάθεση αποβλήτων τροφίμων. Συνήθως συνάπτουν συμβάσεις με φορείς που εμπλέκονται στη διαχείριση βιοαποβλήτων μέσω εγκαταστάσεων αναερόβιας χώνευσης, για την παραγωγή βιοαερίου και compost.

Ο κλάδος των πλαστικών αποτελεί μια σημαντική βιομηχανία για τη χώρα, αλλά αντιμετωπίζει προκλήσεις ενόψει της μετάβασης της οικονομίας από το γραμμικό στο κυκλικό μοντέλο. Η πρόληψη των αποβλήτων στην πηγή αποτελεί σήμερα κοινή πρακτική σε ολόκληρη τη βιομηχανία πλαστικών στην Ελλάδα, διασφαλίζοντας ότι διατίθενται λιγότερα απόβλητα σε χώρους υγειονομικής ταφής.

Η ανακύκλωση είναι συνήθης πρακτική στη βιομηχανία πλαστικών, μέσω της αξιοποίησης υπολειμμάτων παραγωγής ως τροφοδοσία στο εργοστάσιο παραγωγής. Η συχνότητα της χρήσης ανακυκλωμένου περιεχομένου υλικού αυξάνεται στους τομείς που επικεντρώνονται σε λύσεις συσκευασίας PP/PC/PE για τους τομείς των τροφίμων και των χημικών ουσιών/χρωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του ανακυκλωμένου πολυπροπυλενίου (rPP).

Αναφορικά με τα επιχειρηματικά μοντέλα κυκλικής οικονομίας στη βιομηχανία πλαστικών υπάρχει η πιστοποίηση EuCertPlast της οποίας οι προδιαγραφές επικεντρώνονται στην ιχνηλασιμότητα των πλαστικών υλικών (σε όλη τη διαδικασία ανακύκλωσης και στην αλυσίδα εφοδιασμού). Στον τομέα αυτό, οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν καινοτόμες δράσεις όπως είναι η αξιοποίηση των μεμβρανών θερμοκηπίου. Μάλιστα, στην Ελλάδα υπάρχουν επί του παρόντος 7 σημεία για τη χωριστή συλλογή μεμβρανών θερμοκηπίου, με τα περισσότερα εξ αυτών εγκατεστημένα στην Κρήτη (προσφέρονται επί του παρόντος για ανακύκλωση στις εγκαταστάσεις της Πλαστικά Κρήτης).

Ως προς την επαναχρησιμοποίηση νερού, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία, ο τρέχων ρυθμός επαναχρησιμοποίησης νερού παραμένει χαμηλός στην Ελλάδα λόγω των διοικητικών εμποδίων και της πολυπλοκότητας που σχετίζεται με την εφαρμογή των προτύπων, γεγονός που δημιουργεί ισχυρά αντικίνητρα για την ανάπτυξη νέων συστημάτων. Η μόνη εφαρμογή μεγάλης κλίμακας σημειώνεται στη Βόρεια Ελλάδα, όπου η Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε.), η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία ύδρευσης στην Ελλάδα, κατάφερε να προωθήσει την επαναχρησιμοποίηση νερού.

Στον ιδιωτικό τομέα, υπάρχουν παραδείγματα επαναχρησιμοποίησης βιομηχανικών λυμάτων όπως είναι η συνεργασία της ΑΓΕΚ Ηρακλής Lafarge με το εργοστάσιο της ΕΨΑ (όπου τα λύματα από το εργοστάσιο της ΕΨΑ μεταφέρονται και χρησιμοποιούνται στη διαδικασία παραγωγής του εργοστασίου τσιμέντου Ηρακλής).

Ένας κλάδος με ιδιαίτερη βαρύτητα στην κυκλική οικονομία είναι εκείνος του αλουμινίου. Και αυτό επειδή η Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός βωξίτη στην Ευρώπη, ενώ κατατάσσεται 12η στον κόσμο όσον αφορά την παραγωγή και 11η στα αποθέματα βωξίτη. Στις θετικές εξελίξεις ως προς την εφαρμογή αρχών κυκλικής οικονομίας συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις έχουν μειώσει τη χρήση επικίνδυνων ουσιών ενώ τα κατάλοιπα βωξίτη, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παράγονται μέσω της διαδικασίας παραγωγής αλουμίνας, χρησιμοποιούνται πλέον σε άλλες βιομηχανίες (π.χ. βιομηχανία τσιμέντου). Ακόμη, τα δευτερογενή απορρίμματα αλουμινίου και το σκραπ επαναρευστοποιούνται ευρέως σε χυτήρια αλουμινίου.

Όπως είναι γνωστό, η ανακύκλωση δευτερογενούς αλουμινίου απαιτεί προηγμένα συστήματα προστασίας του περιβάλλοντος για την μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων και στην Ελλάδα, ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα καλής πρακτικής παρουσιάζεται εκείνο της ΕΛΒΑΛ, η οποία είναι είναι ο μεγαλύτερος ανεξάρτητος παραγωγός ανακυκλωμένου (δευτερογενούς) αλουμινίου.

Στον κλάδο του χάλυβα, οι Έλληνες κατασκευαστές εφαρμόζουν το μοντέλο επαναξιοποίησης πόρων, το οποίο επίσης εφαρμόζεται ευρέως από τους κατασκευαστές χάλυβα στην ΕΕ. Στην ελληνική χαλυβουργία υπάρχουν αρκετά στοιχεία κυκλικής οικονομίας όπως είναι η πρόληψη των αποβλήτων στην πηγή, η ελαχιστοποίηση της παραγωγής σκωρίας (απόβλητα) μεγιστοποιώντας την παραγωγή προϊόντος, η επαναχρησιμοποίηση εξοπλισμού/υλικού, η αγορά μεταχειρισμένου εξοπλισμού (π.χ. από χαλυβουργεία που κλείνουν), η ανακαίνιση και χρήση σε υπάρχουσες και νέες χαλυβουργικές εγκαταστάσεις, η ανακύκλωση αποβλήτων εσωτερικά (σε κλειστούς βρόχους - close loop), ο συστηματικός διαχωρισμός μεταλλικών στοιχείων από σκωρία (απόβλητα) για ανακύκλωση σε νέο κύκλο παραγωγής και η ανακύκλωση αποβλήτων εξωτερικά (σε ανοιχτούς βρόχους - open loop).

Τέλος, στον κλάδο των λιπαντικών, η Ελλάδα μπορεί να χαρακτηριστεί ως παράδειγμα βέλτιστης πρακτικής με εθνικό ποσοστό επαναδιύλισης έως 99,1% για συλλέξιμα πετρελαϊκά απόβλητα. Σύμφωνα με την ανάλυση του ΣΕΠΑΝ, η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως η καλύτερη περίπτωση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ ως προς τους στόχους συλλογής και διύλισης που καθορίζονται από το σύστημα EPR (Διευρυμένης Ευθύνης Παραγωγών). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του συστήματος EPR στην Ελλάδα για το 2017, περίπου το 60% όλων όσων αγοράζονται (60.000 τόνοι) θα γίνει πετρελαϊκά απόβλητα (36.000 τόνοι) και από αυτά περίπου το 70% αντιστοιχεί στα συλλέξιμα πετρελαϊκά απόβλητα (25.570 τόνοι). Ο στόχος ανάκτησης των πετρελαϊκών αποβλήτων (20.160 τόνοι) που έχει τεθεί στη χώρα είναι 80% ο οποίος επιτεύχθηκε και ξεπεράστηκε (25.250 τόνοι). Μάλιστα, οι επιχειρήσεις του κλάδου υλοποιούν καινοτόμα έργα όπως είναι για παράδειγμα, το έργο MARE που προωθεί την ανάπτυξη μιας οικολογικά καινοτόμου διαδικασίας για την επαναξιοποίηση υλικών από πετρελαϊκά απόβλητα και υπολείμματα πετρελαίου.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider