Σημαντική βελτίωση σε όλα τα πεδία κατέγραψε ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος κατά το 2024, όπως αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με τις προοπτικές να κρίνονται ευνοϊκές παρά τη φύση των αναδυόμενων διεθνών κινδύνων. Μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, βελτίωση ρευστότητας και ποιότητας ενεργητικού και ενίσχυση της κερδοφορίας και των κεφαλαιακών δεικτών είναι μερικά από τα σημεία στα οποία εστιάζει η ΤτΕ.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της ΤτΕ, η κερδοφορία και η κεφαλαιακή επάρκεια ενισχύθηκαν, η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω και η ρευστότητα διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο. Σε αυτό συνέβαλαν ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης, οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος και των σημαντικών ελληνικών τραπεζών, η συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια Τράπεζα σε συνδυασμό με την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της, καθώς και η σημαντική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σταθερή εκτίμηση για ανάπτυξη 2,3% φέτος - Περιορισμένος ο άμεσος αντίκτυπος από δασμούς
Ως προς το μακροοικονομικό σκηνικό, η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί σταθερή την εκτίμησή της για ανάπτυξη 2,3% για φέτος, επίπεδο, πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα εκτιμάται ότι θα είναι ουδέτερη. Επιπλέον, περιορισμένος αναμένεται να είναι ο άμεσος αντίκτυπος απο την επιβολή δασμών των ΗΠΑ στις εισαγωγές προϊόντων από την ΕΕ, στην ελληνική οικονομία. Το μικρό μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ (περίπου 5% το 2024) και η σύνθεση των εξαγόμενων προϊόντων υποδηλώνουν ήπια επίδραση στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας. Παράλληλα, στη ναυτιλία οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι περιορισμένες για τους βασικούς κλάδους, με εξαίρεση τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων, όπου εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερες.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελλάδα είναι κυρίως εξωγενείς και σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εντάσεις και την άνοδο του εμπορικού προστατευτισμού, σύμφωνα με την Έκθεση. Η αυξημένη μεταβλητότητα στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων - ως αποτέλεσμα της ανακοίνωσης και, εν μέρει, επιβολής εμπορικών δασμών από τις ΗΠΑ και τα αντίμετρα από ορισμένους βασικούς εμπορικούς τους εταίρους – ήταν βραχύβια και δεν είχε μέχρι τώρα σημαντικές άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, ο κίνδυνος απότομης ανατιμολόγησης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων διεθνώς παραμένει εξαιρετικά υψηλός και η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές ανέδειξε εκ νέου τον υψηλό βαθμό διασύνδεσης μεταξύ των αγορών παγκοσμίως και την ταχύτητα μετάδοσης των διαταραχών. Οι επιπτώσεις από ενδεχόμενη αναζωπύρωση των εμπορικών εντάσεων για την ελληνική οικονομία και τον εγχώριο τραπεζικό τομέα θα ήταν κυρίως έμμεσες και θα προέρχονταν από την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης τηςπαγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, τη μείωση των επενδύσεων και της πιστωτικής επέκτασης, καθώς και την επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου.
Ευρύτερα, ωστόσο, οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και πολεμικές συγκρούσεις, αλλά και η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού, έχουν αναδιαμορφώσει το εξωτερικό περιβάλλον. Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που αναδεικνύονται στην παρούσα συγκυρία. Ωστόσο, η φύση των υφιστάμενων κινδύνων διαφοροποιείται από τους παραδοσιακά αναγνωρισμένους κινδύνους. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την αντιμετώπισή τους και απαιτεί τη συνδυαστική εφαρμογή των διαθέσιμων μικροπροληπτικών και μακροπροληπτικών εργαλείων πολιτικής, ώστε να παραμείνει ο τραπεζικός κλάδος θωρακισμένος και σε τροχιά ανάπτυξης.
Ισχυρή κερδοφορία και περαιτέρω διαφοροποίηση σε έσοδα
Οι ελληνικές τράπεζες ενίσχυσαν σημαντικά την κερδοφορία τους, καταγράφοντας το 2024, κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4,4 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 3,8 δισ. ευρώ το 2023. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν θετικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, καθώς και η μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, ενώ αρνητικά επέδρασε η αύξηση των λειτουργικών εξόδων. Επιπλέον, σημαντική υπήρξε η συμβολή της επέκτασης των διεθνών δραστηριοτήτων, κυρίως στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης των μεγεθών της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο από την Eurobank. Οι δείκτες αποδοτικότητας του ενεργητικού (RoA) και των ιδίων κεφαλαίων (RoE) των τραπεζικών ομίλων ανήλθαν σε 1,3% και 12,2% αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τα καθαρά έσοδα από τόκους αναμένεται να επηρεαστούν από τις πρόσφατες μειώσεις των βασικών επιτοκίων, ωστόσο, η επίδραση αυτή αναμένεται να αντισταθμιστεί εν μέρει από την ενίσχυση της ζήτησης νέων δανείων εκ μέρους τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών. Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα του Εταιρικού Συμφώνου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ 2021-2027), οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και τα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Επιπλέον, οι πρόσφατες εξαγορές τραπεζών στο εξωτερικό και μη τραπεζικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα αναμένεται να συμβάλουν στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων των τραπεζικών ομίλων.
Επιπλέον, οι συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκαν περαιτέρω το 2024. Η βελτίωση αυτή οφείλεται στην ενίσχυση των καταθέσεων στην Ελλάδα, την επέκταση των διεθνών δραστηριοτήτων των τραπεζών, κυρίως στην Κύπρο, και την έκδοση ομολογιών στις διεθνείς αγορές. Οι παραπάνω παράγοντες υπεραντιστάθμισαν την πλήρη αποπληρωμή των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III), που είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα (Δεκέμβριος 2024 στα 2,6 δισ. ευρώ, έναντι Δεκεμβρίου 2023 που βρίσκονταν στα 14,3 δισ. ευρώ). Οι δείκτες ρευστότητας εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλότερο επίπεδο από τις εποπτικές απαιτήσεις. Ειδικότερα, ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) διαμορφώθηκε σε 218,3% και ο Δείκτης Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (NSFR) σε 138,5% το Δεκέμβριο του 2024. Επισημαίνεται ότι η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές δεν έχει μέχρι τώρα επηρεάσει τις συνθήκες ρευστότητας και χρηματοδότησης των τραπεζών, ενώ το χρηματοδοτικό κενό σε ξένα νομίσματα είναι πολύ μικρό και διαχειρίσιμο.
Βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε αισθητά, κυρίως λόγω μη οργανικών ενεργειών. Ειδικότερα, το 2024 σημειώθηκε σημαντική βελτίωση στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών, με το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων να διαμορφώνεται σε 6 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 39,8% σε σχέση με το 2023, κυρίως λόγω τιτλοποιήσεων δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής». Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων μειώθηκε σημαντικά σε 3,8% το Δεκέμβριο του 2024 (από 6,7% το Δεκέμβριο του 2023), το χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στη Ευρωζώνη, συγκλίνοντας περαιτέρω με το μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση (Δεκέμβριος του 2024 στο 2,3%).
Τα εποπτικά ίδια κεφάλαια ενισχύθηκαν κυρίως μέσω της εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και της έκδοσης κεφαλαιακών μέσων. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (δείκτης CET1) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 15,9% το Δεκέμβριο του 2024 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (TCR) σε 19,7% και πλέον ανέρχονται στο ίδιο επίπεδο με το μέσο όρο στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1: 15,9% και TCR: 20% το Δεκέμβριο του 2024). Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, παρά τη βελτίωση, εξακολουθεί να παραμένει χαμηλή, καθώς το Δεκέμβριο του 2024 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) ανέρχονταν σε 12,2 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 38,6% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 44,2% το Δεκέμβριο του 2023).
Servicers: Στα 87,4 δισ. ευρώ η συνολική αξία των υπό διαχείριση ανοιγμάτων
Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα. Το Δεκέμβριο του 2024 η συνολική αξία των υπό διαχείριση ανοιγμάτων των ΕΔΑΔΠ ανήλθε σε 87,4 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων το 82% αφορά ανοίγματα που διαχειρίζονται οι ΕΔΑΔΠ για λογαριασμό Αγοραστών Πιστώσεων και το υπόλοιπο 18% αφορά τη διαχείριση ανοιγμάτων για λογαριασμό πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Το σύνολο των υπό διαχείριση ανοιγμάτων το Δεκέμβριο του 2024 εξακολουθούσε να αφορά κυρίως ΜΕΔ (σε ποσοστό 83%) και σε μικρότερο ποσοστό (17%) εξυπηρετούμενα ανοίγματα.