Η ανάγκη για κίνητρα ώστε να επανέλθουν στην αγορά τα κλειστά ακίνητα -και έτσι να ανακοπεί (έστω) η άνοδος στις τιμές- θα ανεβαίνει όλο και πιο πολύ στη δημόσια ατζέντα, για προφανείς λόγους. Το ίδιο ισχύει γενικότερα για την ανάγκη στήριξης παρεμβάσεων για ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών.
Πόση είναι αυτή η ανάγκη; Πόσα λεφτά χρειάζονται και γιατί υπάρχει τόσο μεγάλο πρόβλημα στην αγορά ακινήτων; Η Eurobank δίνει μία εικόνα στην ανάλυσή της «7 ημέρες Οικονομία». Εκτιμά πως το ποσό των καθαρών επενδύσεων των νοικοκυριών (κυρίως σε ακίνητα) που πρέπει να γίνουν για να επιστρέψουμε στα προ κρίσης επίπεδα είναι πολύ μεγάλο, φτάνει στα 58,5 δισ. ευρώ. Εξηγεί μάλιστα πως από τα νοικοκυριά προέρχεται το πιο μεγάλο μέρος της επενδυτικής υστέρησης της χώρας, μίας υστέρησης που συνολικά φτάνει στα 75,5 δισ. ευρώ, με τον επιχειρηματικό τομέα να είναι «πίσω» από τα προ κρίσης επίπεδα μόνο κατά 12,1 δισ. ευρώ.
Η μελέτη εξηγεί πως τα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων «είχαν μακράν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη συρρίκνωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού» της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2010-2021. Αυτό αντανακλά δύο πράγματα: «τη μεγάλη μείωση των επενδύσεων των νοικοκυριών σε κατοικίες» αλλά και «το υψηλό μερίδιο των κατοικιών επί του συνόλου των επενδύσεων στην Ελλάδα πριν την κρίση χρέους». Δηλαδή και το σοκ στην αγορά κατοικίας των νοικοκυριών ήταν πιο μεγάλο, αλλά και όταν λέγαμε προ κρίσης για άνθηση επενδύσεων, τελικά εννοούσαμε κυρίως επενδύσεις σε ακίνητα από φυσικά πρόσωπα. Είναι χαρακτηριστικό πως οι επενδύσεις παγίων σε κατοικίες, από 11% του ΑΕΠ το 2007 μειώθηκαν στο 0,6% το 2017. Επίσης από 43,1% των συνολικών επενδύσεων παγίων το 2007 συρρικνώθηκαν στο 5,1% το 2017!
Τα τελευταία 5 χρόνια, άρχισαν να αυξάνονται γενικά οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα, «ενισχυόμενες από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης», όπως αναφέρεται. Ωστόσο, ποτέ δεν επανήλθαν στα «παλαιά» επίπεδα. Ειδικά στις κατοικίες ακόμη και το 2024 οι επενδύσεις παγίων ανέκαμψαν μόνο στο 2,3% του ΑΕΠ. Επιπλέον, σε αξία ήταν το 2024 ίσες με το 15,3% των συνολικών επενδύσεων παγίων. Δηλαδή παρέμεινε η υστέρηση όχι μόνο σε αξία αλλά και ως αναλογία του συνόλου…

Τα παραπάνω στοιχεία έχουν πολλαπλή ανάγνωση. Μία ανάγνωση αφορά στην συνολική εικόνα, δηλαδή στο γεγονός πως και προ κρίσης, όταν μιλάγαμε για επενδύσεις, τούτες ήταν κυρίως στην κατοικία και όχι στην πραγματική παραγωγή, στον επιχειρηματικό τομέα. Μία πιο «εντοπισμένη» ανάγνωση ειδικά για την «κατοικία» των νοικοκυριών δείχνει πως τα χρόνια της κρίσης η κατοικία είναι αυτή που δέχθηκε το πιο μεγάλο πλήγμα και ελάχιστα ανέκαμψε έκτοτε. Η αποεπένδυση των νοικοκυριών ήταν αναγκαστικά (λόγω μνημονίων και μέτρων λιτότητας), πολύ μεγάλη η βελτίωση τα χρόνια που ακολούθησαν αρχή συγκριτικά με άλλους κλάδους και πλέον είναι απόλυτα σαφές πως απαιτείται ισχυρή στήριξη για να ανατραπεί.
Οδεύοντας λοιπόν προς το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και προς μία πολλαπλή αναθεώρηση των κονδυλίων της ΕΕ (εν μέσω παγκόσμιας τρικυμίας) και έχοντας ως δεδομένο πως τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι στενά, τα εν λόγω ευρήματα έχουν ειδική σημασία. Στις Βρυξέλλες προωθούν τη διανομή περισσότερων κονδυλίων για επενδύσεις στη «στέγη» των νοικοκυριών και είναι προφανές πως η Ελλάδα τις έχει ανάγκη. Όπως έχει ανάγκη κάθε παρέμβαση που θα διευκολύνει (εισοδηματικά αλλά και διαχειριστικά) τα νοικοκυριά για να επενδύσουν στην κατοικία τους. Γιατί αν απλά η «επαναφορά» στο 2010 ορίζει πως πρέπει να επενδυθούν 58,5 δις ευρώ, τότε η δυσκολία είναι μεγάλη όχι μόνο για όσα νοικοκυριά ορίζονται ως «ευάλωτα», αλλά ακόμη και για όσα ανήκουν στη λεγόμενη «μεσαία τάξη»…
