Το θετικό «σήμα» της Moody's για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών τα επόμενα χρόνια

Ανδρέας Βελισσάριος

Ένα άκρως ισχυρό σετ αποτελέσματων για το 2023 ανακοίνωσαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, υποστηριζόμενες από τα υψηλά επιτόκια στο σκέλος των δανειοδοτήσεων, τις σχετικά χαμηλές απομειώσεις, την περαιτέρω διαδικασία εξυγίανσης των ισολογισμών τους και της διατήρηση της ρευστότητας και πρόσβασης στις αγορές, όπως αναφέρει η Moody's σε ένα σημείωμα ανασκόπησης για τον κλάδο.

Σύμφωνα με τον οίκο, τα NPEs συνέχισαν να μειώνονται κατά τη διάρκεια του 2023, μειώνοντας τον σταθμισμένο μέσο δείκτη NPE, στο 4,1% περίπου, από 6,2% το 2022 και το υψηλό του 49% στα τέλη του 2016. Σε αυτό το επίπεδο, οι τέσσερις τράπεζες συγκλίνουν πιο κοντά στο μέσο όρο των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών - με το δείκτη να φτάνει στο 2,3% στο εννεάμηνο του 2023 - κυρίως λόγω των υψηλότερων αποτελέσματων της τακτικής εξυπηρέτησης (curings) και ορισμένων μικρών πακέτων τιτλοποιήσεων.

Αν και κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, οι τράπεζες αναμένουν μια περαιτέρω μείωση των δεικτών NPEs - είτε μέσω ορισμένων υπολειπόμενων μικρών συναλλαγών μέσω του ανανεωμένου συστήματος «Ηρακλής III» είτε μέσω rehabilitations - curings - η Moody's θεωρεί ότι θα είναι πιο δύσκολο να επιτύχουν  σημαντικές μειώσεις NPEs το 2024, αναμένοντας έναν νέο οργανικό σχηματισμό από τους πιο ευάλωτους δανειολήπτες (κυρίως νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις), δεδομένων των υψηλών επιτοκίων, που θα ασκήσουν πίεση στην ικανότητά τους να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. Ταυτόχρονα, οι πιθανοί κίνδυνοι από την πλευρά των πιο ευάλωτων δανειοληπτών είναι πιθανό να αντισταθμιστούν από την ανθεκτικότητα του επιχειρηματικού κλάδου και του νέου δανεισμού που έχει προσδεθεί με το RRF, που θα συνεχίσει να ενισχύει τις επιδόσεις των τραπεζών σε αυτό το μέτωπο. Τα επίπεδα κάλυψης έχουν επίσης βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, με το μέσο επίπεδο κάλυψης προβλέψεων για τις τέσσερις τράπεζες να αυξάνεται στο 70% περίπου το 2023 από 65% το 2022.

Όπως αναφέρει ο Νώντας Νικολαΐδης, Vice President - Senior Credit Officer της Moody’s και υπεύθυνος για τις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών «κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, εκτιμούμε πως θα αποτελέσει μια μεγαλύτερη πρόκληση για τις τράπεζες να επιτύχουν οποιεσδήποτε σημαντικές μειώσεις NPEs εν μέσω των υψηλών επιτοκίων, αν και η πτωτική τάση είναι πιθανό να διατηρηθεί».

Και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες ανακοίνωσαν σχετικά άνετους δείκτες εποπτικών ιδίων κεφαλαίων για το 2023, υψηλότερα από τις ελάχιστες απαιτήσεις τους, υποστηριζόμενοι από την ισχυρή κερδοφορία τους και την οργανική παραγωγή κεφαλαίου. Ο μέσος δείκτης CET1 έφτασε στο 15,7% το 2023 σε σύγκριση με το 13,8% το 2022, αν και η Moody's αναμένει ότι οι δείκτες για τα κοινά ίδια κεφάλαια (TCE) που χρησιμοποιεί στην αξιολόγησή της, θα είναι σημαντικά χαμηλότεροι λόγω των ακόμη υψηλών αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στα βιβλία τους. Να σημειωθεί πως ο μέσος δείκτης CET1 και CAD για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες ήταν στο 15,6% και στο 19,7% μέχρι το εννέαμηνο του 2023, γεγονός που δείχνει ότι οι ελληνικές τράπεζες μπόρεσαν να επιτύχουν επίπεδα κεφαλαίου παρόμοια με τις αντίστοιχες, με στόχο την περαιτέρω αύξηση έως το 2026.

