ΟΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

Γιατί «ξαφνικά» Ιταλία – Ελλάδα πουλάνε τραπεζικά πακέτα;

Δεν έχουν περάσει και πολλά 24ωρα από τα αλλεπάλληλα «νέα» για τις πράξεις αποχώρησης του ελληνικού δημοσίου (ΤΧΣ) από μεγάλο μέρος των συμμετοχών του στο τραπεζικό σύστημα, και η γειτονική Ιταλία βγάζει «ξαφνικά» στο... σφυρί το 25% (!) της Monte dei Paschi di Siena, γνωστής και ως MPS. 

Στα «παραπολιτικά» του ιταλικού οικονομικού τύπου, ακούγεται, μάλιστα ότι θα ακολουθήσουν και άλλες κινήσεις στην ίδια κατεύθυνση...

Κοινό χαρακτηριστικό θα μπορούσε να πει κανείς, τόσο στις αποκρατικοποιήσεις των ελληνικών τραπεζών όσο και της MPS, είναι το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις η αναβάθμιση (μεγάλη ή μικρή) του δημόσιου χρέους δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να ενισχυθεί η «ελκυστικότητα» των τραπεζικών μετοχών, και έτσι, να υπάρχει «ζήτηση».

Για την Ελλάδα, η καθαρή αναβάθμιση από τα «σκουπίδια» σε investment grade και για την Ιταλία η αποφυγή του κινδύνου υποβάθμισης από την Moody's με παράλληλη αναβάθμιση του outlook από αρνητικό σε θετικό, ήταν το εφαλτήριο για να βγουν στις αγορές τα πακέτα τόσο των δύο ελληνικών τραπεζών, όσο και της MPS.

Πέραν, όμως, αυτού, υπάρχει και κάτι άλλο κοινό, πίσω από αυτή την ταυτόχρονη προώθηση της απόσυρσης του δημοσίου από τις εν λόγω τράπεζες. Τόσο οι ελληνικές συστημικές τράπεζες, όσο και η MPS έχουν καταφέρει να απαλλαγούν από τους βάλτους των NPLs και NPEs που απειλούσαν να «ρουφήξουν» κυριολεκτικά τους ισολογισμούς τους μέσα από σχεδόν ίδιους μηχανισμούς τύπου Ηρακλή Ι και ΙΙ.

Μάλιστα, η «ιδέα» για τον «Ηρακλή», δηλαδή την τιτλοποίηση των ζημιογόνων assets και την μετατροπή των NPLs και NPEs από ζημιά σε περιουσιακό στοιχείο, προήλθε από το ανάλογο σχήμα που είχε χρησιμοποιηθεί στην Ιταλία με την εγγύηση βέβαια του δημοσίου. Το πρόβλημα για την Ελλάδα ήταν ότι οι εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου, δεν είχαν την investment grade (IG) διαβάθμιση για να μπορούν να είναι αποδεκτές στις αγορές, ενώ τα ιταλικά κρατικά ομόλογα που χρησιμοποιήθηκαν είχαν την IG διαβάθμιση. 

Τότε, μετά από πολλές και δύσκολες συζητήσεις, η ΕΚΤ έδωσε τον χαρακτηρισμό του zero risk στα ελληνικά κρατικά ομόλογα των εγγυήσεων και ξεκλείδωσε έτσι την διαδικασία των τιτλοποιήσεων και πωλήσεων των κόκκινων δανείων. Κάπως έτσι έγινε κρατική και η αρχαιότερη ιταλική τράπεζα, η Monte dei Paschi di Siena και διασώθηκε από την χρεοκοπία μετά από πολλές άλλες αποτυχημένες προσπάθειες που είχαν προηγηθεί.

Με άλλα λόγια, τα «πακέτα» που τώρα μπορούν να πωληθούν στην αγορά και απ' ό,τι φαίνεται να γίνουν και ανάρπαστα από Ελλάδα και Ιταλία, έχουν πίσω τους το ίδιο πρόβλημα, τα κόκκινα δάνεια – από το οποίο έχουν σχεδόν απαλλαγεί – και την ίδια μέθοδο διαχείρισης, με τις περιβόητες «τιτλοποιήσεις» μέσω της «ενοικίασης» εγγυήσεων από το δημόσιο, ιταλικό και ελληνικό.

Υπάρχει, όμως, και ένα τρίτο «κοινό» σ' αυτή την ιστορία, για το οποίο μιλάει στο τελευταίο report της η ΕΚΤ για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα

Και το οποίο θα μπορούσε να πει κανείς ότι εξηγεί τον συγχρονισμό – πέραν του λόγου των αναβαθμίσεων ή των επιχειρηματικών ευχερειών – των κινήσεων στις δύο γειτονικές οικονομίες, την Ιταλία και την Ελλάδα, οι οποίες, με διαφορετικά χαρακτηριστικά, μοιάζουν όμως σε ένα πράγμα: είναι οι δύο οικονομίες με το υψηλότερο ως προς το ΑΕΠ δημόσιο χρέος.

Όπως με απόλυτη σαφήνεια αναφέρει στο report της η ΕΚΤ, η κατάσταση στην Ευρώπη στον ορατό ορίζοντα του 2024 γίνεται... ζόρικη.

Εκτιμά ότι «θα μπορούσαν να υπάρξουν περισσότερες χρεοκοπίες στο μέλλον, με πιθανές αλυσιδωτές επιπτώσεις στους ισολογισμούς των τραπεζών, στους μη τραπεζικούς επενδυτές στο εταιρικό χρέος και στις προοπτικές απασχόλησης των νοικοκυριών...».

Το οικονομικό περιβάλλον, όπως επισημαίνεται, γίνεται όλο και πιο σκληρό για τις τράπεζες, που έχουν μεν κερδίσει σημαντικά μέσω της αύξησης των επιτοκίων και την τεράστια διαφορά των επιτοκίων καταθέσεων των αποθεματικών τους στην ΕΚΤ από αυτά που αποδίδουν στους καταθέτες τους, αλλά είναι υποχρεωμένες να «αντιμετωπίζουν τώρα προβλέψεις υψηλότερου κινδύνου», καθώς ολοένα και περισσότεροι δανειολήπτες δυσκολεύονται πλέον λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης να αποπληρώσουν τα δάνεια. 

Αυτό, ήδη έχει αρχίσει να παίρνει διαστάσεις τόσο στο εταιρικό χρέος όσο και στον δανεισμό των ιδιωτών και των νοικοκυριών. 

Κατά συνέπεια, όπως προειδοποιούν από την ΕΚΤ, «...το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών αναμένεται επίσης να αυξηθεί καθώς ο ανταγωνισμός για καταθέσεις αυξάνεται...», και ακόμα χειρότερα οι καταθέσεις μεταφέρονται σε προθεσμιακές ή άλλα μη ρευστοποιήσιμα από τις τράπεζες προϊόντα, ενώ «οι υποχρεώσεις που λήγουν πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν» όπως επισημαίνει σε πρόσφατο report που δημοσιεύεται στο Βloomberg. 

Με άλλα λόγια, η η ΕΚΤ καθιστά σαφές ότι «κίνδυνοι δημοσιονομικής ολίσθησης» θα μπορούσαν να επανεμφανιστούν και να θέσουν σε κίνδυνο την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδιαίτερα σε περιοχές που ακόμα βαρύνονται από «υπόλοιπα» της προηγούμενης προβληματικής κατάστασης... 

Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Ντε Γκίντος έκανε την εικόνα ακόμα πιο ξεκάθαρη προειδοποιώντας ότι αυτό το περιβάλλον από την πλευρά των αγορών θα μπορούσε να επιδεινωθεί άμεσα αν στην ΕΕ δεν ξεκαθαριστεί το τοπίο για το μέλλον του Συμφώνου Σταθερότητας.

«Το χειρότερο σενάριο για την ΕΚΤ”, δήλωσε ο κ. Ντε Γκίντος, «θα ήταν να μην καταλήξουμε σε συμφωνία», γιατί τότε οι αγορές θα τιμολογήσουν το γεγονός ότι η Ε.Ε. δεν μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση... Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας, ό,τι προλάβει κανείς να κάνει... καλό είναι. 

TAGS: