Ο Κυριάκος Ρόκος πιστός στην άμεση αποτύπωση του συναισθήματος εστιάζει στον αυτο-εγκλεισμό, χρησιμοποιώντας ως μέσο αυτά τα σχέδια που συγκεντρώνουν την αφήγηση ενός ψυχισμού σχετικά με την πανδημία, το προσφυγικό, τον πολιτισμό, την ελευθερία της έκφρασης και πολλά άλλα, μέσα από μορφές που σχηματίζουν θάλασσες, σκάλες, βιβλία στα μάτια του θεατή. Έτσι συντίθεται η ψυχική χαρτογράφηση ενός καλλιτέχνη μέσα στις συνθήκες των τελευταίων χρόνων. Ενός καλλιτέχνη ο οποίος υφαίνει εικόνες με τα σχέδια αλλά και τα κείμενα που συνοδεύουν την έκθεση των έργων. Την έκθεση συνοδεύει το σχεδιαστικό ημερολόγιο «Κυριάκος Ρόκος αποτυπώματα 1967-1975» από τις εκδόσεις «ΣΤΕΡΕΩΜΑ», καθώς και ένα φύλλο «εφημερίδας». Παρακάτω παρατίθεται ένα απόσπασμα από αυτό:
«Μ’ άρεσε που μπορούσα να μπαινοβγαίνω και, σαν μυστικός πράκτορας ή, πιο ευγενικά, σαν πολεμικός ανταποκριτής πρώτης γραμμής, να γιομίζω σημάδια την ψυχή μου, άλλοτε υμνώντας, άλλοτε αντιστεκόμενος, άλλοτε καταγγέλλοντας, και άλλοτε ξορκίζοντας, μέσα απ’ το θείο δώρο της ζωής, το να μπορώ να μιλάω όπως νιώθω λεύτερα στα όριά μου».
Ο ίδιος μιλάει στο Insider.gr για τις μορφές των έργων του, την προοπτική των υλικών και την έκθεση σε σχέση με το συνολικό του τρόπο δουλειάς.
- Πως αντιμετωπίσατε το υλικό στα έργα σας, έχει και μεταφορική διάσταση για εσάς;
-Ποτέ δεν σκέφτομαι το υλικό για να είμαστε ειλικρινείς. Στο εργαστήριο υπάρχει το μάρμαρο, το ξύλο, το χαρτί, το μολύβι και ανάλογα με την διάθεση που έχω εκείνη την ημέρα πιάνω ένα από αυτά και το δουλεύω. Έτσι γίνεται και όταν θέλω να πω γρήγορα πράγματα. Αφήνω το υλικό αυτό που δεν μπορεί να μου βγάλει αυτά που αισθάνομαι εκείνη την στιγμή, θέλει χρόνο, όπως και το ξύλο, οπότε πιάνω το χαρτί και σχεδιάζω. Όταν όμως υπάρχουν πράγματα που πρέπει να τα πω με λόγια τα γράφω. Γι' αυτό έχω βγάλει και τα 2 βιβλία «Ένας επικίνδυνος γλύπτης» και η «Πεταλούδα του Ινσενμπορν». Είναι αληθινές ιστορίες που μου έχουν συμβεί στα πενήντα τόσα χρόνια που δουλεύω και τις μεταφέρω σε αυτά. Τώρα ετοιμάζω το τρίτο βιβλίο. Και στο φύλλο της έκθεσης έχω μία που συναντάω τον Ροντέν.
-Διαπιστώνεται ότι κατανοείτε τις ενυπάρχουσες δυνατότητες των υλικών γι αυτό και ξεκινάτε από ένα μη ορατό σημείο τα έργα σας, ισχύει κάτι τέτοιο;
- Τυχαίνει και στην γλυπτική και σε οτιδήποτε έκανα μέχρι τώρα να μην φτιάχνω προσχέδια κ.λ.π, γίνονται κατευθείαν στο υλικό, και τα σχέδια, γίνεται κατευθείαν σχετικά με το τι αισθάνεσαι εκείνη την στιγμή.
Παραδείγματος χάρη στα συμπόσια γλυπτικής, διάλεγα 10 βράχους και μου τους έφεραν μπροστά. Τους έκανα μια βόλτα και εκείνος ο βράχος που θα μου έκλεινε το μάτι τον έπαιρνα για να τον σκαλίσω, χωρίς να έχω τίποτα στο μυαλό μου αλλά μ’ άρεσε αυτός ο βράχος, και εγώ έψαχνα μέσα σ αυτόν τον βράχο, που ήταν καμωμένος όπως έβγαινε απ' το βουνό, και πίστευα ότι αυτός ο βράχος έχει να μου πει πάρα πολλά πράγματα. Θυμόμουν πάντοτε ότι όλα ξεκινούν από ένα κέντρο κι ύστερα ξεχύνονται από μέσα προς τα έξω. και σκάλιζα προσπαθώντας να βρω το κέντρο αυτό.
-Αυτές οι μορφές που σας ακολουθούν σε όλη την διάρκεια της δουλειάς σας, πως προκύπτουν και είναι αυτές που εντοπίζουμε πιο συχνά στα έργα σας;
-Ας πούμε το δάχτυλο εμφανίστηκε στον καιρό της Χούντας. Τότε έλεγα ότι είναι ο ξένος δάκτυλος που μας έφερε την Χούντα επειδή τους κάπνισε. Σήμερα φέρνει πολέμους όπου τους κάπνιζε. Τίποτα δεν γίνεται έτσι «και τώρα παιδιά ας βάλουμε ένα δάχτυλο εδώ πέρα επειδή με το δάχτυλο θυμίζει ότι είναι έργο του Ρόκου». Το δάχτυλο θα παρουσιαστεί από μόνο του. Γιατί με τα δάχτυλα κάνουμε τα πάντα. Από το να χτυπήσουμε κάποιον μέχρι να τον γρατζουνίσουμε να τον γδάρουμε, μέχρι να τον χαϊδέψουμε ή να παίξουμε μουσική. Όλα τα καλά και τα άσχημα τα κάνουμε με τα χέρια μας, με το δάχτυλο μας. Γι αυτό λέω κάπου ότι το χέρι του καλλιτέχνη πρέπει να είναι προέκταση της ψυχής του. Να μην κάνει κάτι επειδή έτσι πρέπει, του πει δεν του πάει αλλά πρέπει να βγει από την ψυχή του και να καταλήξει στο μολύβι για να βγει το σχέδιο….
…Ακόμα για τις θάλασσες που υπάρχουν στα σχέδια, εκείνο τον καιρό με τον κορονοϊό είχαμε τους πρόσφυγες. Κάτι μαύρα σημάδια που υπάρχουν στις θάλασσες και κάτι σκάλες είναι οι πρόσφυγες που βουλιάζουν στην θάλασσα και προσπαθούσαν να βρουν διέξοδο. Όλα αυτά είναι που με οδήγησαν να δημιουργώ εκείνες οι μέρες, μαζί με τον κορονοϊό.
Στην έκθεση υπάρχουν επίσης 2 γλυπτά του τα οποία με την σειρά τους κάνουν καθιστούν αισθητή την καθημερινότητα της πανδημίας. Το ένα είναι το γλυπτό της “τελευταίας στιγμής”, όπως σχολιάζει ο ίδιος, που βλέπουμε μια μάσκα πάνω σε ένα τεχνητό γκαζόν, επαναχρησιμοποιούμενα αντικείμενα που μεταμορφώνονται σε έργο τέχνης ως μαρτυρίες νεο-ρεαλισμού. Ρωτώντας τον περί τίνος πρόκειται απαντά τα εξής:
«Αυτό που με εντυπωσίαζε και με εντυπωσιάζει ακόμα είναι ότι σε κάθε βήμα, όταν βγαίνεις έξω, συναντάς πεταμένες μάσκες. Δεν τολμάς ούτε να σκύψεις να την πετάξεις ούτε οι ίδιοι που τις πετάνε σκύβουν να την μαζέψουν. Έχουν γεμίσει τα πεζοδρόμια, οι δρόμοι, τα πάρκα της Αθήνας, με τέτοιες μάσκες. Έτσι σκέφτηκα το έργο για να δείξω ότι εμείς μεγαλώσαμε με την διδασκαλία του «δεν βαριέσαι» και γι αυτό έβαλα το κομμάτι αυτό του γκαζόν, που το βρήκα σε ένα μαγαζί και το είχα αφήσει σε ένα ράφι, την μάσκα και το πλεξιγκλάς. που είναι σκεπασμένο είναι από ένα έργο της Ρουμπίνας, που έκανε κόσμημα από πάνω. Αντικείμενα που τα συναντάμε καθημερινά και το παρουσιάζω σαν έργο.»
-Το γλυπτό με την καρέκλα και την σκάλα έχει κάποια σχέση με την εξουσία;
-Στο γλυπτό αυτό έχω βάλει ένα ταμπελάκι από κάτω που γράφει η άνοδος του μηδενός. Είναι αυτό το μηδέν που χρησιμοποιεί την μικρή σκάλα για να ανέβει την μεγάλη σκάλα και καταφέρνει και φτάνει στον θρόνο και τότε το μικρό μηδέν γίνεται χρυσό αλλά πάντα παραμένει μηδενικό.
Ο χαρακτηριστικός καλλιτέχνης της μεταπολεμικής γενιάς που όμως μέχρι και σήμερα αποφεύγει να ανοίγει συρτάρια και να τα τοποθετεί μέσα τα έργα του, όπως λέει και ο ίδιος, παραθέτει ιστορίες που τον συντροφεύουν στην διάρκεια της καλλιτεχνικής του παραγωγής με το μέσο που κάθε φόρα του επιτρέπει να εκφραστεί με αμεσότητα. Ένα από αυτά είναι και το καινούριο του βιβλίο που αναμένουμε με ανυπομονησία.
Ο Κυριάκος ΡΟΚΟΣ είναι γλύπτης – ομότιμος καθηγητής τού Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του ΠΑΔΑ, όπου οργάνωσε και το πρώτο εργαστήριο Πλαστικής. Κατάγεται από το Μέτσοβο και γεννήθηκε στα Γιάννενα τον Μάη του 1945.
Σπούδασε με υποτροφία τού Ι.Κ.Υ, γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον Γιάννη Παππά. Συνέχισε στο Παρίσι, τέσσερα χρόνια με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών (κληροδότημα Ουρανίας Κωνσταντινίδου με εξεταστές τους Γλύπτες – Ακαδημαϊκούς Αντώνη Σώχο και Μιχάλη Τόμπρο ) όπου δούλεψε κοντά στον γλύπτη Κώστα Κουλεντιανό και στην Ecole des Beaux Art στο εργαστήριο του Cesar.
Από το 1972 μέχρι το 2022 έχει κάνει 40 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις. Συμμετέχει σε πολλά ελληνικά και διεθνή Συμπόσια Γλυπτικής εξωτερικού χώρου. Έχει φιλοτεχνήσει μετάλλια και τιμητικές πλακέτες. Έχει πάρει βραβεία και διακρίσεις για το έργο του. Συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης, τον Σταύρο Τουφεξή στο Εθνικό Θέατρο, τον Μίνω Βολονάκη για την «ΑΝΤΙΓΟΝΗ» και τους Γιώργο Αρμένη, Νίκο Παπαδάκη στο Περιφερειακό Θέατρο Ιωαννίνων και συμμετείχε σε συνέδρια τέχνης. Έργα του υπάρχουν σε Μουσεία, Πινακοθήκες, ιδιωτικές συλλογές και εξωτερικούς χώρους. Από το 1975 κείμενα του δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά.
Της Ευτυχίας Αγγέλη – Καρδουλάκη