Ωστόσο, η συνολική ποιότητα κεφαλαίων των τεσσάρων τραπεζών και των ενσώματων κοινών ιδίων κεφαλαίων εξακολουθούν να υπονομεύονται από τον σημαντικό όγκο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTA) που είναι επιλέξιμες για μετατροπή DTC. Τα επίπεδα DTC παραμένουν υψηλά στα 12,8 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με τα συνολικά κεφάλαια CET1 των 23 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2023.

«Θεωρούμε ότι αυτά τα επίπεδα DTC αποτελούν χαμηλότερης ποιότητας κεφάλαια, αν και το υψηλό τους απόθεμα είναι κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις κεφαλαιακές δομές των ελληνικών τραπεζών και αναγνωρίζονται ως κεφάλαιο CET1 από την ΕΚΤ. Συνεπώς, αναμένουμε ότι ο δείκτης για τα κοινά ίδια κεφάλαια (TCE) που προτιμάμε να θέτουμε για αυτές τις τράπεζες το 2023 θα είναι χαμηλότερος (κυμαίνεται περίπου από 100 έως 500 μονάδες βάσης) από τους δείκτες CET1, λόγω της προσαρμογής μας για DTC και RWAs, που οφείλεται κυρίως στην έλλειψη επενδυτική βαθμίδας από την Ελλάδα (από τον οίκο Moody's)» αναφέρει ο Ν. Νικολαΐδης.

Επιπλέον, τα κεφάλαια CET1 για τις τέσσερις τράπεζες παρουσίασαν πολύ μεγαλύτερη αύξηση σε σύγκριση με την αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού τους κατά τη διάρκεια του 2023. Παράλληλα, στους δείκτες ενσωματώνονται επίσης οι σχεδιασμοί για μέτριες διανομές μερισμάτων το 2024 (μετά από περισσότερο από μια δεκαετία), εφόσον υπάρξει έγκριση από τις ρυθμιστικές αρχές - SSM.

Τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) των τεσσάρων ομίλων αυξήθηκαν κατά το εντυπωσιακό 51% κατά τη διάρκεια του 2023, υποστηρίζοντας τα βασικά λειτουργικά έσοδα, με βασική γραμμή στήριξης, τα υψηλά επιτόκια δανείων και τις νέες εκταμιεύσεις. Ο νέος δανεισμός προήλθε κυρίως από τη ζήτηση των επιχειρήσεων, η οποία σε συνδυασμό με τις χαμηλότερες απομειώσεις και τον συνεχή εξορθολογισμό του κόστους στήριξαν την κερδοφορία των τραπεζών. «Για το 2024 - 2025, αναμένουμε τη διατήρηση της ισχυρής κερδοφορίας των τραπεζών, παρά την όποια συμπίεση του περιθωρίου», επισημαίνει ο Ν. Νικολαΐδης.

Αναλυτικότερα, η Moody’s αναμένει ότι τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια θα πιεστούν σε μέτριο φέτος, λόγω των υψηλότερων beta καταθέσεων και των χαμηλότερων επιτοκίων που αναμένονται στο δεύτερο εξάμηνο του 2024. Συνεπώς, ο οίκος αναμένει επίσης ότι τα βασικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών θα συνεχίσουν να επωφελούνται από νέο δανεισμό των εταιρειών και των επιχειρήσεων, κυρίως μέσω της αυξανόμενης αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Μετά την ολοκλήρωση του εξυγίανσης, οι τέσσερις συστημικές μπόρεσαν να αναφέρουν μικρές απομειώσεις λόγω ανοιγμάτων κατά τη διάρκεια του 2023 σε σύγκριση με τη μείωση της τάξεως του 74% περίπου το 2022, γεγονός που υποστήριξε την κερδοφορία τους. Όλες οι τράπεζες στοχεύουν να διατηρήσουν τα υψηλά επίπεδα κερδοφορίας έως το 2026, τα οποία συγκρίνονται σε μεγάλο βαθμό με τη μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) περίπου 10% στην οποία κινούνταν κατά μέσο όρο οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες στο κλείσιμο του εννεαμήνου του 2023.

Παράλληλα, οι εγχώριες καταθέσεις των τεσσάρων τραπεζών αυξήθηκαν κατά περίπου 2% το 2023, σε σύγκριση με 5,5% το 2022, αν και η ρευστότητά τους παρέμεινε σε άνετα υψηλά επίπεδα, με το μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 218% στα τέλη του περασμένου έτους. Περίπου το ήμισυ των ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων τους έχει τη μορφή τίτλων του ελληνικού δημοσίου (ομόλογα και έντοκα), ενώ και οι τέσσερις τράπεζες βρίσκονται σε πορεία για να ανταποκριθούν στην ελάχιστη απαίτησή τους για ίδια κεφάλαια και ελάχιστες υποχρεώσεις (MREL), όπως αναφέρει η Moody's.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

TAGS: